Εφηβική χαζομάρα της δεκαετίας '80. Λεγόταν κυρίως μεταξύ των κοριτσιών, νομίζω. Ήταν δήθεν συνθηματικό για τις περιπτώσεις όπου κάτι παιζόταν με κανα σερνικό. Πολύ περισσότερο όμως, ήταν σαχλό. Είχε και ευρύτερη εφαρμογή από το σεξουαλικόν της υπόθεσης.

Ποτέ δεν λέγεται με ολοκληρωμένες τις προτάσεις του. Αντιθέτως λέγεται σαν στιχάκι, με ανεβοκατέβασμα του τόνου της φωνής, ανάλογα με τις απαιτήσεις της φράσης.

Χρησιμοποιείται και ως μονόλογος (και τότε το λέμε γοργά, μηχανικά) και ως διάλογος.

  1. - Λες να (μου κάτσει);
    - Μπα, δε (νομίζω)...
    - Κι αν ναι;
    - Ε τότε ... (θα γίνει της πουτάνας)!

  2. - Λες να (μπω στη σχολή);
    - Μπα, δεν (το βλέπω)!
    - Κι αν ναι;
    - Ε τότε ... (θα μας γίνεις ψώνιο)!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη η οποία, απ' όσο γνωρίζω, λανσαρίστηκε από τη Μαλβίνα. Υφασματοσκόπηση είναι το οφθαλμόλουτρο, το μπανιστήρι, αλλά σε ευγενική εκδοχή, σε πολύ δήθεν πιάτσες, αφορά δε πολύ δήθεν κώλους που διαγράφονται μέσα από πολύ λεπτά υφάσματα.

- Πού ήσασταν χθες;
- Είχαμε κάτσει στο Da capo για μια υφασματοσκόπηση.

(από ironick, 31/08/08)

Λογοπαίγνιο με το φασματοσκόπηση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικά, το Κολωνάκι, το οποίο από κει που ήντουνα κουλτουρο-κοσμικό στέκι, έχει γίνει περαντζάδα κάθε πικραμένου, κάθε σκατομαφιόζου που ξέβρασε η Γλυφάδα, κάθε κακόγουστης παλιαδελφής και κάθε μπουζουκογκόμενας. Η ειρωνική ονομασία χρησιμοποιείται κυρίως απ' όσους δεν το γουστάρουν πια.

- Πού να πάμε απόψε ρε γαμώτο...
- Δεν πάμε στην Κολωνάκα; Έχουμε να πάμε κάτι αιώνες.
- Άντε, πάμε. Αλλά δεν θα αρχίσεις πάλι τη γκρίνια για τον κόσμο που χάλασε και λοιπά και λοιπά, λες και είσαι καμιά από τις γηγενείς κυρίες του...

Got a better definition? Add it!

Published

Κάτι σαν την Μαγδάλω με το στόμα το μεγάλο που το έφαγε το άλλο (τι εφιάλτης!). Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει είτε άνδρα είτε γυναίκα, ακόμα και αντικείμενο (πχ. αυτοκίνητο, μηχάνημα με φρουτάκια, κττ) και σημαίνει τον άπληστο, τον αχόρταγο, αυτόν που όλα τα τρώει, κυριολεκτικά ή μεταφορικά) και δεν λέει να σταματήσει.

  1. Μεγάλη φαγάνα ο Άλκης! Για πότε εξανεμίστηκε η περιουσία της Ντόριας και δεν πήρε κανείς χαμπάρι! Επενδύσεις, σου λέει. Της τά 'φαγε όλα στο κοκό και στις αλλοδαπές! Και τώρα, μην τον είδατε... Λούης!

  2. - Τυχερός ο Κωστάκης... κληρονόμησε το εργοστάσιο από τον πατέρα του και τώρα, ζωή και κοκότα!
    - Μπα, μην το λες, μεγάλη φαγάνα το εργοστάσιο αυτό. Τον βλέπω να το πουλάει σύντομα...
    - Α και μετά δεν θα έχει να ζήσει;;;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που λικνίζει (λιχνίζει, όπως λένε κάποιοι κρητικοί) τη μέση του, δηλαδή ο κουνιστός, ο τοιούτος, ο ομοφυλόφιλος, η αδελφή, ο πούστης, η λούγκρα και όλα τα λοιπά.

- Γαμώ τους γκόμενους ο Γιώργος, ρε πούστη μου...
- Ε όχι και «ρε»...
- Δηλαδή;;;;
- Ε, ολίγον τι λιχνομέσης μου φάνηκε...
- Λες νά;...
- Μπα, δεεε(ν)...
- Κι αν ναι;…
- Ε τόοτε!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι μιλάνε όσοι βαριούνται να πουν ολόκληρες τις λέξεις. Ή για πλάκα. Δεν ξέρω τι ονομασία μπορεί να αποκτήσει αυτή η ιδιόλεκτος, πάντως είναι πολύ διαδεδομένη.

- Σού πω, δεν πα' να φέ' το κλεί' να φύ';
- Από' δεν πά' 'θενά.
- Και τι θα κά;
- Δεν ξε.

Βλ. και κομμέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζάπινγκ, για όσους αγνοούν παντελώς την αγγλική ή ντρέπονται να την προφέρουν σωστά ή τα αυτιά τους δεν κατάφεραν ποτέ να αποτυπώσουν έστω και μηχανικά τον ήχο της.

Υπάρχουν, ειπωμένες κατ' αυτόν τον τρόπο, πολλές λέξεις: πάρκι, κάμπι (με προφορά «κάbι»), μικιμάου, σελοτέι (ή ζελοτέι), κέκ (κέικ), κά. Ας αναφέρω και το κλασικό πια τσάμπιον ζλινγκ που είναι άσχετο, αλλά μού 'ρθε.

Χθες το βράδυ παιδεύτηκα πολύ να βρω πάρκι, και όταν μετά από 50' βρήκα θέση, βγαίνω έξω από το αυτοκίνητο και τι να δω, ένα σημείωμα κολλημένο με ζελοτέι που έλεγε κάτι για έργα του ΟΤΕ και κουραφέξαλα.

(από Galadriel, 16/02/09)(από Galadriel, 19/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνονθύλευμα σιχαμερών πραγμάτων, πχ τασάκι με αποτσίγαρα, σκουπίδια πεταμένα σε παραλία, και τα λοιπά.

- Ρε μαλάκα, μάζεψε τον εμετό πριν έρθει η μάνα σου και αρχίσει πάλι την κατήχηση για το τσιγάρο...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μόνιμος θαμώνας σε κάποιο στέκι, αυτός που δεν πάει σπίτι του παρά μόνο για να κοιμηθεί ή για να φάει τα γεμιστά της μανούλας του.

Επίσης ο επαγγελματίας στρατιωτικός, ο μόνιμος αξιωματικός.

  1. - Ρε συ κάθε φορά που πάω στην καφετέρια πετυχαίνω τον Σάκη. Μονιμάς έχει γίνει;
    - Ξέρω και γω; Τα ίδια με ρωτάει κι αυτός για σένα.

  2. - Τά 'μαθες; Ο Γιώργος αποφάσισε να γίνει μονιμάς στο πεζικό!
    - Έλα ρε μαλάκα, ο Γιώργος; Αυτός που ξέρω;
    - Ναι ρε πούστη μου, αυτός!... που μας έκανε σε όλο το σχολείο κατήχηση για την εναλλακτική θητεία...
    - Ρε τον παπάρα... Θέλημα πατρός τελικά ε;
    - Γάμησέ τα φίλε μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σερβιτόρα που κάνει τα ρεπό των άλλων.

- Πώς πήγε το καλοκαίρι;
- Καααλά. Αθήνα έμεινα.
- Πήξιμο!
- Μπα, καλά ήταν, γνώρισα όλες τις ρεπατζούδες στα στέκια, είδα επιτέλους καναν καινούργιο κώλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified