Εκτός από τη γνωστή έννοια, στην Κρήτη σημαίνει και στάχτη (από ξύλο) και χρησιμοποιείται στη ζύμη για τα κουλουράκια ώστε να γίνονται πιο αφράτα και κρατσανιστά. Τώρα γιατί το λένε έτσι, αφήνω τη φαντασία σας ελεύθερη. Εγώ νομίζω πως, για κάποιο λόγο, στο συλλογικό φαντασιακό των Κρητών το γκρίζο χρώμα της στάχτης παραπέμπει στα γκρίζα μαλλιά των γέρων που συνήθως είναι άλουστοι. Ίσως ο Χαλ να ξέρει να μας πει κάτι συγκεκριμένο.

- Στα κουλουράκια η μάνα μου βάζει πάντα αλουσιά, γι' αυτό γίνονται έτσι νόστιμα.
- Αλουσιά;;; Μπλιάξ!!!! Τι είν' αυτή η αηδία;
- Ηρέμησε ρε πούστη, στάχτη είναι.
- Καλά, άσε, δεν θα πάρω.
- Είσαι και πολύ μαλάκας, μη σώσεις να δοκιμάσεις. Λες και σου είπα ότι βάζει σκατά μέσα.

O Σκύλος απ\' την Ανδ αλουσιά (από Vrastaman, 20/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πέφτω άσχημα στο έδαφος (από γλίστρημα ή από στραβοπάτημα)
  2. Βγαίνω πολύ χαμένος από μια κατάσταση, κυρίως επειδή πήγαινα γυρεύοντας.
  1. (μαμαδίστικο)
    - Μην τρέχεις γιατί θα πέσεις και θα φας τα μούτρα σου!

  2. Το ραντεβουδάκι χθες με τη Λίλιαν πήγε για τομπούτσο... Είπα να της την πέσω κι έφαγα τα μούτρα μου. Μ' έστειλε κανονικά.

Got a better definition? Add it!

Published

Εκτός από την συνήθη έννοια, η λέξη χρησιμοποιείται και από τους μουσικούς (παλιότερα κυρίως) στην περίπτωση που εκτελεστεί κατά λάθος μια άλλη νότα (ή και πολλές...) από αυτήν που θα έπρεπε, με αποτέλεσμα το φαλτσάρισμα και την παραφωνία. Το λέμε έτσι γιατί συνήθως πατάμε κάποιο πλήκτρο, τάστο, κλπ

Η Ελένη έπαιξε πολύ χάλια στο Δίπλωμα χθες. Τα σκότωσε όλα. Είχε τρομερό τρακ και στραβοπατούσε συνέχεια.

Got a better definition? Add it!

Published

Μεγάλο χάλι, απερίγραπτο. Ο Μιχάλης κολλάει χάριν ρυθμού και ρίμας.

  1. - Καλά δεν ήταν χθες, τελικά;
    - Τι καλά ρε μαλάκα, το χάλι του Μιχάλη ήταν το μαγαζί... Σκατομουσική, σκατόκοσμος, σκατοποτά, γάμησέ τα, δεν καθόμουν σπίτι καλύτερα αντί να σ' ακούσω...

  2. - Βγάλ' το αυτό το φόρεμα, δεν σου πάει καθόλου. Το χάλι του Μιχάλη είσαι μ' αυτό.

(από patsis, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο κολλημένος με τα Μακ, αλλά συγχρόνως ψωνισμένος, υποκουλτουριάρης, με περίσσια δηθενιά, που τό' χει το εργαλείο όχι επειδή το χρειάζεται, αλλά γιατί έτσι.

- Πάλι δεν μπορείς να παίξεις;
- Ασταδγιάλα, με τις εφαρμογές για τους μακάκηδες που δεν κάνουν για τα πισιά, το κέρατό μου μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published

Μεγάλη μαλακία, χοντρή γκάφα, άγαρμπη κίνηση, άκομψη κουβέντα, απότομη έκφραση, κάτι το χοντροκομμένο τέλος πάντων, όχι ντε και καλά προσβλητικό (μπορεί να είναι και χαριτωμένο), το οποίο κάνουμε ή λέμε από αφηρημάδα ή από έλλειψη τακτ.

Έχει λιγότερο αρνητική χροιά από την αρχιδιά.

- Πάλι τις πουτσιές άρχισες; - ...
- Όλο το βράδυ δεν έβγαλες άχνα, κούναγες το πόδι σου συνέχεια και κοιτούσες τα παπούτσια σου. - ...
- Πόσες φορές σου έχω πει να μη δείχνεις στη Στέλλα ότι δεν την χωνεύεις; - ...
- Ε αδελφή μου είναι, τί να κάνω...
- ...

Πουτσιά (από panos1962, 05/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Το μαγκάκι, είτε ωθέντικ ή μαγκιά κλανιά εξάτμιση και κώλος φινιστρίνι.

- Πολύ σκληράδι ο Τάκης ρε παιδάκι μου... Δε μιλάει, δε γελάει, δεν κουνιέται, δεν απαντάει, δεν κοιτάει, τι θέλει επιτέλους;
Τάκης:
- Να βουλώσεις θέλει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι που φταίει το κλίμα, η διατροφή, το βάρος της Ιστορίας, τα 400 χρόνια υπό τον τουρκικόν ζυγόν, το άριον της φυλής μας, τα νεφελίμ, τι διάολο άλλο δεν ξέρω, αλλά η εθνική μας ταυτότητα προσδιορίζεται με γνώμονα αυτή την πάνσοφη ρήση. Γιατί, βρε παιδί μου, καλό είναι το να κάθεσαι και να μην είσαι όρθιος ή να μην καταπονείς το σώμα σου με σωματικές εργασίες, δε λέω, αλλά να, πιάνεται η μέση, ο αυχένας, μουδιάζει η ουρά, οι γοφοί, τρίζουν τα κόκκαλα όταν σηκώνεσαι, παθαίνεις μια αγκύλωση γενικώς, πράγμα που ουδέποτε συμβαίνει στο κρεββάτι, σε αυτή την άψογη ανθρώπινη επινόηση που σε τραβά σαν τον μαγνήτη και σε επαναφέρει στο λίμπο της εποχής όπου μεγάλωνες στην κοιλιά της μάνας σου. Εξάλλου το να είσαι ξαπλωμένος δεν σημαίνει ότι τεμπελιάζεις. Στο κρεβάτι μπορείς να κάνεις τα πάντα: να μελετήσεις, να γράψεις, να δουλέψεις στον Η/Υ, να φας, να πιεις, να κοιμηθείς, να γαμήσεις, να γαμηθείς, να δεις τηλεόραση, βίντεο, να ακούσεις ραδιόφωνο, να μιλήσεις στο τηλέφωνο, μόνο για κατουροχέσιμο πρέπει να σηκωθείς, για μαγείρεμα, για ψώνια, για να πλυθείς και κάποτε. Αυτό είναι όλο. Α, και για διακοπές.

Γύρισα… γύρισα και δεν έχω να σας γράψω για τίποτα. Οι διακοπές τέλειες όπως θα πρέπει να είναι οι διακοπές για τον καθένα. Οι δικές μου ήταν ήρεμες. Δεν έβλεπα την ώρα να φύγω για να λιώσω στην ξάπλα… ή για να είμαι ακριβής δεν έβλεπα την αιώρα! Ναι, ναι όπως το ακούτε δεν έβλεπα την αιώρα να φύγω, γιατί σε μία αιώρα την έβγαλα όλο το καλοκαίρι και σε μία πετσέτα στην παραλία… άντε και στον καναπέ της γιαγιάς. Γιατί αγαπητοί φίλοι μου όπως λέει και η γιαγιά μου («τι άτομο και αυτή) «καλό το καθισιό μα σαν την ξάπλα…»

ιντερνετικόν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν τα πράγματα είναι τόσο χάλια που το κοροϊδεύουμε και προσποιούμαστε ότι όλα είναι μια χαρά.

- Ρε συ τι κάνει εκείνος ο Αλέξης, τον χάσαμε...
- Δεν τά 'μαθες; Γάμησέ τα, πέθανε ο πατέρας του, σκοτώθηκε ο αδερφός του σε αυτοκινητιστικό, ρίξανε φόλα στον σκύλο του, χώρισε με τη γκόμενα, χρωστά κάτι μυριάκια στις κόκες, έχασε τη δουλειά του, τράκαρε μετωπική και τώρα είναι στο νοσοκομείο... Μια χαρά χάλια δηλαδή...

Got a better definition? Add it!

Published

Η επίμονη, από την πλευρά κάποιου άλλου, επανάληψη μιας κουβέντας (συνήθως συμβουλευτικής) ή πράξης (ενοχλητικής).

σχετικά: τροπάριο, αμανές, τραγούδι, μπίρι-μπίρι, κά.

  1. - Κόφ' το αυτό το βιολί επιτέλους, με ζάλισες από το πρωί... εντάξει, θα πάω να ζητήσω συγνώμη στη Μάρθα, αλλά όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή.

  2. Νέο βιολί βρήκαμεεεεε... Ο από κάτω, κάθε βράδυ πριν να πέσει για ύπνο παίζει μια παρτίδα τάβλι με τον εαυτό του και μου σπάει καβλί, ακούγεται λες και το έχω δίπλα μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified