Μπαμπαδίστικη λέξη για την τηλεόραση. Παρόμοια λέξη: το κουτί.

Χρονολογείται από τη δεκαετία '70. Εκείνα τα χρόνια οι τηλεοράσεις ήταν πράγματι σαν κουτιά, ξύλινα ή τύπου, με μια μικρή οθόνη που εξέπεμπε, κατά τη γνώμη όσων την χαρακτήριζαν έτσι, μόνο πράγματα που αποβλακώναν τον κόσμο και τον καθιστούσαν χαζό. Πού να ήξεραν ότι οι Πανθέοι και το Λούνα Παρκ έχουν γίνει καλτ παρελθόν και πως μια μέρα θα βλέπανε κει το Ερωτοδικείο, την κυρία Λουκά, τη Στέλλα Μπεζεντάκου κλπ (πού τα θυμήθηκες ρε φίλε...).

(ατάκα δεκαετίας 70-80)
- Βασιλάκηηηηη! Κλείσε το χαζοκούτι και πήγαινε στο δωμάτιό σου να διαβάσεις, ΑΚΟΥΣ;;;;;;;

(από ironick, 28/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επικίνδυνο μέρος να χώνεις τη μύτη σου ή να βάζεις το χέρι σου αν δεν είσαι σφήκα. Θα σου ορμήξουν όλες μαζί με συνέπειες λίαν δυσάρεστες -μέχρι και θάνατο αν είσαι αλλεργικός...

Έτσι απροσπέλαστα είναι και κάποια μικρά (συνήθως) και εσωστρεφή σύνολα ανθρώπων (πολιτικών, διανοουμένων, εκδοτών, επιχειρηματιών, καλλιτεχνών κλπκλπ) οι οποίοι, με την απόλυτη συσπείρωσή τους, δεν αφήνουν κανέναν μη μυημένο να διεσδύσει -κι όποιος φυτρώσει εκεί που δεν τον σπέρνουν κάηκε.

Μερικές σφηκοφωλιές, όσο μικρές και να είναι στην αρχική τους μορφή, θέτουν υψηλούς στόχους (εξουσία) και, αν φανούν ανθεκτικές στον χρόνο και στη διαπλοκή, σιγά-σιγά μεγαλώνουν και επεκτείνουν τα όριά τους και την ισχύ τους προς τα κει (πχ. Λαμπρακιστάν).

- Έμαθα ότι η Κ. έπιασε δουλειά στο ...
- Ναι, με τη μία την πήρανε.
- Καλά, πώς τα κατάφερε η άσχετη και μπήκε σ' αυτή τη σφηκοφωλιά;
- Την έβαλε ο γκόμενός της που είναι γνωστός στην πιάτσα.

Got a better definition? Add it!

Published

Πατέντα ή συσκευή η οποία το πάλαι ποτέ χρησιμοποιούνταν για το καβούρδισμα του καφέ. Προφανώς ήταν ευτελής ή απλώς έκανε πολύ θόρυβο.

Την σήμερον παρομοιάζουμε με καβουρδιστήρι οποιοδήποτε όχημα ή αντικείμενο είναι ευτελές ή πολυκαιρισμένο ή σαραβαλιασμένο ή απλά μας ενοχλεί επειδή χωρίς ιδιαίτερο λόγο δεν το χωνεύουμε εμείς καθόλου. Το λέμε για αυτοκίνητα, μηχανάκια, κομπιούτορες, κλπ

  1. (βλ. φωτο 1)
    Καβούρδισμα και άλεσμα (κόψιμο) του καφέ: παίρνανε λίγο σιτάρι, το καθαρίζανε και παίρνανε και λίγο άκοπο καφέ. Είχανε και ένα καβουρδιστήρι. Το καβουρδιστήρι είχε μια μακριά λεπτή βέργα σαν σούβλα και επάνω στη βέργα ο φαναρτζής είχε φτιάξει ένα στρογγυλό τσίγκινο κουτάκι με πορτάκι, όπου έμπαινε το σιτάρι και ύστερα ο καφές. Στη συνέχεια βάζανε σε ένα μέρος φωτιά και στήριζαν το καβουρδιστήρι λίγο πιο ψηλά από τη φωτιά. Ύστερα το γύριζαν σιγά-σιγά μέχρι να πάρει χρώμα. Έπειτα το βάζανε σε ένα μήλο και το έκοβαν ψιλό-ψιλό.

(από το διαδίκτυο. Ο ποιγητής εννοεί μήλο ή μύλο; να γιατί χρειάζεται το τελικό -ν. Θα καταλαβαίναμε αν είναι ανορθόγραφος ή αν πρόκειται πράγματι περί μήλου...)

  1. ...αν θέλεις να πάρεις ένα καβουρδιστήρι που να βουίζει σα τζετ σε απογείωση, να χαλάει και να θέλει επισκευές και αναβαθμίσεις κάθε τόσο και να ζεσταίνει το δωμάτιο σε θερμοκρασίες κλιβάνου μόνο για να γλυτώσεις 150 ευρώ, είσαι άξιος της μοίρας σου...
    (από το διαδίκτυο)

  2. - Άσε τι έπαθα... ήρθε ο Λάκης να με πάρει από το σπίτι να βγούμε, πρώτη φορά με το αυτοκίνητό του. Φιλενάδα φρίκαρα... Έσκασε μύτη με ένα καβουρδιστήρι που δεν ήξερα πού να κρυφτώ να μη με βλέπει η γειτονιά... Ένα σου λέω, γύρω από το λεβιέ δεν είχε τίποτα, έβλεπες την άσφαλτο... Και κρύοοοοοο!
    - Σιγά μωρή Λίτσα, πότε μας έγινες εσύ αριστοκράτισσα και δεν το ξέραμε; Μια χαρά είναι το παιδί, άσε που μπορεί να είναι και φραγκάτος και να 'χει το σαράβαλο για την καύλα του και νά 'ναι και φτιαγμένο μωρή άσχετη που έβγαλες αμέσως συμπέρασμα, μωρή μπουζουκομούνω και συ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ώρα κατά την οποία κυκλοφορούν τα σχολικά για να μεταφέρουν τους μαθητές προς ή από το σχολείο. Κάποτε ήταν όλα κίτρινα, τώρα είναι λίγα, αλλά η έκφραση παραμένει.

- Άργησες.
- Συγνώμη, σ΄έστησα... Δεν πρόσεξα ο μαλάκας κι έπεσα στην κίτρινη ώρα...

Λουκιανός Κηλαηδόνης, Κίτρινο φθινόπωρο. Ποίηση Γιάννη Ρίτσου. (από patsis, 01/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο αδιάφορος, ο σταρχιδιστής, αυτός που τους έχει όλους κλασμένους.

Μεγάλο κλαστήρι η Τόνια. Τρεις μέρες είναι που της έχω στείλει μήνυμα κι ακόμα να απαντήσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φέρνει κλάσιμο. Το λέμε κυρίως για τροφές όπως η αγκινάρα, το σταφύλι, τα όσπρια, το μπρόκολο κι άλλα.

- Α δε μπορώ άλλο τον Τάκη, κάθε φορά που πρόκειται να πάω σπίτι του θέλει να μου μαγειρέψει εκπληξούλες και φτιάχνει όλο κάτι κλαστικά και μετά θέλει και να γαμηθούμε, ε όχι ρε φίλε, δεν έχει, μέχρι να το καταλάβεις δεν έχει κοκό.
- Τι αχάριστη και στριμένη που είσαι ρε πούστη μου, δε σου φτάνει που έχεις βρει τον τέλειο γκόμενο, το μπρόκολο σε χάλασε μωρή λινάτσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παιχνιδάκια του σεξ πριν από την κανονική διείσδυση. Το ζέσταμα, σα να λέμε. Είναι αυτό που θεωρούν απαραίτητο οι γυναίκες και βαριούνται οι άντρες (σε γενικές γραμμές).

- Μού 'χει σπάσει τομπούτσο η Λίλιαν. Όλο προκαταρκτικά ζητάει. Μία φορά δε μ΄έχει αφήσει να τη γαμήσω κατευθείαν...
- Καλά τι μαλάκας είσαι συ, κοτζάμ Λίλιαν σου 'χει κάτσει και κάνεις τσιγγουνιές; Εγώ στη θέση σου θα την έβρισκα κιόλας.
- Ναι καλα, ας είχες Λίλιαν στο πιάτο και θα σού' λεγα πόσο θα κρατιόσουν, ξερόλα.

άιροοοον, σε άκουσα.... (από xalikoutis, 04/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να δώσω και γω μια τρίτη ερμηνεία. Το ξέρω και με την έννοια του «πυρ και μανία», δηλ. έξαλλος και καβλωμένος για καυγά.

Ο Νάσος είναι μεγάλη κομπλέξα, δεν είναι να του πηγαίνεις κόντρα, δε δέχεται κουβέντα και γίνεται έξαλλος με την παραμικρή αντίρρηση. Φωνάζει, ουρλιάζει, του πετάγονται οι φλέβες, το μάτι του γυαλίζει, γάμησέ τα... Δεν ξέρω αν το εννοεί ή αν παίζει θέατρο, πάντως γίνεται πύρκαυλος και σε κάνει ρόμπα μπροστά σε όλους.

Got a better definition? Add it!

Published

Κουτσομπολεύω, ετοιμάζομαι για λεκτικό καννιβαλισμό, κοινώς θάψιμο. Παλιά έκφραση.

- Απόψε θα βρεθούμε με τη Λίλιαν, έχουμε πολύ καιρό να τα πούμε.
- Α κατάλαβα, θα στρώσετε πετσέτα πάλι...
- Ε ναι, έχω χάσει επεισόδια, πρέπει να με ενημερώσει.

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που έχει σχηματιστεί από την επανειλημμένη εδώ και δεκαετίες παρανόηση του περιεχομένου πινακίδων τις οποίες είχαν κάποτε οι ταβέρνες.

Κάποτε λοιπόν, για να δείξουν στους πελάτες ότι το μαγαζί διαθέτει και κήπο (που όμως δεν φαίνεται από τον δρόμο) κι ότι δεν είναι καταδικασμένοι στην τσίκνα ντε και καλά, αναρτούσαν μια πινακίδα στην είσοδο της ταβέρνας όπου αναγραφόταν το περίφημο «Στο βάθος κήπος». Καμιά φορά η πάντοτε χειρόγραφη επιγραφή συνοδευόταν κι από ένα ζωγραφισμένο βελάκι που έδειχνε το προς τα πού πέφτει ο κήπος αυτός. Τώρα μη φανταστείτε τους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας, για μικρές εσωτερικές αυλές μιλάμε.

Αν όμως η φράση διαβαστεί λάθος, τότε έχουμε ένα ουσιαστικό: το βάθος κήπος, του βάθους κήπους (κλίνεται κατά το κήτος), το βάθος κήπος, ώ! βάθος κήπος. Πληθυντικός δεν χρησιμοποιείται.

Καμιά φορά μπορεί να το χρησιμοποιήσει κανείς με την έννοια του «στο κάτω-κάτω» ή του «δεύτερου πλάνου» σε μια εικόνα.

  1. - Λέμε να πάμε για καναπαϊδάκι απόψε, τι λες;
    - Μεσα, θα έρθω λίγο αργότερα όμως.
    - Έλα όποτε θες. Θα καθόμαστε στοβάθοςκήπος.

  2. Άντε, έλα και συ μαζί μας. Στοβάθοςκήπος δεν έφταιξες σε τίποτα να σε αφήσουμε μόνο σου βραδιάτικα.

  3. Σε πρώτο πλάνο βλέπετε την Λίλιαν, στο βάθοςκήπος είναι η υπόλοιπη παρέα.

Η πινακίδα (από poniroskylo, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified