Ο οπαδός των Ναζί και κατ' επέκταση ο φασίστας, το φασιστόμουτρο, ο χουντάλας, ο ακροδεξιός. Ναζιάρης είναι ειδικότερα αυτός που ακκίζεται ότι είναι ακροδεξιός, χωρίς πραγματικά να είναι.

Επειδή το να είσαι ακροδεξιός είναι το ΜΟΝΟ ανυπόφορο σκάνδαλο στην πλουραλιστική κοινωνία μας, οπότε και ο μόνος τρόπος να τραβήξεις πάνω σου την προσοχή. Αυτού του είδους το νάζι συναντάται πολύ σε διανοούμενους και σε τρολεατζήδες.

Να μην συγχέεται με τους χασίστες και φουντικούς.

Για ναζιάρη κόβω τον Πάνο Β' του σάιτ μας, με την έννοια του διανοούμενου βεβαίως βεβαίως!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικός, μάλλον υποτιμητικός, χαρακτηρισμός των Νεοελλήνων, με την έννοια ότι αρέσκονται σε ανατολίτικες συνήθειες, όπως τα τσιφτετέλια.

Γενικά, χρησιμοποιείται από αυτούς που κατηγορούν τους Νεοέλληνες μάλλον για την ανατολίτικη τάση τους παρά για την δυτικόφιλη, λ.χ. για αυτούς που θα ονομάσουν την Ελλάδα Ελλαδιστάν ή Λαϊκή Θεοκρατία του Ελλαδιστάν μάλλον παρά Ελλαδέξ, αν και το ένα δεν αποκλείει το άλλο.

Χρησιμοποιήθηκε αρκετά στην παπανδρεϊκή δεκαετία του '80 και απαθανατίστηκε απ' τον Διονύση Σαββόπουλο στο άσμα «Κωλοέλληνες» του αντιπασοκικού δίσκου «το Κούρεμα».

Οι πρώτοι στίχοι των Κωλοελλήνων:

Μελαμψές φυλές
κοντοπόδαρες,
Σειληνοί του κράτους
που ξερνάει και νάτους,
τσιφτετέλληνες!
Με γονείς ληστές
των συντρόφων τους θύτες
για αμνηστία οι αλήτες
τώρα διοικητές.
Κράτος ασυστόλων
και πεσμένων κώλων
κωλοέλληνες.

Η χάρτα αυτού του κράτους κρύβει απάτη
που φτάνει στον γνωστό αγριορωμιό
στο ντάτσουν μιας φυλής που ζει φευγάτη
απ`ό,τι Ελληνικό στον κόσμο αυτό.

Μπρέθλες. (από Galadriel, 17/10/10)(από Khan, 14/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λόγω του στρογγυλού σχήματος και της οπής στο κέντρο, το κουλούρι σλανγκίζεται ως:

  1. Ο πρωκτός, ο δακτύλιος του πρωκτού. Βλ. του τρώω το κουλούρι.

  2. Το μηδενικό. Αυτοαναφορικώς, τα μηδέν άστρα σε λήμμα, τα οποία συνήθως δίνονται κακοπροαίρετα, εκτός κι αν τύχει το λήμμα να είναι ταυτόχρονα εξώφθαλμα μη σλανγκ και λάθος ορισμός.

Οπότε, κερνάω κουλούρι, σημαίνει και τα δύο παραπάνω, δηλ. είτε στήνω κώλο, είτε βάζω διπλό μηδενικό στο λήμμα συσσλανγκιστή, το γνωστό ως «διπλοκούλουρο». Αυτή η κάθε άλλο παρά τυχαία σύμπτωση, δίνει αφορμή στον Σλάνγκο για έναν εύκολο (αλλά καθ΄όλα θεμιτό σλανγκικώς) αστεϊσμό εις βάρος του κατωποντοδότη σου. Μπορεί να του πει «σ' ευχαριστώ που με κέρασες κουλούρι», που μπορεί να εκληφθεί και ως ύψιστη ανεξικακία, αλλά και ως υπονοούμενο ότι «έκατσες και σε γάμησα απ' τον κώλο», και σε κάθε περίπτωση, ότι ο κατωποντοδότης κουλουρατζής είναι μια πρωκτικάντζα.

Ο κατωποντοδότης κουλουρατζής έχει σλανγκισθεί από τον χρήστη Vrastaman και ως Κίμων Κουλούρης (σ.ς.: γλωσσικός μόνο ο συνειρμός;, αναρωτώμαι) και η αόρατη χειρ του ως «χειρ του Κίμωνος» κατά το Χείρα του Μ.Α.Ο., η / Χήρα του Μ.Α.Ο., η. Επίσης, για την επέλαση ορδών από κουλουρατζήδες μπορεί να χρησιμοποιηθεί και η έκφραση γιούρ(γ)ια στον ταβλά με τα κουλούρια. Καθώς μάλιστα, κατά τον GATZMAN, τα κουλούρια είναι ένα νηστήσιμο έδεσμα που τρώγεται ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Σαρακοστής.

  1. Από bourdela.tv:

Αποφασισμένος για κουλούρι καταθέτω το σεβαστό ποσό και διαβαίνω εις το στρόγγυλο κρεβάτι.Κάνω ένα τσιγαράκι, χαζεύω λίγο τσόντα (παρεμπιπτόντως, δεν έχω πετύχει ποτέ σε κάποιον εκ' των οίκων τσόντα με γνωστούς πρωταγωνιστές) και μπαίνει η καυλιάρα η οποία μου λέει πως μόλις έχει κάνει μπάνιο (στα θετικά αυτό).

  1. -Με κέρασε κουλούρι η καθηγήτρια!
    -Τυχεράκια!

  2. Πικραμένος Σλάνγκος που το ρίχνει στο χιούμορ:
    -Ρε παιδιά, ποιος από σας ήταν που με κέρασε κουλούρι; Πολύ μ' εξίταρε, να το ξανακάνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που διάγει βίο παρόμοιο με του Kώστα Καραμανλή. Ως γνωστόν, ο πρωθυπουργός μας είναι διάσημος για το πώς αυτός και η σύζυγός του ζούνε σεμνά και ταπεινά. Και ο Γιώργος Αυτιάς επιμένει ότι η σωστή έκφραση είναι «ασκητικά». Λ.χ. ενώ οι περισσότεροι υπουργοί του προκαλούν με τον χλιδαίο βίο τους εν μέσω οικονομικής κρίσης, ο πρωθυπουργός εξακολουθεί να βρίσκεται κοντά στον λαό, περνώντας το μεγαλύτερο μέρος της μέρας του βλέποντας DVD απ' το βιντεάδικο της γειτονιάς, και τρώγοντας στον Μπαϊρακτάρη και σε ταβέρνες της Ραφήνας. Ο «ασκητικός» είναι επομένως ο Έλληνας που περιορίζεται στις ταπεινές απολαύσεις της ζωής, τα σουβλάκια, τα κοκορέτσια, τα κοντοσούβλια, τις μπριζόλες κ.ο.κ.

  2. Ο φανατικός οπαδός του σεξολόγου Θάνου Ασκητή. Αυτός που παίρνει σε Ντι-Βι-Ντι τις ομιλίες του γνωστού σεξολόγου για το πώς να βελτιώσουμε την σεξουαλική μας ζωή και κάνει φιλότιμες προσπάθειες να τις εφαρμόσει μπας και δει χαρά στα σκέλια του. Χαρακτηρίζεται από μια ψυχαναγκαστική συμπεριφορά στο σεξ, να πετύχει οπωσδήποτε έναν καλό οργασμό για να μην πάνε στράφι οι συμβουλές που αποστήθισε από τον δάσκαλο- ίνδαλμά του, καθώς και από μπόλικο ακαδημαϊσμό στην προσέγγιση του σεξ. Η ασκητική γυναίκα είναι ένας τύπος Γιαλόμας επί το σεξουαλικότερον, που σε πρήζει με θεωρίες, αλλά ευτυχώς σχετιζόμενες με την μεγιστοποίηση της σεξουαλικής απόλαυσης.

  1. Γιώργος: - Πάμε απόψε για σούσι στο Κολωνάκι;
    Μένιος: - πλάκα με κάνεις; Νομίζεις ότι έχω λεφτά για σούσι με τέτοια κρίση; Όχι φίλε μου! Σεμνά και ταπεινά, απόψε! Τι σεμνά, λέω; Ασκητικά! Θα πάμε στου Μπαϊρακτάρη για σουβλάκια και κοκορέτσια...

  2. Γιώργος: - Και πώς πάει το σεξ με την Καυλάουρα;
    Μένιος: - Πώς να πάει; Είναι πολύ ασκητικό κορίτσι!
    Γ.: - Και δεν της φαινόταν...
    Μ.: - Ναι, κάθε μέρα μ' έχει με τα Ντι-Βι-Ντι του Ασκητή, Μένιο κάνε αυτό και Μένιο κάνε εκείνο, Μένιο ο Ασκητής είπε να κάνουμε αυτό. Χθες όλη τη νύχτα παιδευόμασταν να εκτελέσουμε την στάση νο 74 από το νέο βιβλίο του Ασκητή...
    Γ.: - Και σας έχει βοηθήσει ο Ασκητής στην σεξουαλική ζωή σας;
    Μ.: - Ποιος τον γαμάει αυτόνα; Εμένα μόνο για Λίλιαν μού 'κανε κούκου. Με την Λάουρα δεν... Πολύ απλά, δεν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το μειδίαμα από αστείο μύδι. Αλλιώς: μηδίαμα. Υπερθετικός: λωλόμυδο, καραλωλόμυδο, θα LMFAO μύδια κ.ο.κ.

  2. Έτσι γράφει ο Πάνος Β' το «μειδίαμα».

-Πω, φοβερό μυδίαμα έρριξα ρε Βράστα με την κενταυρίνα! Τι μυδίαμα, έLMFAγα μύδια κανονικά, μιλάμε!

Μυδίαμα σλανγκιστή (από Hank, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φραπομούνα, η νέα -μούνα, που, αν δεν την είχε ανακαλύψει ο Vrastaman, θα έπρεπε να την εφεύρουμε, συνδυάζει δύο από τις μεγαλύτερες εποποιίες του σάιτ μας: Την saga του φραπέ και την saga της -μούνας. Πρόκειται για μια ιδεώδη σλανγκική σύνθεση, μια σλανγκική Dream Team, που θα μπορούσε να συγκριθεί μόνο με μια *λολομούνα, ένα *λολοφραπέ, ή ένα frappé dentatum, τα οποία δεν μπορούν να υπάρξουν, οπότε την καθιστούν μοναδική.

Νιώθω μικρός για να περιγράψω τοιαύτη σλανγκική οντότητα. Οπότε περιμένοντας να συμπληρωθώ ή και να διαψευστώ από έτερο Σλάνγκο επιθυμώ ως νύξη μονάχα να εισαγάγω μια ρεβιζιονιστική υπόθεση εργασίας.

Αν ως φραπεδιάρα εννοούμε την επαγγελματία του φραπέ και φραπαιδοιάρα (κατά Γκατσάνδρα) την μουνάρα τοιαύτη, τότε η φραπομούνα είναι ο generic term, που περιλαμβάνει και τις ερασιτέχνιδες και ίσως κυρίως αυτές.

Κι έρχομαι στον ρεβιζιονισμό: Μια περίπτωση φραπομούνας παρουσιάζει ο Luis Bunuel (Ισπανός, άρα μεσογειακή διαστροφή) στην ταινία του «το Ημερολόγιο μιας Καμαριέρας» (Le Journal d' une Femme de Chambre) με Μισέλ Πικολί και Ζαν Μορώ (ή Μωρό;). Εκεί η φραπομούνα είναι μια θεούσα, που δεν θέλει να κάνει σεξ με τον άντρα της σε περίοδο νηστείας, και ο εξομολόγος της την συμβουλεύει να κάνει φραπέ για το καλό και των δύο. Καθότι το φραπέ (εφόσον γίνεται αλτρουιστικά) σε αντίθεση με το γαμήσι δεν είναι θανάσιμο αμάρτημα. Φραπεδιασθείς ήταν ο Μισέλ Πικολί, αναπληρωματική φραπεδιάρα το Ζαν Μωρό, κύρια φραπομούνα η Françoise Lugagne.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι γενικά εφόσον το φραπέ: α) Αφενός είναι κάτι εξαιρετικά αλτρουιστικό που δεν προσπορίζει ηδονή στην γυναίκα. β) Αφεδύο, είναι κάτι που δεν χαρακτηρίζει μια πιο τελειωμένη κοπέλα (με την καλή έννοια), όπως το στοματικό και το πρωκτικό.

Τελικά, το φραπέ χαρακτηρίζει μια κατά βάση συντηρητική γυναίκα, η οποία είναι ενσωματωμένη σε πατριαρχικές δομές, αλλά χωρίς να γίνεται σκλάβα του σεξ. Θέλει να παρέχει ηδονή στον κύρη του σπιτιού και να τον οδηγήσει στην ολοκλήρωση. Αυτό φαίνεται και σε περιπτώσεις, όπου λόγω περιόδου, προχωρημένης εγκυμοσύνης, ίσως πένθους, ή κάποιου ψυχολογικού λόγου, ή λόγου υγείας, η φραπομούνα δεν μπορεί να κάνει κολπικό σεξ, αλλά δεν είναι και έτοιμη να πει στον παρτενέρ της μεγαλόψυχα κι αν έχω και περίοδο, έχω και άλλη δίοδο ή να γίνει τίγραινα για χάρη του έρωτά τους. Είναι όμως πρόθυμη να παράσχει απλόχερα το καφέ της Χαράς.

Οπότε την φραπομούνα την αντιλαμβάνομαι βασικά ως μια παραδοσιακή μορφή της καλής νοικοκυράς, που είναι δούλα και κυρά, μιας ευμενούς δέσποινας που ξέρει να τηρεί τις ισορροπίες για να στηρίξει το σπιτικό της.

Βεβαίως, ίσως αδικώ το φραπέ παρουσιάζοντας το ως γινόμενο μόνο εξ ανάγκης (περίοδος, εγκυμοσύνη, λόγοι υγείας). Μπορεί να γίνεται και στα πλαίσια μερακιών στα προκαταρκτικά ή και στα άφτερ, ή από τον πρώτο γύρο στον δεύτερο και το νιοστό στα πλαίσια ορθοπεϊκής ασκήσεως. Ή όταν οι παρτενέρ ροντάρουν κι είναι σαν δυο παιδιά που ανακαλύπτουν τον κόσμο. Σε κάθε περίπτωση πάντως η φραπομούνα μου κάνει για χειρώναξ και μου θυμίζει αυτές τις δυνατές Ελληνίδες της παράδοσής μας, που ήξεραν να στηρίξουν το σπίτι τους, το νοικοκυριό, τον Ελληνισμό. (Άλλωστε, όταν οι άλλοι δεν είχαν ακόμη ανακαλύψει τον καφέ, εμείς είχαμε αναγάγει σε τέχνη το ανασεισιφαλλίζειν).

Τα πράγματα αλλάζουν με τις επαγγελματίες φραπομούνες. Αφενός είναι οι φραπεδιάρες των ευαγών ιδρυμάτων. Που κι αυτές στο κάτω κάτω είναι συγκριτικά αξιοπρεπείς παρουσίες. Όπως και οι φραπομούνες διαφόρων στυλ peep show (όχι απαραίτητα πιπ σόου), ιδίως στο εξωτερικό, που κι αυτές μπορεί να είναι πτωχές πλην τίμιες βιοπαλαίστριες, όπως έδειξε πρόσφατη αγγλική ταινία. Αφεδύο, πρωταγωνίστριες τσόντας που ρίχνουν τον φραπέ είτε για λόγους ορθοπεϊκής, είτε στην τελική διασπερμάτευση, κατά το διαφημιστικό σλόγκαν μην τα πιείτε, λουστείτε.

Ενδιάμεση κατηγορία μπορεί να αποτελέσουν οι παιγνιώδεις φραπομούνες, που το εξασκούν σε λάθος ώρες, λ.χ. κατά την οδήγηση, αντί ξυπνητηριού, για να σου αποσπάσουν την προσοχή από την δουλειά ή από την λημματογράφηση στο slang.gr κ.τ.λ. Σε φραπομούνες αποδίδονται πολλά από τα αυτοκινητιστικά ατυχήματα εν Ελλάδι.

Συνώνυμο: αυνανισμός à deux (κατά το ναρκισσισμός à deux).
Υπερθετικό: φραπομούνα με ρόζους.
Αντίστοιχο του vagina dentata: φραπομούνα με νύχια, vagina unguita.

- Τά 'μαθες; Θα κυκλοφορήσει το σίκουελ του Teeth! Λέγεται Nails κι έχει πρωταγωνίστρια μια φραπομούνα που ευνουχίζει τους εραστές της με τα νύχια της!
- Ετς! Γουστάρω! Θα φχαρστθούμε ταινία τρόμου! Μόνο μπλακ δικέ μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αγαπημένος και χαϊδεμένος γιος, ο μεγαλωμένος με φροντίδα και περιποιήσεις.

Ετυμολογία: Από το αρχαίο «καναχή», που σημαίνει «ήχος μετάλλων και μουσικών οργάνων», που προέρχεται από ινδοευρωπαϊκή ρίζα *kan, σημαίνουσα «ηχώ, τραγουδώ», όθεν το λατινικό «cano», «canticum» (τραγουδώ, τραγούδι), το γαλλικό «chanter» (τραγουδώ), το αγγλικό «hen» (κότα που κακαρίζει), το γερμανικό «Hahn» (καμία σχέση με τον Khan whatsoever). Οπότε ο «κανακάρης» είναι ετυμολογικώς ο μεγαλωμένος με τραγούδια, αν και άμεσα προέρχεται από το ομόρριζο «κανάκι», που σημαίνει «χάδι, καλόπιασμα».

Ο κανακάρης είναι χαρακτηριστικός τύπος Έλλεεινα, που μένει στο σπίτι των γονιών ως τα τριάντα, μόνο για να αλλάξει μετά το χρυσό κλουβί των γονιών του με το οδοντωτό κλουβί κάποιας Ελλεεινίδας. Αν η γυναίκα του δεν πετυχαίνει το παστίτσιο, θα περνάει κι απ' το πατρικό του για να φάει ένα φαΐ της προκοπής.

Έναν κανακάρη τον είχαν και του έκαναν όλα τα χατίρια. Αλλά από όταν τους τον τύλιξε η Λίλιαν, δεν μπορούν να συνέλθουν απ' το σοκ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχαιότατη φράση που έχει χρησιμοποιηθεί από πολλούς φιλοσόφους. Προέρχεται από τον μύθο «Ανήρ Κομπαστής» του Αισώπου, κατά τον οποίο ένας αθλητής που βρισκόταν στην Αθήνα καυχιόταν συνέχεια ότι σε αγώνες στην Ρόδο είχε πραγματοποιήσει ένα τεράστιο άλμα. Καθώς δεν τον πίστευε κανείς, αυτός έλεγε στους Αθηναίους να πάνε στη Ρόδο και να ρωτήσουν τους θεατές των αγώνων. Τότε ένας Αθηναίος πήγε στο σκάμμα και με το χέρι έγραψε πάνω στην άμμο τη λέξη «Ρόδος». Μετά γύρισε προς τον καυχησιάρη αθλητή και του είπε: «Αυτού γαρ και Ρόδος και πήδημα», το οποίο έχει μείνει ως «ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα». Το προφανές νόημα είναι ότι ο καθένας έχει οποτεδήποτε την δυνατότητα να αποδείξει τις δυνατότητές του και δεν χρειάζεται η επίκληση μυθικών προγόνων, κατορθωμάτων κτλ.

Το ρητό είχε μεγάλη πέραση στην λατινική γραμματεία, όπου μεταφράστηκε ως «hic Rhodus, hic saltus» και χρησιμοποιήθηκε μεταξύ άλλων απ' τον Κικέρωνα. Το ξαναέκαναν επίκαιρο ο Χέγκελ και ο Καρλ Μαρξ σε συμφραζόμενα για τον Λόγο και την Επανάσταση αντιστοίχως. Πλην ο Χέγκελ, που δεν φαίνεται να είχε καταλάβει την αρχική ιστορία, το μετέφρασε ως «ιδού το ρόδο, πήδα το», κι ο Μαρξ ακολουθώντας τον από μνήμης, το μετέφρασε «ιδού το τριαντάφυλλο, χόρεψε γύρω του». Αμφότεροι έγιναν ρόμπες, καθώς αποδείχτηκε η έλλειψη κλασικής παιδείας τους, αλλά το ρητό των προγόνων μας βοήθησε να γίνουν κάμποσα πηδήματα στην Ρωσία αφενός, στην Γερμανία των ναζιάρηδων οπαδών του Εγέλου αφεδύο, και απανταχού της γης αφετηρία.

«Πού είναι η σλανγκ; Οέο;» θα ρωτήσει ο συνήθης σλανγκαρχίδης, ενοχλημένος για την μακρά ιστορική ανασκολόπηση. Η σλανγκική τροπή έγκειται στο γεγονός ότι από όταν η λέξη πήδημα ταυτίστηκε στη νέα ελληνική με την γαμική συνάφεια, η φράση πλέον χρησιμοποιείται για τους γκραν γαμάω, που περιαυτολογούν για τις επιδόσεις τους στο σεξ. Μας λένε, δηλαδή, τι γαμήσια έχουν κάνει στην Ρόδο με τους σύγχρονους Κωλοσσούς της Ρόδου ή σε άλλα νησιά με θεϊκές τουρίστριες Σουηδανές ή του ξανθού γένους, ενώ στην Αθήνα είναι μπακούρηδες. Οπότε ο σπάστης φίλος λέει το ρητό εννοώντας «μην μας μιλάς για καλοκαίρια, για ακρογιαλιές και αστέρια», εδώ στην Αθήνα, «στο διά ταύτα», τι κάνεις.

Επιπλέον η έκφραση έχει γνωρίσει πλείστες παραλλαγές, είτε σημαίνουσα το πήδημα με την στενή έννοια, είτε την οποιαδήποτε πρόκληση. Σταχυολογώ τις εξής τρεις μεταξύ μύριων όσων:

- Ιδού η Μήλος, ιδού και το πήδημα!: ταινία του Νίκου Περάκη στα 80ς. Το πήδημα εννοείται με την στενή έννοια. Υπόθεση: Η κόρη ενός Γερμανού αρχαιολόγου φτάνει στη Μήλο αναζητώντας ένα πολύτιμο άγαλμα της Αφροδίτης. Τις έρευνές της παρακολουθούν ένας Γάλλος τυχοδιώκτης και οι πράκτορες μιας πολυεθνικής, μέχρι που ο καφετζής του χωριού παίρνει τα πράγματα στα χέρια του! Ιδού το βιντεοκλάμπ της γειτονιάς σας, ιδού και το πήδημα!

- Ιδού η Τήλος, ιδού και το πήδημα, κατά το λήμμα που φιλοτέχνησε το Ντέρτι, ορμώμενο θαρρώ από τον Περάκη. Είναι η γκέι εκδοχή, ύστερα από την ηρωική πρωτοβουλία του δημάρχου Τήλου, δεν υπάρχει πια δικαιολογία για έναν γκέι να μην εκφράζεται, να μην βγαίνει από τη ντουλάπα, να μην παρελαύνει, να μην πανηγυρίζει, ιδού η Τήλος, ιδού και το πήδημα.

- Ιδού η Χάγη, ιδού και το πήδημα: έκφραση που συνηθίζουμε να λέμε στους Τούρκους σχετικά με την επίλυση των διαφορών μας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Προς το παρόν δεν έχουμε φτάσει στην Χάγη, αλλά έχουμε φτάσει στο πήδημα...

- Άσε που λες, ήμουν στο Φαληράκι, ξέρεις στη Ρόδο, και μπανίζω μια Αγγλιδούλα τουρίστρια, και μου λέει πως θέλει να μάθει ελληνικά κι έτσι, και με ρωτάει «πώς το λέτε στα ελληνικά το deep throat» και τέτοια...
- Και της απάντησες;
- Όχι δεν ήξερα... Αφού δεν έχει βγει ακόμη φετφάς από το slang.gr. Σε αναζήτηση είμαστε ύστερα από την υπερώτηση που κατέθεσε η Pirate Jenny στο σλανγκικό κοινοβούλιο.
- Κι εγώ γιατί έχω ξελαρυγγιαστεί να σου λέω για την λαρυγγοσκόπηση; -Τέσπα, δεν ήξερα να της απαντήσω, αλλά της το έδειξα στην πράξη! Και μετά κάναμε κάτι τρελά γούστα, ξέρεις CIM, CIF, OWO, DFK, PSE, GTP, GTPK, TSEA, τι να σου λέω!
- Και τώρα γιατί είσαι μπακούρης μου λες; Μην μου λες ιστορίες για αγρίους για την Ρόδο και την Κάρπαθο! Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα! Είσαι και σλανγκιπενής τρομάρα σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηθοποιός ζεν-πρεμιέ (συνήθως) του Χόλιγουντ, που αποδομεί ευκαιριακά την αρρενωπή του περσόνα, υποδυόμενος τον γκέι, προκειμένου να αδράξει τις τιμές της σινε-κοινότητας για το ανδραγάθημα, και στην τελική να αποσπάσει Όσκαρ. Συχνά, φροντίζει αμέσως μετά να παίξει έναν πολύ μάτσο ήρωα, για να μην του βγει το όνομα. Λ.χ. ο αείμνηστος Heath Ledger έπαιξε τον Καζανόβα στο καπάκι του Brokeback Mountain, κι ο Philip Saymour Hoffman έπαιξε τον μάτσο κακό του Mission Impossible στο καπάκι του Capote. Το να παίζεις βέβαια τον πούστη κι αμέσως μετά τον μάτσο δεν είναι απαραιτήτως πουστιά, είναι και υποκριτική πρόκληση.

Διάσημοι οσκαρόπουστες (με την ευρεία έννοια):

  1. Sean Penn, Harvey Milk.
  2. Philip Saymour Hoffman, Capote.
  3. Heath Ledger, Brokeback Mountain.
  4. Jake Gyllenhaal, Brokeback Mountain.
  5. Brad Pitt, Burn After Reading.
  6. Javier Bardem, Before Night Falls,
  7. Tom Hanks, Streets of Philadelphia.
  8. Marcello Mastroianni, Una Giornata Particolare.
    Και άλλοι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνεκδοχικά, και ο άντρας που κάνει τον δύσκολο, τον κομψευόμενο, τον hard to get. Λέμε: «μην το παίζεις γκόμενα».

Ετυμολογίες και παρετυμολογίες:

  1. Θα υποστήριζα ευχαρίστως την εκδοχή που έχει το Λεξικό Μπαμπινιώτη, ήτοι ότι προέρχεται από το ιταλικό gommeno, από το γαλλικό gommeux, από το gomme (=γόμμα), από μια λατινική λέξη, που με τη σειρά της προέρχεται από το ελληνικό κόμμι (every word has a greek root!), το οποίο όμως προέρχεται από το αιγυπτιακό kmjt. Το κόμμι είναι μια κολλώδης αρωματική ουσία, όπου η γκόμενα είναι η αρωματισμένη, αυτή που προσέχει τις λεπτομέρειες της εμφάνισής της, η ηδυπαθής. (Σημειωτέον ότι είναι αντιδάνειο από τους Ιταλιάνους, που το πήραν πιο πριν από μας). Μου φαίνεται πιο πιθανό να είναι αυτό η ετυμολογία, και οι άλλες πολύ ελκυστικές και γοητευτικές ερμηνείες ή παρετυμολογίες. Πάντως,

  2. Κατά το Πονηρόσκυλο, που συνήθως τις οσφραίνεται σωστά τις ετυμολογίες, η ετυμολογία είναι από το βενετσιάνικο gomena = σκοινί της άγκυρας, παλαμάρι. Είναι η ίδια λέξη που στα Ελληνικά εξελίχθηκε και σε γούμενα = καραβόσκοινο. Η σχέση με τις γυναίκες είναι ακριβώς ότι σε δένουν γερά και δεν μπορείς να κάνεις βήμα.

  3. Η ironick δίνει μια επιπλέον καραμελοδραματική διάσταση, παρατηρώντας ότι ο Ανδριώτης λέει ότι gomena ήταν στα ιταλικά η θηλιά που έδενε ο απεγνωσμένος εραστής για να κρεμαστεί.

  4. Η ναυτική προέλευση φαίνεται και στην ετυμολόγηση του liako50: Η λέξη «γκόμενα» προήλθε από την παραφθορά της αγγλικής φράσης «go with men» (η γυναίκα που πάει με πολλούς άντρες, η ανήθικη, η πόρνη). Η λέξη είναι, λένε, εφεύρημα των ελλήνων ναυτικών (πληρωμάτων εμπορικών πλοίων) που παλιότερα δεν γνώριζαν καλά την αγγλική γλώσσα και παραποιούσαν πολλές αγγλικές λέξεις και φράσεις. Από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα παρετυμολογίας methinks.

  5. Από κάποιον είχα ακούσει ότι βγαίνει και από το «ηγουμένη»(!), όχι βέβαια μοναστηριού, αλλά καραβιού, δηλαδή από την γοργόνα που είναι στην πλώρη και ηγείται του καραβιού.

Διαλέχτε και πάρτε!

Έλα ρε Μήτσο, που δεν θες να έρθεις μαζί μας σεξουαλικές διακοπές στην Μουνλανδία! Μην παίζεις την γκόμενα! Θέλει η πουτάνα να κρυφτεί και η χαρά δεν την αφήνει, σε έχουμε μάθει τώρα!

Οστρογότθα Ρεγκίνα (από Hank, 10/06/09)Mata Hari (από baznr, 11/06/09)

Σύγκρινε με κυρία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified