Ο Ιταλός, υποτιμητικά.
Από την χαρακτηριστική βρισιά τους: «va fan culo», δηλ. «α γαμήσου».
- Α, εγώ με ξένους δεν πάω.
- Γιατί, οι Ιταλοί, ας πούμε, είναι ωραίοι γκόμενοι.
- Σιγά μη μπλέξω με βαφακούλο να με κάνει τάρανδο, τι λες!
Ο Ιταλός, υποτιμητικά.
Από την χαρακτηριστική βρισιά τους: «va fan culo», δηλ. «α γαμήσου».
- Α, εγώ με ξένους δεν πάω.
- Γιατί, οι Ιταλοί, ας πούμε, είναι ωραίοι γκόμενοι.
- Σιγά μη μπλέξω με βαφακούλο να με κάνει τάρανδο, τι λες!
Got a better definition? Add it!
Το πολύ εύκολο ρούχο, αυτό που το πλένεις, στεγνώνει αμέσως, δεν θέλει σίδερο, ξαναφοριέται σε μία ώρα μέσα αφού το πλύνεις.
- Πολύ ωραίο μπλουζάκι αυτό!
- Α, και να δεις τι εύκολο ρούχο! Πλύνε-βάλε είναι...
- Πού το πήρες;
- Α, δεν είχε άλλο, το τελευταίο ήταν...
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που είναι μόνη σαν την ανεμώνη. Η μπακούρα. Η εργένισσα. Αλλά όχι αυτή που είναι εκ πεποιθήσεως έτσι, ίσα-ίσα, είναι αυτή που ξέμεινε, που έμεινε στο ράφι, στα αζήτητα.
Λέγεται και ξεμεινεμένη.
- Θα έρθουν και οι φίλες μου απόψε.
- Ωχου πια με τις ξεμειναμένεεες! Πάψε να τις κουβαλάς όπου πηγαίνεις... Τι νομίζεις, ότι έχουν πια ελπίδα να βρουν γκόμενο;
Got a better definition? Add it!
Ο κολλημένος με το μουνί, όπου μουνί = μουνί, αλλά και γυναίκα γενικά.
Αυτοαναφορικό: ο χρήστης του σλανγκ.γκρ που έχει κόλλημα με τα εις -μούνα λήμματα και άλλα (ο βράστα, η υποφαινόμενη και άλλοι, και άλλοι...).
Δεν τον αντέχω άλλο τον Σάκη, όλο για μουνιά μουνιά μουνιά, δεν λέει τίποτ' άλλο. Ό,τι και να του πεις, εκεί καταλήγει. Έχει γίνει τελείως μουνόπληκτος!
Βράστα, το λήμμα προς απάντησή μου στο σχόλιό σου!
Got a better definition? Add it!
Αποκαλύπτω (καρφώνω) κάποιον δημοσίως και αναπάντεχα. Τον εκθέτω, τον βάζω με το ζόρι μπροστά στην κατάσταση, επειδή έτσι κρίνω ότι πρέπει να γίνει.
- Α τον μαλάκα!
- Τι σού 'κανε πάλι;
- Πήγε κι είπε στη μάνα του ότι λέω σε όλους πως είναι άρρωστη και μαλακισμένη και πως χώνεται στη ζωή μας συνέχεια.
- Καλά ρε συ, και ήταν ανάγκη να σε ξεμπροστιάσει έτσι;
Got a better definition? Add it!
(Επ)αρκώ, αυγατίζω, «πιάνω», «κάνω» (= είμαι κατάλληλος, ταιριάζω), περνάει η μπογιά μου (= αντέχω, βαστάω, έχω απόδοση), λέξη πας παντού.
- Ρε γμτ, είδες, έκλεισε κι αυτό το μαγαζί...
- Ρε συ πού να φτουρήσουν τόσα ίδια το ένα δίπλα στο άλλο... απορώ πώς λειτουργούν και τα υπόλοιπα.
Καλά, μεγάλε, ξέχασέ το το 5Χ5, αφού δε φτουράς πια, δεν σε πάνε τα πόδια σου, τί επιμένεις;
Got a better definition? Add it!
Λογοπαίγνιο το οποίο, συνδυάζοντας τις λέξεις (πονηρή) αλεπού + πούτσα, παραπέμπει σε ένα ακαθόριστο είδος ψωλής, πονηρής, τσαχπίνικης, μάλλον μεγάλης (με μέτρο την ουρά της αλεπούς), χαριτωμένης, ευέλικτης, κλπ.
Χαριτολογώντας μπορεί να ειπωθεί και για μια πραγματική αλεπού.
Ειρωνικά, μπορεί να ειπωθεί για γούνα από αλεπού.
- Ωραία βυζιά, ε;
- Σιγά και τα πεσμένα, ρε μαλάκα!
- Καλά, κατάλαβα, όσα δεν φτάνει η αλεπούτσα τα κάνει κρε-μαστάρια...
- Μαμά, μαμά, μια αλεπούτσα!!!
- Ιιιιιιιιιι! Σσσσσσσσσσς! Πού έμαθες αυτή τη λέξη παιδάκι μου;!
- Μωρό μου θα μου πάρεις αυτή τη γούνα;
- Α μωρή και μου το παίζεις φιλόζωη, σιγά μη σου πάρω και αλεπούτσα να φοράς, χαθήκανε οι ψεύτικες;
Got a better definition? Add it!
Γόητρο, πρεστίζ, αξιοπρέπεια, καλή φήμη. Καθαρό κούτελο αστραπές δεν φοβάται.
Τώρα γιατί κούτελο, μάλλον γιατί, εφόσον «το πρόσωπο είναι ο καθρέφτης της ψυχής», όποιος έχει απαστράπτον κούτελο (δηλ. χωρίς μαλλιά να το καλύπτουν, χωρίς ρυτίδες, χωρίς κάτι που να προδίδει έγνοιες, μπελάδες, κακία, επιφύλαξη κλπ) θεωρείται κάτι σαν ασπροπρόσωπος, δηλ. υπεράνω ευτελών καταστάσεων και βρώμικης ψυχής.
- Καλά ρε μαλάκα, τι κόλλημα είναι αυτό και δεν πας με τίποτε σε κωλάδικα;
- Ε όχι ρε φίλε, ε όχι! Έχουμε και ένα κούτελο σ' αυτή την κοινωνία εμείς, ένα γόητρο, ένα κάτι, αυτό μας έλλειπε να τρέχουμε και για πουτό-χουρό!
- Καλά καλά, της κοντής της ψωλής και το μαλλί τής φταίει...
Got a better definition? Add it!
Ο βαρετός. Αυτός που είναι μονίμως σαν κοιμισμένος, που φέρνει νύστα στους άλλους μόνο και μόνο με την παρουσία του, για να μην πούμε για τον τόνο της φωνής του. Μιλάει μες τα δόντια του, είναι ανέκφραστος, υπναλέος, βαριεστημένος, υπερκούλ, νωθρός.
Θηλυκό, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό προσώπου, δεν υπάρχει, μάλλον γιατί οι γυναίκες είναι μονίμως τσίτα (βλ. ορισμό 2) και το φαινόμενο σπανίζει.
Το ουδέτερο («κοιμίσικο») χρησιμοποιείται για κάποιο έργο, μουσικό κομμάτι, κλπ.
Όμως λέμε και «κοιμίσικος». Λέμε, τέλος, «κοιμίσικη» για καμιά ταινία ή παρέα.
Από το κοιμάμαι.
συνώνυμο: ύπνος, ορισμός 2.
Ρε μαλάκα, μην ξαναφέρεις στην παρέα αυτόν τον κοιμίση, όποτε έρχεται αυτός το διαλάμε πριν από τα μεσάνυχτα, δε λέει!
Got a better definition? Add it!
Πολύ δυνατά. Από την ένταση του ήχου στον ενισχυτή, όταν την βάζουμε στην τελευταία βαθμίδα.
- Πώς είσαι έτσι, δεν κοιμήθηκες όλη νύχτα;
- Άσ 'τα μεγάλε, χθες ξενύχτησα και, με το που την έπεσα τελικά για ύπνο, περνάει κάγκουρας με τη μουσική στο τέρμα και με ξυπνάει. Αυτό ήταν, δεν μπόρεσα να ξανακοιμηθώ.
Got a better definition? Add it!