Παλιός χαρακτηρισμός για τον Εθνικό Κήπο της Αθήνας.

Μέχρι πριν μερικά χρόνια είχε πολλές πάπιες στην κεντρική λιμνούλα του, και εκεί μαζεύονταν οι μαμάδες με τα παιδάκια, για να δούνε και να ταΐσουνε τις πάπιες με τσουρέκια και κουλούρια που αγοράζαν από τον κυριούλη που τα πούλαγε καρφωμένος στο ίδιο σημείο επί δεκαετίες. Ήταν πάντα η χαρακτηριστικότερη ατραξιόν του κήπου και η πιο αθώα, συγκρινόμενη με το άθλιο μικρο-zoo και κυρίως με τα τρισκακόμοιρα λιοντάρια που ζούσαν εγκλωβισμένα σε έναν απειροελάχιστο χώρο -έως που πέθαναν ρημαγμένα και τρελά, κάπου μέσα στα ενενήνταζ...

Ως εκ τούτου, έμεινε να λέμε «πάμε στις πάπιες» αντί «πάμε στον Κήπο».

Ακόμα παλιότερα, τότε που ακόμα δεν υπήρχαν παιδότοποι, παιδικές χαρές, «φουσκωτά» και λοιπές κρυάδες -καθώς υπήρχαν πολλές αλάνες και η μαρίδα εκτονωνόταν εκεί, ο Κήπος (και το Ζάππειο παραδίπλα) ήταν από τα λίγα μέρη που διέθεταν κούνιες και άλλα τέτοια κόλπα. Τότε λέγαμε επίσης «πάμε στις κούνιες».

πάσα: Nick

Να πάμε στις πάπιες ή να καθίσουμε για κανα καφέ στην Αίγλη, τι προτιμάς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η αναποδιά, όπως φαίνεται στην έκφραση τρώω ψωλιά.

  2. Μια μαλακοκουβέντα ή μαλακοκατάσταση, κ. παπαριά, αρχιδιά, μπαρούφα κττ., εξ ου κι ο ψωλέμπορας που τις πουλάει, ή κάτι το οποίο θεωρούμε σκέτη σαχλαμάρα.

  3. Δε ρήαλ θινγκ, η κίνηση του πέοντα τη στιγμή που τα φλόκια πετάγονται α λα Πήτερ Νορθ.

  4. Κυριολεκτικά πάλι, το γαμήσι.

  1. Αλλά πάντα έτσι δεν γίνεται; Χρηματιστήριο; Ψωλιά το 1992, ψωλιά το 2.000. Δάνεια; Ψωλιά το 95, ψωλιά το 2010.
    Δεν μαθαίνει ρε ο Ελληνας, δεν μαθαίνει.

  2. ...είχε και καλό χαρακτήρα, γλυκό πρόσωπο και άκουγε και Madrugada και όλες τις ψωλιές αυτές.

  3. … και με γέμισε με τα χύσια του με μια δυνατή ψωλιά….

  4. Κάθισα αποκαμωμένη στον καναπέ ευτυχισμένη όμως από τις δυνατές ψωλιές που έφαγα…

-όλα διχτυωτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παιδί σου που δεν σε νοιάζεται ή που θέλει να σε ξεφορτωθεί, όταν γεράσεις, αντί να σε φροντίζει και να σε προστατεύει, θα κάνει τα πάντα για να σε ξεκάνει καταλάθος ή ξεπίτηδες. Αντί να σε καθίζει στη σκιά να δροσίζεσαι, θα σε παρατά στον ήλιο να τα τινάξεις μια ώρα αρχύτερα. Και άλλα παρόμοια.

Το άκουσα από Καλάβρυτα μεριά και υποτίθεται ότι το λένε κι άλλοι κειδαπανά.

- Ε, εσύ τουλάχιστον έχεις μια κόρη να σε γηροκομήσει.
- Ποια, η Κατερίνα; Καλέ αυτή θα με παίρνει από τη σκιά και θα μ' αφήνει στον ήλιο!

Got a better definition? Add it!

Published

Επιπροσθέτως του τζονμπλάκειου ορισμού, τουρίστας είναι και αυτός που προσποιείται τον άσχετο, τον από χωριό, που κάνει τον Γερμανό. Το δηλώνει δε ευθαρσώς κι έτσι βγάζει από τη δύσκολη θέση τον εαυτό του, όταν καλείται να πει τη γνώμη του για ένα φλέγον ζήτημα, ή όταν του ζητάνε τη βοήθειά του.

  1. - Εσύ που ξέρεις, για πες μου, αυτό πώς το συναρμολογούμε;
    - Α, ιδέα, εγώ είμαι τουρίστας, δεν ξέρω απ' αυτά.

  2. - Εσύ δεν μιλάς, ε; Ποια η γνώμη του για το θέμα του Αγίου Παντελεήμονα λοιπόν;
    - Τουρίστας, μη με μπλέκετε σε αυτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε σε κάποιον ο οποίος σκάει αναπάντεχα νωρίς το πρωί, ή τεσπα σε ώρα κατά την οποία ξέρουμε ότι συνήθως κοιμάται. Άρα το μόνο που μπορεί να τον ξύπνησε είναι το να έχει πέσει από το στρώμα.

Παλιό, παμπάλαιο, τ. μπήκε στο πλύσιμο ή με το αριστερό σηκώθηκες; κλπ.

7:00 πμ, χτυπάει το τηλέφωνο, είναι ο Τάκης που συνήθως ξυπνάει μετά τις 12. - Έλα, ο Τάκης είμαι...
- Ωπ, τι έγινε ρε ψηλέ, έπεσες από το στρώμα;
- Όχι, πρέπει να πάω εφορία, έρχεσαι για παρέα;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αριστερό (χέρι ή πόδι) θεωρείται γρουσούζικο ή ελαττωματικό (και βεβαίως ο αριστερόχειρας θεωρείται ελαττωματικός, αντί να σκεφτούμε ότι μπορεί και κάνει κάτι που δεν μπορούμε εμείς, άλλο θέμα αυτό...), άρα αν σηκωθούμε από το κρεβάτι με το αριστερό πόδι (ή από την αριστερή πλευρά), δικαιολογείται η γκαντεμιά στη φάτσα μας και το στυλ του πολλά βαρύ που κουβαλάμε όλη μέρα.

Κι αυτό παμπάλαιο, βλ. και έπεσες από το στρώμα; ή μπήκε στο πλύσιμο.

Τι έγινε γιατρέ μου, με το αριστερό σηκωθήκαμε σήμερα; Για λίγο κράτει με τη γκρίνια, δεν θα τη βγάλουμε τη μέρα έτσι, έχουμε και δουλειές...

Got a better definition? Add it!

Published

Είμαι άσχετος, δεν ξέρω τι κάνετε εσείς εδώ στην πόλη, ούτε και να με ρωτήσετε, εγώ δεν ξέρω απ' αυτά, και δεν θέλω να ξέρω, γιατί στο χωριό μου δεν τα έχουμε / δεν τα κάνουμε, δεν είμαστε διεφθαρμένοι.

Έκφραση που βαστά από την εποχή που η ελληνική πόλη το έπαιζε αριστοκρατία απέναντι στην επαρχία, και ο μη αστός, ο χωριάτης κυρίως, αφενός κομπλεξαριζόταν, αφετέρου όμως διέκρινε κάποιες αξίες του που δεν τις έβλεπε να διατηρούνται στην πόλη, και ως εκ τούτου αμυνόταν προτάσσοντάς τες.

Τώρα πια το λέμε για να κάνουμε ότι δεν ξέρουμε τίποτα και να τραβήξουμε την ουρά μας απ' έξω.

  1. Είμαι ασυμβίβαστος, ελεύθερος κι αλάνης,
    το νοικοκυριό μου, κεραμιδαρειό,
    τα μπερδεματάκια και τις πλάκες που μου κάνεις,
    τζάμπα μου τα κάνεις, είμαι από χωριό.

«Είμαι από χωριό»
Στίχοι: Άκης Πάνου
Μουσική: Άκης Πάνου
Πρώτη εκτέλεση: Μιχάλης Μενιδιάτης

  1. Εγώ είμαι από χωριό! Δεν είδα, δεν ξέρω! Σύ είπας! (από το νέτι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντιγράφω από το μπλογκ του sarant:

κουφουτούρτουρου (το) = χαρακτηρισμός του φλύαρου, που κωφεύει στις συμβουλές των άλλων (Θεσσαλικό ιδίωμα Αντιχασίων).

Κάποιος παρακάτω συμπληρώνει ότι δεν είναι μόνο Θεσσαλικό. Αυτό το διαπιστώνουμε και από το παρακάτω παράδειγμα, όπου τη λέξη τη χρησιμοποιεί μια Κατερινιά.

Βρε κουφοτούρτουρο του hifi που με θες και ηχεία ντεμοντέ!
(από δώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν μου ξεφεύγει τίποτα, είμαι τόσο παρατηρητικός (ή/και έχω τόσο καλή όραση) ώστε βλέπω / αντιλαμβάνομαι / πληροφορούμαι τα πάντα, ακόμα και κάτι τόσο ασήμαντο και μικρό όπως μια οξεία.

Υποθέτω ότι η έκφραση δεν υπήρχε προ μονοτονικού.

Λέγεται για πανέξυπνους ή για απίθανα κουτσομπόληδες (δηλ. πάντα ενήμερους για το τι παίζει γύρω).

  1. Πώς διάολο ο gixerpap δεν χάνει οξεία από τα τεκτενόμενα μεταξύ βούτας και μαύρης...;
    (από εδώ)

  2. - Θα το κάνω όμορφα και δεν θα πάρει χαμπάρι.
    - Κανόνισε, γιατί αλλιώς την πουτσίσαμε, δεν χάνει οξεία, να το ξέρεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοείται: στην καλύτερη περίπτωση, στην καλύτερη των περιπτώσεων.

Παραλείπεται ένεκα μαγκιάς, όπως πχ λέμε στην τελική.

- Λες να έχει κόσμο το πάρτυ;
- Μπα, στην καλύτερη θα είμαστε τριάντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified