Το κτήνος (φουσκωτός ή απλά χοντρός) που κλασικά έχει τεράστιες παλάμες, χοντρά χέρια και δάχτυλα. Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και απευθείας για το χέρι του (το βυζόχερο).

Πού πας ρε Καραμήτρο, άμα φας φούσκο από αυτό το βυζόχερο ο μισός θα πάει χαμένος...

(από Hank, 04/02/09)(από patsis, 02/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικός όρος που αναφέρεται σε πρόχειρη δουλειά. Συνήθως συνδέεται με απόπειρα εξαπάτησης ή με δουλειά που κανονικά έπρεπε να γίνει με λεπτομέρεια και προσοχή αλλά λόγω βαρεμάρας έγινε στα γρήγορα.

Το πήγα στο συνεργείο και μου 'καναν γομαροδουλειά.

Από το γομάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραπέμπει στο ιταλικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, ωστόσο αναφέρεται σε μια παρέα από γκόμενες που είναι μπάζα, οι λεγόμενες κάμπιες.

- Πήγαμε για καφέ και η Μαρία κουβάλησε και το καμπιονάτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλή φάση, τζάμι, κομπλέ.

- Πώς περάσατε χθες;
- Ζάχαρη.......

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιμπούκι (πίπα). Ακούγεται κυρίως στη Β. Ελλάδα μεταφορικά, ειδικά σε ποδοσφαιρικές συζητήσεις. Χρησιμοποιείται πάντα με το ρήμα «κάνω».

  1. - Έτσι, να πάτε πάλι Champions League και καλά κλαρίνα.

  2. - Ο Ηρακλής τι έκανε σήμερα;
    - Κλαρίνο.

(από Jim Blondos, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοντή γκόμενα που έχει καύλα σώμα. Από το «καύλα» και το «ραπανάκι».

- Εκείνη η γκόμενα στο μπαρ δεν παίζεται...
- Ποια λες, την ψηλή ή το καυλοράπανο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χανιώτισσα ψώλα. Ο όρος ουσιαστικά αναφέρεται σε όλες τις γκόμενες που κατάγονται και ζουν στα Χανιά Κρήτης.

- Άντε μωρή χανιώλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κάγκουρας, αλλά πιο κάγκουρας. Κάνει την εμφάνιση του τη νύχτα, κυρίως κατά την καλοκαιρινή περίοδο. Το κλασικό χαρακτηριστικό του γκιολέ είναι ότι συνοδεύεται από άλλους γκιολέδες, γεγονός που οδηγεί στην εκθετική αύξηση του αριθμού τους όπου και να βρίσκονται.

- Άσε φίλε, το μαγαζί ήταν τίγκα στους γκιολέδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακόμα ένα συνώνυμο της λούγκρας.

(βλέπεις τον κολλητό σου απέναντι)

- Μωρή Λουκίααααααα!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε πρόσωπα μετά από παρατεταμένη σαπίλα. Μπορεί ακόμα να σχετίζεται με χρήση ουσιών ή και γενικότερα να προδίδει μια κατάσταση οχετού και παρακμής.

-Τι σαπίδια που είστε ρε μαλάκες....

Got a better definition? Add it!

Published