Ιδιαιτέρως μειωτικός-απαξιωτικός χαρακτηρισμός που προφέρεται με υφάκι και τόνο ειρωνικό, χρησιμοποιείται δε προκειμένου να επειτείνει το χαρακτηρισμό μιας γυναίκας ως τιποτένιας. Αν και δεν υπάρχει διάκριση ηλικίας, συνήθως δεν χρησιμοποιείται όταν απευθυνόμαστε σε κοπέλα μικρής ηλικίας (αυτή θα είναι συνήθως ψωλίδι ή ψωλίτσα).

- Ρε μαλάκα, αφού ο Βάζελος είναι ομάδα της χούντας...
- Και πού το ξέρεις εσύ ρε μαλάκα;
- Είδα χθες στην τηλεόραση τη γυναίκα του Παπαδόπουλου που το έλεγε!
- Ποιά μωρέ, αυτή η ψώλα... γάμησέ την αυτήν...

(από Galadriel, 27/11/12)

Βλ. και σχετικά λήμματα ψωλέτα, ψωλού, η, ψωλίστ, ξεψώλι, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το ιταλικό sampogna και στη συνέχεια zampogna, ένα πνευστό μουσικό όργανο, το οποίο διαδίδεται και προς τη δύση (π.χ. γαλλ. zampogne) και προς την ανατολή, όπου το δανειζόμαστε ως τσαμπούνα ήδη από τον Μεσαίωνα.

Από εκεί και το ρήμα τσαμπουνίζω και το σημερινό τσαμπουνάω, που σημαίνει μιλώ πολύ και φλύαρα και που προφανώς γεννήθηκε από την αναλογία ανάμεσα στην επίμονη φλυαρία και στον μονότονο ήχο της τσαμπούνας.

Κατόπιν της ανωτέρω άσκοπης επίδειξης ετυμολογικών γνώσεων, τσαμπουνάω στην καθομιλουμένη σημαίνει «ξεφουρνίζω».

- Έλα! Delicious!Ο Barriccelo είμαι ρε!
- Έλα ρε φίλος! Πού είσαι, έρχεσαι; Εγώ έχω φτάσει 20 λεπτά τώρα, είμαι χωρίς ομπρέλα κι έχω γίνει λούτσος!
- Ρε φίλος... κάτι προέκυψε και δε θα μπορέσω να 'ρθω...
- Τι έγινε ρε φίλος;
- Να μωρέ... η μάνα μου έφυγε για δουλειά και άφησε τη χύτρα στη φωτιά και μού' πε να την κλείσω σε 2,5 ώρες και...
- Τι αρχιδιές μου τσαμπουνάς ρε φίλος! Τι μαγειρεύετε και θα κάνει τόση ώρα για να βράσει, κανά τσουμπακάμπρα;
- Πού το θυμήθηκες αυτό ρε φίλος! θυμάσαι σε κείνο το Χ- Files που ο Μόλντερ...
- Άστο ρε μάγκα! Το γάμησες και ψόφησε να πούμε! Μην ασελγείς πάνω του! Τα μελέ...

Βλ. και τσαμπου(ρ)νάω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαϊκή-μαγκικορεμπέτικη λέξη που σημαίνει λεβέντης (λέγεται με διάθεση αστειότητας).

- Μάνα, ζέστανε κάνα φασολάκι απ' το μεσημέρι να φάμε...
- Ό,τι θέλει ο πουτσαράς μου!
- Ρε μάνα, δεν ψήνεις και κανά κοψίδι να κατέβει καλύτερα η πράσινάδα...
- Ό,τι θέλει ο πουτσαράς μου!
- Δεν πιάνεις και λίγη φέτα απ' τον τενεκέ να την κάνεις σαγανάκι...
- Ό,τι θέλει ο καραμπουζουκλής μου!
- Κοίτα μάνα, αν είναι να με βρίζεις άσ' το, θα πα να φάω στα Goody's...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι πολλά λόγια. Πέντε κουβέντες και σταράτες.

(Όπως και ο εν λόγω ορισμός.)

- Πανουουούληηη! Εσύ μου έφαγες το kinder bueno απ' το ντουλάπι;
- Ρε συ Νώντα, είχε δύο εκεί μέσα και ρώτησα την Θάνια αν είχε φάει το δικό της και μου είπε πως όχι αλλά αν ήθελα μπορούσα να φάω το δικό της γιατί δεν το ήθελε και μετα την ρώτησα για το άλλο και μου είπε ότι...
- Λίγα λόγια κι αντρίκια: εσύ το έφαγες, ναι ή όχι;
- Όταν ρώτησα τίνος είναι, η Θάνια μου είπε ότι η μαμά είχε πάρει τέσσερα, αλλά το ένα ήταν ανοιγμένο και το πέταξε, το άλλο...
- Πουστάρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ρωμαλέοι(!) και τριχωτοί όρχεις.

Συνων.: αρχιδάρες, καμπανέλια
Αντων.: αρχιδάκια, αρχιδούλια, αρχιδουλίνια

- Πάλι σκατά έγραψα στ' αρχαία! Αντί για περισπωμένες έβαζα ουμλάουτ! Πάλι τ' αρχίδια μου θα του δώσει ο Παπαπέτρου ο καργιόλης στο εξάμηνο!
- Τι σκας ωρέ! Γράψ' τον στους τσοχανταραίους σου τον μαλάκα!
- Τι σημαίνει τσοχανταραίοι ρε;
- Εγώ θα σου πω; Μπες στο slang.gr να δεις μόνος σου...

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ανδρικοί όρχεις (γιατί, υπάρχουν και γυναικείοι;) και ιδίως αυτοί που έχουν ένα σεβαστό μέγεθος που κάνει το σακκούλι να κρέμεται και να ταλαντώνεται όπως οι καμπάνες (όχι τα παντελόνια, της εκκλησίας). Η λέξη είναι κολακευτική για τον κάτοχό τους και συνήθως χρησιμοποιείται από τον ίδιο όταν αναφέρεται στα του εαυτού του.

- Πω ρε φίλε τι έπαθα προχθές!
- Τι ρε; Μίλα που να πάρει ο διάολος! Μίλα επιτέλους!
- Σκάσε ρε να σου πω! Ήμουν σ'ένα ασανσέρ και μπήκα μαζί μ' ένα μανάρι απ' τα λίγα που με έκοβε από πάνω ως κάτω.
- Και;
- Κι εκεί που ήμουν έτοιμος να κάνω κίνηση, με πιάνει μια φαγούρα στα καμπανέλια... άλλο πράμα!
- Και;
- Ε, τι να κάνω, το πάλεψα αλλά δεν άντεξα: τα έξυσα μπροστά της και επί τη ευκαιρία άλλαξα και θέση στον «Μήτσο» μου!

Γιώργος Καμπανέλης (από GATZMAN, 22/06/10)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά κόσμον «Πατ Μορίτα».

Ο Ιάπωνας «sensei» που μετέτρεψε τον φλωρούμπα Ντάνιελ Λαρούσο στον - killing machine - Ντάνιελσαν.

Αφού προηγουμένως τον έβαλε να πλύνει μια μάντρα με αμάξια, να τα κερώσει, να τα γυαλίσει, να βάψει τον φράχτη του σπιτιού του, να του ξύσει το πάτωμα, να του βάψει το σπίτι, (στο director’s cut θα τον δείτε ακόμα και να μαδάει τις ελιές στα λιοστάσια του Μιγιάγκι), αποφάσισε ότι αυτό δεν ήταν παρά μια ταχύρυθμη μέθοδος εκμάθησης καράτε (αν ήταν έτσι θα βλέπαμε μπογιατζή και θα κλάναμε πουλόβερ), έπεισε και τον τζιτζιφιόγκο του ότι έγινε Τζετ Λι, τον έχωσε να διαγωνιστεί σ’ ένα τουρνουά καράτε ακούγοντας να βεβηλώνουν τ' όνομά του (ο εκφωνητής -που να τον πάρει ο διάολος!- τον αποκαλούσε «Μιγιάτζη»), εκεί είδε στον ημιτελικό να «τσακίζουν» το πόδι του κανακάρη του (πόδι, το οποίο έφτιαξε αφού προηγουμένως έτριψε τα χέρια του από ικανοποίηση γιατί το σακάτεμα του Ντάνιελσαν έδινε 3,75 στο παράνομο στοίχημα και ο ίδιος είχε ποντάρει ένα κάρο μπονζάι), στον δε τελικό τον είδε να δίνει τα ρέστα του και με χτύπημα βγαλμένο απ' το takken να κερδίζει έπαθλο και Ελίζαμπεθ Σου ταυτόχρονα.

Ο ανωτέρω άθλος του σχιστομάτη παππούλη, που όλοι θα θέλαμε να ήταν παππούς μας (αν και - άσχετο - προτιμώ Αλέξη Κωστάλα να είχα για παππού μου), να μεταμορφώσει σε καρατέκα ένα τσογλανάκι που ακόμα θα τις έτρωγε, με το πέρασμα των χρόνων έγινε μύθος και με το πρόσωπό του ταυτίζει κανείς κάποιον τον οποίον θεωρεί ότι τον έχει βοηθήσει ενώ βάδιζε στα χαμένα.

Μέγας Αλέξανδρος, Κομφούκιος, Ισαάκ Νεύτων, Λουκάς Βύντρα, Μίστερ Μιγιάγκι. Τίποτ' άλλο.

Συνων.: μέντορας, γκουρού (η τυρόπιτα είναι «κουρού»), sensei, master (για πιο υποτακτικούς), διδακτορικό (ως πτυχίο ανώτερο του master).

- Ρε συ Φιλώτα, ό,τι και να πω είναι λίγο... Μου έμαθες τη δουλειά όταν δεν ήξερα πού μου παν' τα τέσσερα, με σύστησες σε πελατεία, με έμαθες πώς να φοροδιαφεύγω και πώς να «σβήνω» τις μπριζόλες με κρασί και όχι με λεμόνι όπως έως τότε (για τον Θεό!) έκανα... Είσαι για μένα ο Μίστερ Μιγιάγκι μου!
- Καλά, καλά... Να σου πω, δεν περνάς αύριο από το σπίτι μου να περάσεις το δεύτερο χέρι στους τοίχους;
- Yes sensei...

Μίστερ Μιγιάγκι, κατά κόσμον Pat Morita (από poniroskylo, 27/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έμπνευση προήλθε από το λήμμα παστάκι που βρήκα στο slang.gr, εκ των κορυφαίων κατ’ εμέ του site, άκοπα.

Προέρχεται από τα σοκολατάκια μάρκας «νουαζέτα» και χρησιμοποιείται προκειμένου να χαρακτηρίσει κοριτσάκια ηλικίας 12-13 ετών, συνήθως για να τα διαχωρίσει κανείς από τα λίγο μεγαλύτερά τους «παστάκια» (τα οποία παστάκια μπορείς να παστελιάσεις δίχως να αισθάνεσαι παιδεραστής).

Αντώνυμα: μουνόγρια, ξεκωλόγρια, τζιλφ (gilf =grannies I like to fuck), τζιλφού.

  1. - Ω ρε φίλε... είχα βγει χθες βράδυ για ποτάκι στου «Λαμόγια» και ήταν τίγκα στο παστάκι!
    - Σώπα ρε!
    - Άσε, είχε σκάσει εκδρομή πρώτη γυμνασίου απ’ τας Σέρρας...
    - Ε τι παστάκια μου λες ρε μαλάκα μετά! Νουαζέτες ήταν!
    - Ρε δε πα’ να ‘ταν και τζοκόντες....

  2. (παππούς κρατώντας ένα βαζάκι με σοκολατάκια απευθύνεται προς τον εγγονό του)
    (παππούς): - Γιαννάκη, να κεράσω μια νουαζέτα;
    (εγγονός): - Και δεν την «κερνάς» ρε παππού! Κοίτα μόνο να μην το μάθουν οι γονείς της!

Βλ. και μαριδάκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση-κλισέ που κάθε άνθρωπος που έχει πατήσει σε σουβλατζίδικο έχει πει τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του! (για σκεφτείτε το λίγο...)
Ειπώνεται συνήθως ως εξής:
1) Περιμένεις όρθιος στην ουρά να έρθει η σειρά σου να παραγγείλεις.
2) Η σειρά σου έρχεται και δεν έχεις αποφασίσει αν θα πάρεις σουβλάκι (καλαμάκι) ή πιτόγυρο.
3) Όταν έρχεται η σειρά σου αποφασίζεις να χτυπήσεις πιτόγυρο αλλά διατηρείς κάποιους ενδοιασμούς ακόμα.
4) Υπ' αυτό το καθεστώς δίνεις την παραγγελία περιγράφοντας τι υλικά θες να περιέχει το έδεσμα, με γραμματική και συντακτικό να έχουν πάει στο διάολο (είναι και η πείνα που θολώνει τον νου...)

Σημείωση: Συνήθως χρησιμοποιείται μαζί με τη φράση «απ' όλα», που βάζει και την ταφόπλακα αφαιρώντας κάθε λογική.

- Ναι καλησπέρα!
- Καλησπέρα.
- Ναι, εεε... θα ήθελα μια ... (παύση).. .διπλή πίτα γύρο χοιρινό απ' όλα, με χωρίς ντομάτα και κρεμμύδι! (αρχίζει την παρασκευή)
- Κέτσαπ- μουστάρδα να βάλω;
- Εεεε...όχι! (την στιγμή που πάει να βάλει κοκκινοπίπερο)
- Όχι! Δεν θέλω κοκκινοπίπερο! (το αφήνει και αρχίζει το τύλιγμα)
- Να στο τυλίξω ή θα το πάρεις πακέτο; (τι εννοεί άραγε ο ποιητής;;;)
- Όχι αφήστε, θα το πάρω μαζί! (τι εννοεί και αυτός ο ποιητής;;;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά για γυναίκα την οποία θεωρούμε ότι είναι για τον πέουλο...

συνων. μαλακισμένη (απλά πράματα...)

(στίχος τραγουδιού)

[...]Είσαι μια πουτσοκαρούμπα εσύ, δεν θέλω να σε κρίνωωωω... Τ΄αρχίδια μου τα έσπασες μεγάλη συμφορααααααααά.... Τα νεύρα μου δεν τα συγκράτησα και όπως σηκωνόσουουν... «Κριτίμπομπο!» μια τόφα, σου γάμησα τα πρέκιαααα...

(σ.σ. η μελωδία όπως στο κουπλέ του λαϊκού άσματος «Μια καρδιά στα χέρια μου μου φέρανε, καντην ό,τι θες είναι για σένανε»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified