Κάποιος που είναι αρκετά φερέγγυος, δηλαδή με υπευθυνότητα, μακροπρόθεσμη προοπτική κτλ, ώστε να θεωρεί μια γυναίκα ότι αξίζει να μείνει έγκυος μαζί του. Πολλές φορές αυτή η φερεγγυότητα μεταφράζεται απλώς σε λεφτά αισθήματα.

Ο όρος καθιέρωθηκε από το άσμα του Λευτέρη Πανταζή/ Λε-Πα «Μείνε μαζί μου έγκυος, είμαι πολύ φερέγγυος!». Έκτοτε έχει επέλθει ορθογραφική σύγχυση ή μετατόπιση στην λέξη «φερέγγυος» και γράφεται με -γκ, αντί -γγ, ως «φερέγκυος», για να δηλώνει τον άξιο για γκάστρωμα.

Αντώνυμο: «Κάνε μαζί μου έκτρωση, έχω γιατρό με έκπτωση»

Συνώνυμο: μουνόδουλος (με λεπτή εννοιολογική διαφορά)

- Τι γίνεται με την Μπέτυ; Πάλι έγκυος! Τρία παιδιά έχει με τον Αριστοτέλη και πάει για το τέταρτο, σε πέντε χρόνια γάμου.
- Εμ, κοίτα, πώς όχι; Αφού το ξέρεις ότι ο Αριστοτέλης είναι πολύ φερέγκυος!
- Είναι δηλαδή τόσο υπεύθυνος;
- Κι έχει λεφτά αισθήματα!
- Α, κατάλαβα! Είναι πολλά τα λεφτά Άρη!

(από Khan, 20/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ ογκώδης, εύσωμος, πληθωρικός, ο ντουλάπας, αλλά περισσότερο με την έννοια του πολύ χοντρού. Ο όρος ήταν και παρατσούκλι - σήμα κατατεθέν του πολιτικού Μιλτιάδη Έβερτ, που έχει μείνει γνωστός για τον πολιτικό του πληθωρισμό και την αγάπη του στις μακαρονάδες.

Συνώνυμο: «Είμαι μακαρονάς, τι να κάνουμε;» (από διαφημιστικό σποτ με τον Γιάννη Μπέζο)

  1. Θα μας αφήσουν να μπούμε στο κλαμπ με τέτοια ρούχα αυτοί οι μπουλντόζες;

  2. (Από «Ριζοσπάστη», το 1998).
    Οδοστρωτήρας και μπουλντόζα.
    Καθόλου ικανοποιημένος δεν είναι από τους ρυθμούς επιβολής αντιλαϊκών μέτρων από την κυβέρνηση Σημίτη ο Μ. Εβερτ. «Σκληρά μέτρα; Πού τα είδατε;», αναρωτήθηκε δήθεν αφελώς στη χθεσινή συνέντευξή του ο πρώην πρόεδρος της ΝΔ. Και για να μην υπάρχει αμφιβολία για το τι εννοεί, έσπευσε να αναφέρει, ως παράδειγμα, ότι το νομοσχέδιο για τις εργασιακές σχέσεις όχι μόνο δεν έδωσε λύσεις, αλλά τις έκανε «πιο ανελαστικές απ' ό,τι στο παρελθόν» (!). Ας μην ανησυχεί τόσο. Η κυβέρνηση Σημίτη γνωρίζει πολύ καλά, ότι μπορεί να υπολογίζει πως δίπλα στο δικό της οδοστρωτήρα ισοπέδωσης των λαϊκών κατακτήσεων, βρίσκεται η μπουλντόζα του Εβερτ.

(από Hank, 11/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθώς η υπερδύναμη τείνει να μεταφερθεί απ' τις ΗΠΑ στην Κίνα, μαζί τείνει να μεταφερθεί κι η αντίστοιχη βλακεία. Έτσι κατά τα αμερικανιά και αμερικλανιά, σχηματίστηκε το «κινεζιά», για να δηλώσει ακριβές υπερπαραγωγές ενός Χόλλυγουντ στα κινέζικα, ή οποιαδήποτε άλλη πατάτα προερχόμενη απ' την Κίνα και ιδίως αντίγραφα κακής ποιότητας. Κι ενώ στο σινεμά τα έργα ενός Γιμού, ενός Καρ Βάι, ενός Ανγκ Λη τίμησαν το είδος του βούξια, ή την βουξιά ελληνιστί, μετά έγινε μανιέρα ένα είδος βουξιών δεύτερης ποιότητας, που συναγωνίζονται τις κακές χολυγουντιάνικες ταινίες.

Χαρακτηριστικά της κινεζιάς στο σινεμά: Οι ήρωες πετάνε, πηδάνε, κάνουνε τούμπες με τέλειο υπερφυσικό τρόπο. Στην αρχή αυτό ήταν μέσα στους κώδικες του βούξια, αλλά μετά έγινε πρόσχημα για να φεσωθούμε. Οι διάλογοι ζηλώνουν την δόξα κάθε Φωσκολιάδας. Μέχρι το τέλος της ταινίας, όλοι οι ήρωες έχουν βρει κάποιον λόγο για να αυτοκτονήσουν μελοδραματικά. Και στο τέλος νικάει κάποιος σαδιστής αφέντης πατέρας, που έχει στο μεταξύ προσφέρει άπλετη ικανοποίηση στον κάθε μαζόχα της ταινίας. Όλα αυτά σε πανάκριβα σκηνικά με τείχη, φανάρια, δράκους, παλλακίδες κτλ. Οι τίτλοι αποτελούν συνήθως ένα συμπίλημα απ' τα παραπάνω.

- Πάμε να δούμε το «Καταραμένο Μυστικό του Χρυσού Δράκου»;
- Βουξιά;
- Φαίνεται;
- Μόνο να μην είναι πάλι καμιά κινεζιά σαν το «Κλάμα της Παλλακίδας πίσω απ' το Τείχος με τα Φανάρια». Δεν θα το αντέξω!

(από Khan, 30/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό έργο που είτε είναι του Νίκου Φώσκολου, είτε έχει ζηλώσει την δόξα του. Δηλαδή υπερβολικά μελό, πομπώδεις χαρακτήρες, πομπώδεις δηλώσεις, απίστευτες εξεζητήσεις και συμπτώσεις στην πλοκή, κ.ο.κ. Οι ηθοποιοί περισσότερο φτύνουνε παρά μιλάνε με ύφος Γιάγκου Δράκου, του ορίτζιναλ, όχι του Σλάνγκου Δράκου, όπως εμείς. Το «Φωσκολιάδα» με κατάληξη σε -άδα, όπως όλα τα έπη, λ.χ. Ιλιάδα, Αινειάδα, Ζαχοπουλιάδα, Λιλιανάδα (το συλλογικό έπος που γράφεται στο slang.gr) κ.ο.κ.

Χαρακτηριστική φράση, που λέει αυτός που δεν θέλει να δει άλλη μια Φωσκολιάδα: «όχι άλλο κάρβουνο» (Η γνωστή ατάκα του Νίκου Κούρκουλου, παρόμοια με το «Είναι πολλά τα λεφτά Άρη»).

- Είδες το «Οξυγόνο» το τελευταίο Ρεππαπαπαθανασιούργημα;
- Όχι. Πώς ήταν;
- Κοίτα άρχιζε καλά, με το γνωστό καυστικό χιούμορ των δύο δημιουργών, αλλά μετά έγινε πολύ μελό, πολύ κοινωνικό κατηγορώ με συμπτώσεις και πλοκή τραβηγμένες απ' τα μαλλιά, σωστή Φωσκολιάδα!
- Όχι άλλο κάρβουνο! Έλεος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωμικό της σλανγκικής κοινότητας, που θέλει να δείξει ότι, όπως και το λακωνίζειν, το σλανγκίζειν απαιτεί μια ιδιαίτερη ικανότητα, ευφυΐα, οξυδέρκεια, εντέλει φιλοσοφία. Επίσης, λέγεται ως νουθετική υπενθύμιση για την αξία της λακωνικότητας προς σκληροπυρηνικούς Σλάνγκους Δράκους, όπως ο γράφων και τέσσερις-πέντε άλλοι (ονόματα δεν λέμε), που έχουν ξεχάσει ότι βρίσκονται σε λεξικό και προσπαθούν να συγγράψουν τη νέα slangipedia Κλασική Εικονογραφημένη, επιδιδόμενοι σε έναν διαγωνισμό σλανγκικού ανδρισμού, για το ποιος την έχει μεγαλύτερη την καταχώριση.

- Και που λες, τότε πέρασα το πέος μου υπό το αιδοίο της καλλιπύγου κορασίδος, και όπως της διάνοιγα τους γλουτούς κατευθύνθηκα προς το ορθόν της.
- Πολύ Εμπειρίκο διαβάζεις ρε φίλε! Πες τα σλανγκιστί να σε καταλάβουμε. Μην ξεχνάς: Το σλανγκίζειν εστί φιλοσοφείν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά του αγγλικού spoiler. Σημαίνει σε συζητήσεις για σινεμά κυρίως, αλλά και θέατρο και λογοτεχνία, να αποκαλύπτεις κρίσιμα στοιχεία της πλοκής και να καταστρέφεις έτσι το όποιο σασπένς και αγωνία των άλλων που δεν έχουν δει/διαβάσει ακόμη το έργο. Η λέξη φοριέται πολύ σε φόρα και σε βλόγια. Οι ευσυνείδητοι αποφεύγουν την σποϊλεριά, όπως ο διάολος το λιβάνι, και μόνο όταν δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς βάζουν πριν τα γραφόμενά τους ένα spoiler warning ή «προειδοποίηση σποϊλεριάς». Αντιθέτως, τα τρολς προσπαθούν να ρίξουν όσες περισσότερες σποϊλεριές μπορούνε χύμα στο κύμα, για να την σπάσουνε σε όσους περισσότερους μπορούνε.

  1. (Από συζήτηση σε σινε-φόρουμ):

- Πάντως δεν έπρεπε ο Γιαπωνέζος να αυτοκτονήσει στο τέλος σκοτώνοντας μαζί και την γυναίκα του! Εγώ ποτέ δεν θα τό 'κανα στην θέση του!
- Αμάν ρε φίλε! Τι τρολεατζής είσαι; Ήταν ανάγκη να ρίξεις τέτοια σποϊλεριά στα καλά του καθουμένου;

  1. (Άλλη συζήτηση στο Αθηνόραμα)

- Δεν νομίζω ότι είναι πολύ τραβηγμένο το γεγονός οτι η Λόλα βλέπει πεθαμένους εξαιτίας των εμφυτευμάτων που της έβαλαν οι εξωγήινοι και τελικά μαθαίνει οτι ειναι νόθα κόρη του μπάτλερ της Ελσας. Έχουμε δει άλλωστε πολύ πιο εξεζητημένα σενάρια απο αυτό στο παρελθόν. Καλό θα ήταν φυσικά να μην διαβάσουν το σχόλιο μου όσοι δεν έχουν δει ακόμα την ταινία.

- Φίλε ευχαριστούμε πολύ που μας είπες το φινάλε και επίσης σε ευχαριστούμε που στο τέλος, αφού έχουμε διαβάσει την κριτική σου, μας προειδοποιείς να μην την διαβάσουμε. Λίγο αργά το θυμήθηκες. Συγχαρητήρια βρε και σε ανώτερα.

- Παιδιά μην ψαρώνετε, δείτε την ταινία, είναι φανταστική η σποϊλεριά που επινοεί ο φίλος μας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με την εφεύρεση του Ιντερνετιού έχει ανθίσει μια νέα μορφή επικοινωνίας στα φόρα ή φόρουμς . Πρόκειται για λατινική λέξη, που ορισμένοι αρχαιόκαυλοι προσπάθησαν ανεπιτυχώς να μεταφράσουν ως «αγορά». Από την τελευταία όμως απέλπιδα προσπάθεια, επέζησε ο χαρακτηρισμός «αγοραίος» για τον τύπο που συχνάζει σε τέτοια φόρα.

Έτσι ενώ ο όρος «αγοραίος», λ.χ. στο Λεξικό Μπαμπινιώτη, ορίζεται ως σημαίνων τον «κοινό, χυδαίο, πρόστυχο», επειδή δηλώνει αυτόν που συχνάζει στην αγορά και τον όχλο για αμφίβολες εμπορικές ή πολιτικές δοσοληψίες, στην νέα σλανγκική διάσταση έχει εν μέρει διατηρήσει τα παραπάνω στοιχεία, αλλά κυρίως δηλώνει τον ύποπτο μήπως κάτι δεν πάει καλά, μήπως έχει λασκάρει κάποια βίδα και πρόκειται για ψυχάκια ή ψυχάκερ.

Ομοίως, ενώ ο όρος «αγοραία γυναίκα» δηλώνει παραδοσιακά την πόρνη ή πορνοειδή (και «πόρνη» εξάλλου σημαίνει στα αρχαία «πουλημένη», ομόρριζο με τον «έμπορο», οπότε υπάρχει συσχέτιση με την «αγορά»), η σλανγκική απόχρωση σημαίνει την γυναίκα ή άντρα που βγάζει τα σώψυχα ή τα σώβρακά του, φόρα παρτίδα στα φόρα.

Χαρακτηριστικό του ψυχάκια αγοραίου τύπου είναι ότι τρώγεται με τα ρούχα του και ξεσκίζεται για να ακούσει από τους διαδικτυακούς συνομιλητές του έναν επιβραβευτικό χαρακτηρισμό, όπως «ωραίος!», «Ναζωραίος!», «Ζαγοραίος!». Αλλά τελικά ακούει συχνά μόνο τον χαρακτηρισμό «αγοραίος!», που είναι μέση λέξη δυνάμενη να σημάνει είτε απλώς τον χυδαίο και πρόστυχο, είτε και τον ωραίο, όπως οι παραπλήσιες ομο(ί)ηχες λέξεις. Γενικά, ο αγοραίος τύπος είναι αυτός που αναλώνει την ζωή του με μοναδικό σκοπό, για να παραφράσω το ποίημα του Καβάφη, να λάβει «τον έπαινο του Δήμου και της Αγοράς, τα σπάνια και ανεκτίμητα εύγε»! (στην περίπτωσή μας «τον έπαινο του Δήμου και των σλανγκιστών, τους σπάνιους και ανεκτίμητους αστερίες, βλ. αστρολαγνεία ).

Trivia: Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων: αυτοί που σχηματίζουν τον πληθυντικό του φόρουμ σε φόρα και την έχουν ψωνίσει ότι ξέρουν καλά αγγλικά / λατινικά, και αυτοί που τον σχηματίζουν σε φόρουμς, και είναι οι πιο αγοραίοι τύποι...

- Πώς πάει το φόρουμ, Λαλάκη;
- Άσε με μωρέ, μου την έχει πέσει ένας αγοραίος τύπος, και μου κολλάει πολύ τώρα τελευταία...
- Εντάξει, πες του ένα «αγοραίος!» και τέλειωσε μαζί του!

Αγοραίος Κολωνός (από Hank, 12/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποκαλύπτω σε φίλο τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα μου, προκειμένου να ξαλαφρώσω, ή να μου πει την γνώμη του. Πολλοί αγοραίοι τύποι το κάνουν και στο ιντερνέτι. Επειδή πολλά από τα σώψυχα που λέμε συνήθως αγγίζουν ευαίσθητες λεπτομέρειες της σεξουαλικής μας ζωής, η έκφραση από «λέω τα σώψυχά μου» εξελίχθηκε σε «λέω τα σώψυχα και τα σώβρακά μου».

Καυλάουρα: - Άσε με βρε Λίλιαν, δεν τα πάω καλά με τον Μένιο τον τελευταίο καιρό!
Λίλιαν: - Τι είναι Λαουράκι μου; Πες μου τα σώψυχα και τα σώβρακά σου να ξαλαφρώσεις! Γι' αυτό είναι οι φίλες!
Κ.: - Να, χτες που είχαμε βάλει το Ντι-Βι-Ντι του Ασκητή και κάναμε πρόβα για το εξήντα εννιά, αυτός μού είπε να αλλάξουμε στάση και να το γυρίσουμε σε 96.
Λ.: - Αχ, πόσο σε λυπάμαι, Λαουράκι μου, μα δεν τον ξέρεις; Έτσι είναι ο Μένιος!...
(κι από μέσα της σκέφτεται η πονηρά κορασίς: (ο Μένιος δεν είναι παρά μία από τις πολλές μουνότριχές μου!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το Λεξικό Μπαμπινιώτη στις εκφράσεις «βγάζω στη φόρα» και «βγαίνω στην φόρα», δεν έχουμε την γνωστή φόρα, όπως στο «ήτανε και κατηφόρα, έβαλα και λίγη φόρα» της Δόμνας Σαμίου (φόρα < φορά < φέρω), αλλά πρόκειται για επιβίωση του λατινικού forum πληθ. fora, δηλαδή της αγοράς (μπορεί κι η λατινική λέξη να είναι κι αυτή βέβαια απ' το fero ή φέρω). Οπότε η σημασία της έκφρασης «βγάζω στην φόρα», σημαίνει «βγάζω στην αγορά», δηλαδή δημοσιεύω. «Παρτίδα » είναι στα εμπορεύματα το μέρος ενός συνόλου.

Οπότε νομίζω ότι, ετυμολογικώς, το «τα βγάζω όλα φόρα παρτίδα» σημαίνει «απλώνω την πραμάτεια μου σε δημόσια αγορά».

Κι έρχομαι τώρα στις σλανγκικές τροπές:
Ως «πραμάτεια» μπορεί να εννοηθούν τα οποιαδήποτε «προσόντα», οπότε αν μιλάμε για κορασίδα, τα μπαλκόνια, οι εξώστες κ.ο.κ. Δηλαδή λέγεται συχνά για κορασίδα που εκχωρεί τα περιουσιακά της στοιχεία στο Δημόσιο. Ή και για άντρα που κάνει το ίδιο, είτε από αμέλεια, είτε από φουστιά με αηδιαστικά σε κάθε περίπτωση αποτελέσματα.

Έχει όμως κρατήσει και την έννοια ότι, κοινοποιώ μυστικά χωρίς διάκριση. Εδώ η έκφραση έλαβε νέα τροπή με την άνθηση της επικοινωνίας στο ιντερνέτι στα λεγόμενα φόρα, φόρουμς ή φόρουμ (βλ. εδώ). Υπάρχουν εκεί διάφοροι αγοραίοι τύποι που επιμένουν να βγάζουν τα σώψυχα και τα σώβρακά τους στην φόρα, ή μάλλον στα φόρα, χωρίς να τους ρωτήσει κανείς. Οπότε λέμε ότι τα «βγάζουν όλα φόρα παρτίδα» με το «φόρα» να εννοεί εδώ τα φόρα του Διαδικτύου.

Έτσι βλέπουμε συχνά Αχιλλείς απ' το Κάιρο να βγαίνουν από την ντουλάπα σε φόρα του Διαδικτύου, χωρίς να τους έχει ζητήσει κανείς από τους συνομιλητές τον λόγο για το γκεϊλίκι τους. Σε ακραίες περιπτώσεις έχουν συμβεί ακόμη και αυτοκτονίες σε ζωντανό διαδικτυακό χρόνο!

- Κοίτα εκεί το πιπίνι πως τα έβγαλε όλα φόρα παρτίδα, κι έχει μείνει μόνο με τον κορδονούρη της!

- Άσε ρε, ήμουν χτες σε ένα φόρουμ κι ένας άγνωστος άρχισε να βγάζει τα σώψυχα και σώβρακά του όλα φόρα παρτίδα! Χωρίς να τον ρωτήσει κανείς!
- Και τι έλεγε, δηλαδή;
- Ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει πια σεξουαλικά, ότι αρχίζει να φοβάται μήπως είναι γκέι ή έστω στρέι...
- Έλα ρε! Έβγαινε απ' την ντουλάπα;
- Δεν ξέρω. Πάντως το απέδιδε στο ότι δεν είναι με την σωστή γυναίκα. Έχει φορτωθεί μια καυλωτική γκόμενα, αλλά του κάνει κούκου μόνο για την φίλη της!
- Σαν κάτι να μου θυμίζει αυτό! Λες να ήταν ο Μένιος;

"Φόρα παρτίδα": Not to be confused with "ήτανε και κατηφόρα, έβαλα και λίγη φόρα".  (από Hank, 12/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανησυχητικό φαινόμενο που εξαπλώνεται ραγδαία στις μεγαλύτερες γενιές της Ελλάδας. Σημαίνει το να πιάνει μηδέν το σλανγκόμετρό σου, να έχεις αδυναμία να εκφραστείς στην σλανγκικήν, και να σου λείπει απελπιστικά ο σλανγκικός λεξιλογικός πλούτος.

Χαρακτηριστικά συμπτώματα: Να λες μόνο «πούστης» κι όχι κάποιο άλλο από τα εκατοντάδες συνώνυμα στο slang.gr. Να χρησιμοποιείς τον όρο «μαλάκας» μόνο με την σημασία του καλού μαλάκα κι όχι με τις εκατοντάδες άλλες σημασιολογικές αποχρώσεις, που κυμαίνονται μέχρι και την οικειότητα και τον θαυμασμό. Να ξέρεις μόνο το «κλαψομούνα», κι όχι τα υπόλοιπα σύνθετα του -μουνα. Να λες μόνο «πουλί» ή «τσουτσούνι», κι όχι λ.χ. μπαργαλάτσος. Να λες, τέλος, με μεγάλη περηφάνια μπαμπαδίστικες εκφράσεις, όπως «σωβρακολογείς;» και να περιμένεις από αυτές να ανέβει κατακόρυφα το σλανγκόμετρο.

Η λέξη σχηματίζεται κατά το «λεξιπενία», και προφέρεται με ύφος Γιανναρά, όταν απελπίζεται για την «μείωση της κατά κεφαλήν καλλιέργειας στην Ελλάδα»...

- Ανησυχώ πολύ για τον πατέρα μου! Συζητάγαμε χτες για τον Γαβαλά, κι αυτός «πούστη» τον ανέβαζε, «πούστη» τον κατέβαζε! Λες και δεν υπάρχουν άλλες λέξεις! Έχει φοβερή σλανγκιπενία!
- Κι ο δικός μου τα ίδια! Λες και δεν του πλήρωσα ειδικό σλανγκά για να του αυξήσει το λεξιλόγιο με λήμματα του slang.gr! Είναι θλιβερό! Σε τι κόσμο θα γηροκομήσουμε τους γονείς μας Γιώργο Τσαμτσίκα;
- Έτσι όπως τα λες, Νίκο Ευαγγελάτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified