Δεν ξέρουμε ακριβώς τι σημαίνει πουτσίζω. Ακούγεται σαν το ραπίζω και τότε παραπέμπει σε πουτσοσκάμπιλο, ας πούμε. Ακούγεται σαν το βουρτσίζω και τότε θυμίζει το ότι μπερδέψαμε την πούτσα με την βούρτσα. Και λοιπά. Πάντως είναι κάτι το τρομακτικό, προφανώς. Γιατί την πούτσισες μόνο όταν έχεις βρεθεί σε απόλυτο αδιέξοδο με οδυνηρές συνέπειες. Οι λοιπές ή συμπληρωματικές ερμηνείες ανήκουν στον μαστρο-Φρόυντ.

- Μαλάκα, την πουτσίσαμε, έρχονται οι γέροι σου!
- Γρήγορα, βγες έξω στο μπαλκόνι!
- Κι αν δεν φύγουν αμέσως πάλι;
- Ε, τότε, μεγάλε, την πούτσισες, θα κάτσεις έξω όλη νύχτα...

Δες και τη γάμησες, ψωλιάζω κάποιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η (συνήθως χοντρή και άσχημη) γκόμενα που έχει τεράστια, μα τεράστια βυζιά.

(το παράδειγμα, άλλη ώρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικός χαρακτηρισμός για τις πολύ επιδέξιες πεολ(ε)ιχούδες. Η έκφραση προήλθε από την εποχή κατά την οποία (ξανα)ήταν της μοδόςένα συγκεκριμένο γυναικείο αξεσουάρ (βλ. εικόνα), αγαπητό στις hard core γκόμενες, το οποίο παραπέμπει στην μαύρη ζώνη στο καράτε.

- Ααααχ..
- Τι έγινε ρε παιδί μου;
- Αυτή η Νταίζη...
- Ε, καλά τώρα, άμα σου έλεγα ότι το κορίτσι έχει μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν...
- Ααααχ!

(από ironick, 04/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του «Σοβαρά;», δηλαδή του: «Τι λες ρε παιδί μου...», «Για δες...», «Αν είναι δυνατόν...» και λοιπών τυπικών και ξέπνοων εκφράσεων που προδίδουν πως ο συνομιλητής μας ποσώς ενδιαφέρεται για την καταπληκτική είδηση που με τόση ζέση του ανακοινώνουμε. Αν λοιπόν τον ακούσουμε να λέει «Σωβρακά;», τότε αντιλαμβανόμαστε την ακόμα πιο έκδηλη απαξίωσή του.

- ...και έβρεχε τόσο πολύ που οι δρόμοι είχαν πλημμυρίσει και στο ταξί όπου ήμουν τα νερά είχαν μπει μέσα και ήταν τόσο πολλά ώστε κόντευα να πνιγώ γιατί τα παράθυρα είχαν πάθει εμπλοκή και δεν άνοιγαν και ο ταξιτζής τά 'χε παίξει και δεν ήξερε πού να πάει το αυτοκίνητο και δεν έβλεπε να οδηγήσει και δώσ' του ανεβαίνανε τα νερά ώσπου σταμάτησε η βροχή ξαφνικά και όλα καλά, έτσι μπορώ και είμαι εδώ να σου τα πω.
- Πω πω, τελέρε παιδί μου, σωβρακά;; - Ναι μαλάκα... Μα το Θεό...

Βλέπε και σωβρακολογείς;.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ ψηλός άνθρωπος.

- Τά 'μαθες; Ο Σάκης βρήκε γκόμενα!
- Άντε ρε, επιτέλους! Καλή;
- Ναι μωρέ, την ξέρεις, η Αννίτα.
- Ποια, αυτό το ντερέκι;
- Ναι μαλάκα, γάμησέ τα! Ανέβα να φιλήσεις κατέβα να γαμήσεις είναι η φάση! Πολύ γέλιο!

Got a better definition? Add it!

Published

Αν υπήρχε στο λεξικό αυτό η κατηγορία 'σαχλά' (με την κυριολεκτική έννοια και όχι με την έννοια του λήμματος τα σαχλά), τότε θα έμπαινε και τούτο οπωσδήποτε.

Τακουνάς και μανάβης = τα κουνάς και μ' ανάβεις

- Τι επάγγελμα κάνεις;
- Τακουνάς και μανάβης.

(μπρρρρρρρρρρρρρρ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ΩτοΡΙνοΛΑρυγγολόγος. Ο μυστηριώδης τύπος που επέλεξε να ασχοληθεί με την περίπλοκη αυτή περιοχή του ανθρώπινου σώματος. Από την κατηγορία των ιατρών που ποτέ δεν σου δίνουν να καταλάβεις τί πραγματικά έχεις. Εάν, δε, πεις την λέξη ωτορινολαρυγγολόγος πολλές φορές και γρήγορα, παθαίνεις ζημιά στο σύστημα αυτό και καταλήγεις στο Ωριλά πάραυτα.

- Έχω κάτι ζαλάδες τελευταία...
- Να πας στον ωριλά, μήπως και έχεις λαβύρινθο.
- Μπα, πήγα, και μου είπε να κάνω ανάλυση ούρων μήπως είμαι έγκυος.

γΩριλά (από Vrastaman, 09/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Η κύστη.

Η λέξη συναντάται συνήθως στη πολύ παλιά και μάλλον μπαμπαδίστικη έκφραση «κοντεύει να σπάσει η φούσκα μου», δηλ. κατουριέμαι όσο δεν πάει άλλο.

- Ελπίζω να φτάσουμε γρήγορα...
- Τι σ' έπιασε τώρα;
- Δεν αντέχω άλλο ρε μαλάκα, κοντέυει να σπάσει η φούσκα μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απαραίτητη συνθήκη για την ομαλή πορεία της σεξουαλικής πορείας μιας γυναίκας. Κάθε γυναίκα, κυρίως οι μεγαλύτερες αλλά και οι μικρές, πρέπει να έχει εξασφαλισμένο το σέρβις της, ειδικά στις εποχές των ισχνών αγελάδων. Σέρβις είναι είτε ο αρσενικός που προσφέρει τις θεραπευτικές του υπηρεσίες, ή ίδια η υπηρεσία per se. Για να διευκρινίσουμε τα πράγματα, οι άντρες αυτοί δεν πληρώνονται. Δεν έχουμε φτάσει ακόμα εκεί, όταν λέμε σέρβις. Είναι είτε φίλοι ή άγνωστοι τυχαίοι μιας χρήσεως. Ευτυχώς για τις γυναίκες, είναι πολλοί και διατίθενται με μεγάλη δική τους ευχαρίστηση, είναι αλήθεια. Είναι δε πάντα εν γνώσει του ότι έχουν αυτόν τον ρόλο. Βολεύονται κι αυτοί και γλιτώνουν έτσι τα χειρότερα. Κοινώς, μαζί με τον βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα, μιας κι έχουμε πιάσει τις παροιμίες εδώ μέσα. (βλ. παράδειγμα 1)

Σέρβις όμως λέγεται και η ανακαίνιση της εξωτερικής εμφάνισης της γυναίκας, δηλαδή κανα χημικό πήλιγκ, κανα λιφτάκι, κανα μποτοξάκι, καμιά θηκούλα στα δόντια, κλπκλπ, ή ακόμα και η απλή επίσκεψη στο κομμωτήριο για μαλλί, νύχι και τα συναφή (παράδειγμα 2). Η λέξη είναι συνώνυμη της λέξης ρεκτιφιέ.

Τέλος, καμιά φορά λέμε σέρβις και τα διάφορα ετήσια τσεκάπ, δηλ. τις αναλύσεις αίματος-ούρων, τον οδοντίατρο, τα παπ για τις γυναίκες, κλπ. (παράδειγμα 3)

  1. - Πού είχες πάει χθες, σε ψάχναμε...
    - Είχα πεταχτεί στον Τάκη για ένα σέρβις...
    - Άντε πάλι!
    - Τι, μωρή ζηλιάρα; Βρες και συ ένα σέρβις και θα μου πεις μετά, που μου περιμένεις τον γαμπρό μέρα νύχτα κι έχεις σταφιδιάσει...

  2. - Ρε συ, είδα χθες μετά από καιρό την Τούλα και λάμπει, τι παίχτηκε;
    - Ε, τι να παίχτηκε... Κανα σέρβις θά 'κανε, μη νομίζεις.
    - Τι σέρβις, τον Τάκη εννοείς;
    - Ποιον Τάκη μωρέ και συ, έτσι εύκολα λάμπεις στην ηλικία της με Τάκη; Κανα μποτόξ θα χτύπησε, τι άλλο.

  3. - Πάμε για κανα βρώμικο απόψε;
    - Μπαα, δεν θα φάω απόψε, έχω σέρβις αύριο.
    - Τι, την Τούλα;
    - Ποια Τούλα ρε μαλάκα, αίμα θα δώσω, για χοληστερίνη κλπ.

πάπανικολαου (από jesus, 29/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δυσάρεστη οσμή την οποία ουδέποτε αντιλαμβανόμαστε ως τέτοια κατά τη διάρκεια του σεξ, παρα μόνο μετά. Ευτυχώς θα μου πείτε, αλλιώς δεν κάναμε δουλειά. Η κωλίλα (την οποίαν αντιλαμβανόμαστε πρωτίστως στα χέρια μας, πχ. στο περίφημο κωλοδάχτυλο) είναι ό,τι απομένει συνήθως από την επαφή μας με τον πρωκτό του συντρόφου -έχει δεν έχει λάβει ο/η σύντροφος τα απαραίτητα μέτρα (πλύσιμο, αρωμάτισμα, κλπ).

Υπάρχουν όμως κι άλλα πράγματα που μυρίζουν κωλίλα, όπως ορισμένα τυριά. Δεν μυρίζουν τόσο τα ίδια, όσο το περίβλημά τους. Όσο περισσότερο βρωμάνε, τόσο καλύτερα και νοστιμότερα τυριά θεωρούνται - και είναι. Το θέμα είναι να ξεπεράσεις αυτή τη μπόχα, καθότι δεν είσαι φτιαγμένος για σεξ την ώρα που πας να φας το τυράκι σου.

- Πω ρε πούστη, τι βρωμάει έτσι;
- Το τυρί που αγόρασα να δοκιμάσουμε, αγάπη μου...
- Έχει μποχιάσει όλο το σπίτι κωλίλα!
- Πού να δεις τα χέρια μου τώρα που τό 'κοβα! Δεν φεύγει με τίποτα!
(και αρχίζει να τον κυνηγάει να του πιάσει τα μαλλιά. Μετά μπορεί να πέσει και κανα γαμησάκι, οπότε τελικά πάλι στα ίδια ερχόμαστε)

(από ironick, 20/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified