Δεν μπορώ να σταθώ ακίνητος, να παλουκωθώ κάτω, να κάτσω ήσυχος, είτε από νεύρα ή από χαρά, ή από κοκό.

Εμπνευσμένη παρερμηνεία από τον Ακάθιστο Ύμνο, κατά τον οποίο το «ποίμνιο» στέκεται όρθιο.

Ο Γιώργος, όταν ήταν μικρό παιδί, είχε τον ακάθιστο. Οι γονείς του είχαν μεγάλο πρόβλημα. Το σχολείο του επίσης. Όταν μεγάλωσε έμαθε ότι έπασχε από «υπερκινητικότητα». Ψυχαναλύθηκε και έγινε καλά.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Το παντελόνι που προηγήθηκε του σωλήνα και που χαρακτήρισε τα σέβεντιζ και την γενιά των λουλουδιών. Επανήλθε στη δεκαετία του '90. Λέγεται έτσι γιατί το στο κάτω μέρος άνοιγε θυμίζοντας το σχήμα της καμπάνας.

  2. Δυνατή φωνή ή πολύ καθαρός ήχος.

  1. Η μητέρα μου ήταν κολλημένη με τις καμπάνες των νεανικών της χρόνων και όταν ήρθε η μόδα του σωλήνα δεν ήθελε με τίποτα να τα φοράω, τα θεωρούσε απαίσια.

  2. Δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι στις διακοπές. Δίπλα έμενε ένας τύπος που είχε φωνή καμπάνα και κάθε πρωί έπαιρνε τη μάνα του στο κινητό και μας ξυπνούσε όλους.

  3. - Ακούς τώρα από το ηχείο αυτό;
    - Καμπάνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κάνω εμετό, βγάζω από μέσα μου ό,τι έχω καταπιεί.

  2. Τα ξερνάω: μαρτυρώ μια αλήθεια ενώ δεν θά 'πρεπε.

  1. Πάλι ξέρασες; Σιγά και τι έφαγες! Ανορεξική έχεις γίνει;

  2. Πήγε και του τα ξέρασε όλα, η μαλάκω. Τώρα... καλά κρασιά!, πρόκειται να γίνει της πουτάνας, θα χωρίσουν.

(από Khan, 29/05/14)

Βλ. και βγάζω τ' άντερά μου. Για τη φράση 2, δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξερνάω, κάνω εμετό. Εφόσον είναι γνωστό (πια) ότι ο εμετός δεν έρχεται από τα έντερα, η λέξη στην έκφραση σημαίνει μάλλον τα σωθικά. Εξάλλου, συνωνύμως πως, λέμε «βγάζω τα σωθικά μου».

Επίσης χρησιμοποιείται η λέξη ξερνάω αντί της λέξης βγάζω.

Πρέπει να έπαθα δηλητηρίαση γιατί χθες, μετά το φαγητό, ξέρναγα όλη νύχτα, έβγαλα τ' άντερά μου...

ο θάνατος του Αρείου που έβγαλε τ\' αντερά του από Περηφάνεια - προσοχή, δεν τα έχεσε, γιατί το κόμικ αφήνει περιθώρια παρερμηνειών (από xalikoutis, 05/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Το (περίεργα αρνητικό) «δε μου λες...» που χρησιμοποιούμε αμήχανα ή βαριεστημένα για να αρχίσουμε μια κουβέντα. Στην εκδοχή αυτή διακωμωδείται ή απλώς χρησιμοποιείται το βορειοελλαδίτικο ιδίωμα όπου, αντί για «μου», μπαίνει το «με». Επίσης οι τρεις λέξεις γίνονται μία, έτσι για πλάκα ή για μαγκιά, κατά το τελέρε.

Δεμελές... τι ώρα έχουμε πει ότι θα συναντηθούμε;

(από Khan, 12/04/14)

βλ. και δεμελέρε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάγκικο ή απλώς συντομευμένο «να σου πω...».

Λέγεται:

  1. εισαγωγικά (με την έννοια του «δε μου λες / δεμελές»)
  2. απειλητικά
  1. Σου πω, έκλεισες το μάτι προτού να φύγεις από το σπίτι ή θ' αρπάξει φωτιά και θα τρέχουμε πάλι;

  2. Σου πω... κομμένα αυτά που ήξερες, εντάξ'; Λίγα τα λόγια σου, μαλάκα.

Βλέπε ακόμα: σούπω, παράλειψη των να και θα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική σχολική ατάκα που χρονολογείται τουλάχιστον από την δεκαετία του 70, η οποία απευθύνεται πειρακτικά σε κάποιον που ξίνισε από μια πλάκα που του κάνανε.

- Παρεξηγήθηκες;
- Ε ναι, ρε μαλάκα!
- Καλά, τσίμπα ένα αρχίδι!
- ...
- Πάλι παρεξηγήθηκες;
- Τί να σου πω τώρα...
- Καλά, τσίμπα άλλο ένα!

(από Vrastaman, 01/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθημερινή έκφραση που έμεινε στην ιστορία από το ομότιτλο βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου.

Το λέμε τσαντισμένοι σε κάποιον σκυθρωπό και με ύφος εκατό καρδιναλίων συνάνθρωπό μας, ταξιτζή, δημόσιο υπάλληλο, όργανο της τάξης, κλπ.

Το λέμε όμως και γελώντας σε κάποιον που πειράχτηκε από ένα αστείο μας, μπας και τον συνεφέρουμε και σκάσει πάλι χαμόγελο, αντί να του πούμε «Παρεξηγήθηκες; τσίμπα ένα αρχίδι!» κλπ

- ...
- Τι έπαθες τώρα; Παρεξηγήθηκες;
- ...
- Άντε μωρέ, πλάκα σού 'κανα! Δεν το κατάλαβες;
- ...
- Καλά ντε, χαμογέλα ρε λίγο, τι σου ζητάνε;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αnal retentive, που λένε και οι αγγλόφωνοι. Είναι αυτός που, κατά τον λαό και κατά τον Φρόυντ, δεν έχει ξεπεράσει το πρωκτικό στάδιο. Το σφίξιμό του, είτε ξεκινάει από την ψυχούλα του και καταλήγει στην κωλοτρυπίδα του, ή το ανάποδο (που δεν νομίζω), έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την σφιχτοκωλίασή του, δηλ. την απόλυτη συστολή, σε σωματικό, αλλά και συμπεριφορικό επίπεδο.

Ο άνθρωπος αυτός είναι μεταφορικά και κυριολεκτικά δυσκοίλιος, επιφυλακτικός, συνεσταλμένος, μουλωχτός, τσιγκούνης, υποχόνδριος, αλλά κυρίως ντροπαλός. Μπορεί δηλαδή να μην είναι τίποτε από τα παραπάνω εκτός από απλά ντροπαλός. Πάντως το κωλί του το ξέρει.

- Λες να τα πάει καλά η Μαρία στη στη συνέντευξη;
- Μπα, αυτό το κωλοσφιγμένο; Αποκλείται!
- Μην το λες, κάτι τέτοιες,... δεν ξέρεις ποτέ πώς ξηγούνται στα μουλωχτά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δύστροπος άνθρωπος, ο ανικανοποίητος, ο εξαιρετικά σφιγμένος και νευρικός. Από το πολύ σφίξιμο τα άντερά του έχουν στρίψει και του δημιουργούν προβλήματα.

Αμάν βρε στριμμένο άντερο, πάψε πια να γκρινιάζεις, χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;

Lets twist again (από Vrastaman, 02/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published