Η μεγαλούτσικη ανοιχτοπράσινη σαύρα που συναντάμε πολύ συχνά στην ελληνική ύπαιθρο το καλοκαίρι.

Ό,τι ξέρετε, ξέρω -κι ίσως να ξέρετε περισσότερα. Δεν το βρήκα πουθενά, πλην αλλ' όμως λέγεται από τους (παλιούς) ντόπιους της Αίγινας, όπου και το άκουσα.

Ο κολιστραβάς όταν τον μουντζώνεις θυμώνει.

(δηλ. αν του βάλεις το χέρι απλωμένο σα σε μούντζα μπροστά στη μούρη του, κάτι τον φοβίζει με το σχήμα αυτό και επιτίθεται)

(από dk636, 17/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνοντας ότι δεν μυρίζω τη μπόχα. Έτσι μόνο καταφέρνω, εφόσον η στιγμή το επιτάσσει, να πραγματοποιήσω κάτι εξαιρετικά δυσβάσταχτο.

Πολύ φορέθηκε η έκφραση αυτή στις φετινές επαναληπτικές εκλογές.

- Τελικά θα ψηφίσεις ή κλασικά αποχή;
- Θα ψηφίσω γαμώ την ώρα μου μέσα...
- Τι;
- Με κλειστή τη μύτη, τον ΧΨΖ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα / γυναίκα / κορίτσι που έχει γεροδεμένα από κατασκευής ή/και χοντρά μπούτια, τα οποία βγάζουν μάτι.

Βλ. και πόνι. Αντίστοιχος αντρικός χαρακτηρισμός: τσολιάς.

  1. - Γαμώ τα παστάκια η Ελενίτσα.
    - Λίγο μπουτού για τα γούστα μου.

  2. Δεν μου πάνε τα στενά παντελόνια, είμαι λίγο μπουτού.

(από sstteffannoss, 21/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση εϊτίλα περίπου, για τον ούμπερ γαμίκο, για τον άπληστο γαμιά που την πέφτει σε ό,τι θηλυκό βρει μπροστά του, ακόμα κι αν πρόκειται για ζώο. Εννοείται μεταφορικό.

ΠαράκληΣη: μη μου αρχίσετε τα αστειάκια ή τα μήδια με γάτες ή άλλα ζώα ή ξερωγω παιδάκια, με χαλάνε...

  1. Καλά ο Μήτσος δεν αφήνει ούτε θηλύκια γάτα. Πραγματικός Ευρι-πήδης! (από το δικό μας λήμμα Ευρι-πήδης)

  2. Το αγόρι τούτο δεν αφήνει ούτε θηλυκιά γάτα να περάσει χωρίς να την τσεκάρει και με τον καιρό -όση καψούρα κι αν είχε για εσένα- θα σε αντικαταστήσει με... (κόβεται).

  3. Δεν αφήνει ούτε θηλυκιά γάτα να τον προσπεράσει στο δρόμο χωρίς να την πάει στο κρεβάτι.

  4. Δεν έχουν αφήσει ούτε θηλυκιά γάτα! Είσαι παντρεμένος άνθρωπέ μου; Κάτσε στην φωλιά σου και λούφαξε, τι μου παίρνεις τους δρόμους και το παίζεις τζόβενο...

(διχτυωτά ούλα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Κάνω τα γνωρίσματα» σημαίνει έρχομαι σε πρώτη επαφή με το σόι αυτού / αυτής που θα παντρευτώ, γνωρίζω δηλαδή την οικογένειά του / της η οποία επίσης γνωρίζει εμένα και τους δικούς μου.

Την έκφραση άκουσα από κάποιον που κατάγεται από την Ν. Αρκαδία και μου είπε ότι πρόκειται περί τοπικού ιδιωματισμού (συγκεκριμένα από το χωριό Κοσμάς). Πιθανόν όμως να λέγεται και σε άλλα μέρη της Ελλάδας.

- Τι θα κάνετε αυτό το Σαββατοκύριακο; Πάμε καμιά εκδρομούλα;
- Δεν γίνεται, έχουμε τα γνωρίσματα. Το άλλο.

Για παρόμοιες ή συνώνυμες εκφράσεις από άλλα μέρη της Ελλάδας βλ. προς το παρόν τα μπολντ στα σχόλια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ας υπάρχει μια τρύπα να γαμήσω κι ας μην είναι γυναίκα, ας είναι κούκλα, άντρας, μουλάρι, ό,τι νά 'ναι. Για να μη με φάει η χείρα με τα πέντε ορφανά.

Αντίστοιχο (για κοριτσάκια): άντρας, κι ας είναι και ξύλινος.

  1. - Καλά ρε σαβούρι, με τη Λίτσα; Την Λίτσα;;;
    - Ε και; Επειδή είναι μπάζο; Μωρ' τρύπα νά 'ναι κι ό,τι νά 'ναι...

  2. - Ο Λεωνίδας καλά;
    - Ποιος Λεωνίδας! Χωρίσαμε, πάει!
    - Γιατί;
    - Τον έπιασα με την κατσίκα.
    - Ρε τους πούστηδοι, τρύπα νά 'ναι κι ό,τι νά 'ναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να έχεις, ως γυναίκα, απαραιτήτως έναν σύντροφο. Δε νοείται ζωή γυναίκας χωρίς άντρα. Για λόγους ηθικούς, κοινωνικούς, ιδεολογικούς, ιστορικούς, προσωπικούς, παραδοσιακούς, ό,τι.

Τώρα τι θα είναι αυτός, ας είναι και ξύλινος. Αδιάφορο.

Παλιά ρήση.

Παρομοίως για τους άντρες, αλλά με πιο συγκεκριμένο νόημα: τρύπα νά 'ναι κι ό,τι νά 'ναι.

- Δεν μπορώ βρε Χρύσα μου, δεν τους αντέχω, είναι όλοι μαλάκες, άσε που ροχαλίζουν, κλάνουν, φτύνουν, θέλουν συνέχεια να γαμάνε, τρώνε τον άμπακο, το σπίτι είναι μια ζωή τριμπούρδελο, ε δεν είναι πράμα αυτό, θέλω την ησυχία μου!
- Κανόνισε μη γίνεις καμιά ξεμειναμένη. Άντρας, κι ας είναι και ξύλινος.

Τέτοιος ξύλινος μάλιστα! Γεια στα χέρια του Τζεπέτο! (από Khan, 28/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλοκαιρινό δημώδες στιχάκι το οποίο παραπέμπει στα γυναικεία στήθη (ως γνωστόν και τα δύο φρούτα παραπέμπουν, λόγω του σχήματός τους, εκεί, βλ. πεπονάτα, πεπόνι, καρπούζι, καρπούζια).

- Πάλι καρπούζι αγόρασες;!;!
- Καρπούζι και πεπόνι κι ο πούτσος μου τεντώνει...
- Καλά, τραγούδα... εσύ θα το κόψεις και θα το χωρέσεις στο ψυγείο.

Got a better definition? Add it!

Published

Ξεχαρβαλώνω, ξηλώνω. Ας πούμε ξηλώνω από τη μασχάλη (άλλη ετυμό δεν βρίσκω, ούτε γουγλάρεται η λέξη).

- Πάμε για καφέ;
- Δε μπορώ, πάω συνεργείο. Παρολίγο να μου διαρρήξουν το αυτοκίνητο, ξεμασχαλίσανε την κλειδαριά, αλλά φαίνεται κάτι τους τρόμαξε και φύγανε.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτή (αλλά και αυτός) που δεν πατά πόδι στο σπίτι, που όλο λείπει και τριγυρνά δεξιά κι αριστερά -χαμένο κορμνί με φωνάζουν κι αλήτης γιατί δεν πηγαίνω τα βράδια στο σπίτι σ' ένα πράμα.

Μια διάσημη γυρίστρω, εδώ.

Σ.ς.: Αν κάποιος από σας μπορεί, ας ανεβάσει και το σχετικό μήδι, γιατί δεν μπορώ να ανοίξω τα γιουτουμπάκια, πρόβλημα στον η/υ μου αφού.

1, Και εσύ από ότι φαίνεσαι είσαι γυρίστρω σαν και εμάς και βιάζομαι να φτιάξει ο καιρός να πηγαίνουμε πολλές πολλές βόλτες!

  1. μανααααααααααααααααα ηρθε η γυριστρω )D) βαλε της να φαει φασολια ειναι απο τα χερακια μου και τα εφτιαξα πριν 3 μερες )D)

  2. Που το ανακάλυψες εσυ, μικρή γυρίστρω; Καιρό έχω να πάω....(από τον σεπτέμβριο νομίζω) Οντως καλό μαγαζάκι, ιδίως όταν έχει καλό καιρό.

από το νέτι όλα.

Εφτασέεεε (από Khan, 23/07/12)Και αυτοπροσώπως ο Λάκης... (από Khan, 23/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published