Αχαρακτήριστα μικρά και εκνευριστικά αντικείμενα, συνήθως πολλά σε αριθμό. Μπορεί να είναι όμως και μια κατηγορία αντικειμένων (βλ. παράδειγμα 2).

Τα διαόλια είναι διαβολικής φύσης, εννοείται. Αλλά δεν είναι μόνα τους. Συχνά συνοδεύονται από τα τριβόλια, που είναι α. από το τριβελίζω, ή/και β. λογοπαίγνιο, από το τρία (τρι-), κατά το δι- του διαόλια, που θα μπορούσε να αντιστοιχεί στον αριθμό 2 (ή, το ίδιο κάνει, από τον τρίβολο της έκφρασης «διάολος και τρίβολος»)...

Καμία σχέση με αυτά της έκφρασης με πιάνουν τα διαόλια μου, τα οποία εικάζεται πως είναι ζωντανά και όχι άψυχα.

Συνώνυμο: γαμίδια

  1. - Τι είναι όλ' αυτά;!
    - Τρεις μέρες ξεκαθαρίζω τις ντουλάπες μου και κοίτα τι σαβούρα βρήκα... όλα τα διαόλια και τριβόλια του κόσμου βρέθηκαν εδώ μέσα ρε πστ!

  2. - Ρε συ θεία, αφού όλη μέρα κάθεσαι μόνη σου μες στο σπίτι, να μη σου πάρουμε ένα κομπιούτερ να μπαίνεις στο ίντερνετ και να περνά η ώρα σου;
    - Α, μη με μπλέκεις με αυτά Θανασάκη, δεν έχω υπομονή εγώ με αυτά τα διαόλια...

Got a better definition? Add it!

Published

Είμαι μαθημένος σχεδόν εκ γενετής στην τάδε συνήθεια, τόσο που, ό,τι και να γίνει, δεν μασάω κι ούτε πρόκειται να αλλάξω.

Από τον Οβελίξ που, καθώς είχε πέσει όταν ήταν μικρός στην μαρμίτα με το μαγικό φίλτρο των Γαλατών, έχει αποκτήσει υπερφυσικές σωματικές ικανότητες, τις οποίες δεν πρόκειται να στερηθεί ποτέ...

  1. - Καλά ρε συ, δεν τον πιάνει με τίποτα τον Τάκη το ποτό;
    - Τι να τον πιάσει, αυτός έχει πέσει στη μαρμίτα, πίνει από τα γεννοφάσκια του!

  2. - Σκληρό καρύδι ο Στέλιος... Γίνεται της πουτάνας στο γραφείο, η μία ίντριγκα μετά την άλλη, προσβολές κατά πρόσωπο, κι αυτός κουλ!
    - Σιγά μην ιδρώσει το αυτί του... Μια ζωή έχει μάθει στις προσβολές από το σπίτι του... έχει πέσει στην μαρμίτα αυτός, δεν χαμπαριάζει χριστό λέμε...

Εικόνα αρχείου από τα Γαλατικά Νέα του 75 π.Χ (από GATZMAN, 13/11/10)

βλ. και βουτηγμένος στο καυλόνερο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παμπάλαιη ελληνική ηχητική απόδοση (που όμως βγάζει και νόημα) του «I can't get no satisfaction», τίτλου / στίχου τραγουδιού των Rolling Stones. Εκφράζει απόλυτα -όσο και διακωμωδεί- την απόγνωση του έλληνα άντρα προς την γυναίκα που, και καλά, τον τρελαίνει. Και, παραδόξως, συμπληρώνει επάξια την (ελληνικής ερμηνείας πάλι) σημασία του στίχου των Stones: I can't get no satisfaction, σο, δεν αντέχω, θα τη σφάξω.

Έχει χρησιμοποιηθεί, αν θυμάμαι σωστά, και σε διαφήμιση για κατσαριδοκτόνο (;).

- Δεν την αντέχω άλλο, ρε πούστη μου, θα την καρυδώσω!
- «Δεν αντέχωωω, θα την σφάξωωωω!»
- Κορόιδευε μαλάκα, κορόιδευε...

(παρακαλώ κάποιον χρήστη, ακούει τζίζας;;;, να ανεβάσει ηχητικό μύδι με τον στίχο αυτό)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πιστή αντιγραφή.

Το λέγαμε στο δημοτικό όταν βαριόμασταν να ζωγραφίσουμε κάτι και το «ξεπατικώναμε» βάζοντας ρυζόχαρτο (που είναι σχεδόν διάφανο) πάνω σε μια ήδη ζωγραφισμένη εικόνα και, απλούστατα, ξαναζωγραφίζαμε πάνω από το ρυζόχαρτο την από κάτω εικόνα. Και μετά την παρουσιάζαμε στον δάσκαλο ως δικιά μας.

Λέγεται όμως, κυριολεκτικά και μεταφορικά, για όποιον τσαρλατάνο παρουσιάζει κάτι ως δικό του ενώ είναι πιστή αντιγραφή ξένου προϊόντος ή καλλιτεχνήματος.

- Ωραίος ζωγράφος ο Άγγελος, ε;
- Πρώτον δεν είναι ζωγράφος. Ξεπατικωτούρες κάνει, μετά τα προβάλλει σε μεγέθυνση και τέλος τα βάφει με αερογράφο. Και δεύτερον δεν είναι ωραία αυτά που ξεπατικώνει. Είναι καρακιτσάτα.

(από ironick, 11/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Παιδική έκφραση που εκφέρεται με γκρινιάρικη φωνή -αν όχι κλαψιάρικη- και που χρησιμοποιείται για πλάκα (ελπίζω) από τους ενήλικες.

Πολλά παιδάκια, όταν τα πιάνει το παράπονο επειδή στο παιχνίδι αδικήθηκαν (με άτιμο τρόπο) από τα άλλα παιδάκια, λένε στους άλλους «δεν παίζω, δεν παίζω!...», δηλαδή ακυρώνω το παιχνίδι ή βγαίνω απ' αυτό και κάντε καλά μόνοι σας, μαλακιστήρια. Κανονικά, θα έπρεπε να ακούγεται πάντα απειλητικό, βγαίνει πάντα όμως παραπονεμένο. Όσο για τους άλλους, τι είχαν και τι έχασαν...

- Χα, σε πρόλαβα, κερνάω εγώ απόψε!
- Α, κάτσε κάτω, δεν παίζω, σου είχα πει ότι είναι σειρά μου! Πάρ' τα πίσω τα λεφτά! ΓΚΑΡΣΟΝ!

Got a better definition? Add it!

Published

Τυποποιημένη έκφραση απορίας και ξαφνιάσματος -αλλά και αποδοκιμασίας, αν προφερθεί με ειρωνική χροιά και αντίστοιχες γκριμάτσες. Αντίστοιχη του «ποιος ήρθε;», «ποιος πέθανε;» κλπ.

- Πάσχα θα πάτε πουθενά;
- Α δεν σου είπα; Αύριο φεύγουμε για ένα μήνα περιπλάνηση με τους Τουαρέγκ στη Σαχάρα.
- Τι έκανε, λέει;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση βαριάς μαγκιάς ή βαριάς τεμπελιάς. Δεν μπορώ να περπατήσω γιατί είμαι τόσο μάγκας, έχω κάτι αρχίδια ναααα, τα οποία βαραίνουν τόσο ώστε δεν μπορώ να σύρω τα πόδια μου. Όμως εκτός από μάγκας είμαι και τεμπέλαρος του κερατά, οπότε καθηλώνομαι εκεί όπου γουστάρουν τ' αρχίδια μου και δεν μπορώ να κάνω βήμα. Επίσης, βαριέμαι οικτρά.

Σχολική μαλακία.

- Τρέχα ρε σύ, θα το χάσουμε το λεωφορείο!
- Δεν μπορώ να περπατήσω, με τραβούν τ' αρχίδια πίσω...

Φιλαρίασις (ἐλεφαντίασις) τοῦ ὀσχέου (από aias.ath, 05/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τους μαραγκούς και τους μηχανικούς, η σφήνα έχει μια καθωσπρέπει έννοια, την οποία όλοι γνωρίζουμε και γω βαριέμαι να αναπτύξω εδώ. Θα ασχοληθώ με τις σλανγκ σφήνες, τουτέστιν:

  1. Το να φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν, το να χώνεσαι ανάμεσα στο νταραβέρι δύο ανθρώπων μπλοκάροντάς τους, ακριβώς όπως μια σφήνα χώνεται πχ κάτω από ένα παραθυρόφυλλο και το ακινητοποιεί, παρόλο τον αέρα.

  2. Στο οδήγημα, το να κάνεις σφήνες είναι το να χώνεσαι με ευελιξία και ταχύτητα ανάμεσα στα άλλα εν κινήσει αυτοκίνητα. Ακόμα καλύτερα είναι να το καταφέρνεις ήσυχα (όσο και γοργά), χωρίς να αναβοσβήνεις τα φλας ή τα προβόλια. Κάνοντας σφήνες ελίσσεσαι πολύ γρηγορότερα απ' όλους που πήζουν στην κίνηση. Βρίσκεσαι σε κατάσταση μόνιμου στοιχήματος με τον εαυτό σου και με τους άλλους: βάζεις σημάδι κάποιο ευδιάκριτο όχημα και κοιτάς αν πράγματι προχωράς μες τον χάος ή αν ο μύθος με τον λαγό και τη χελώνα έχει βάση (και έχει, πολλές φορές).

Το οδήγημα αυτό χαρακτηρίζει τους καυλοτίμονους εν γένει, αλλά δεν είναι πάντα γοητευτικό. Είναι καταστροφικό αν είσαι άπειρος οδηγός ή ηλίθιο καυλόγκαζο. Είναι επίσης εκνευριστικότατο όταν γίνεται από ταξιτζή. Ο καλός οδηγός δεν είναι ντε και καλά ο καυλιάρης, είναι αυτός που με το γάντι υπερέχει όλων, χωρίς να έχει προκαλέσει ατύχημα σε ανθρώπους ή ζώα και χωρίς να το κάνει σκόπιμα ώστε να εκνευρίσει τους άλλους. Ανάλογα με το ποιον της σφήνας κρίνεται και ο οδηγός.

  1. Εξάρτημα που χρησιμοποιούν οι κιθαρίστες (pin)

  2. Αξεσουάρ σεξουαλικής διέγερσης για πρωκτικό σεξ.

  1. - Και μετά;
    - Ε τι και μετά, μετά μπήκε σφήνα στη συζήτηση η μάνα της και τα γάμησε όλα. Πάνω που είχαμε ηρεμήσει, ξαναπήρε ο καυγάς.

  2. - Ρε μαλάκα, κοφ' τις μαλακίες, σου έχω πει ότι όταν οδηγείς το αμάξι μου δε γουστάρω σφήνες και καγκουριλίκια...
    - Ε όχι και γκάγκουρας εγώ, δεν το σπάω το αμάξι, το πάω μαλακά, βελούδο... όχι και γκάγκουρας...

  3. Πέρασε την καινούρια χορδή μέσα στον καβαλάρη και τράβηξέ την μέχρι το μεταλλικό τερματικό να «πιάσει» πάνω στο ξύλο. (και ενοείται ότι εφόσον «πιάσει» το μεταλικό τερματικό στο ξύλο, τότε βάζουμε την «σφήνα». Εάν μπεί η σφήνα (ή pin ή πέστε το όπως επιθυμείτε) , ενώ το μεταλλικό τερματικό δεν έχει «πιάσει» στην κάτω οπή του καβαλάρη, τότε κατά το κούρδισμα «τραβιέται» πρός τα πάνω, με αποτέλεσμα πα σπάει ή χορδή...).

  4. - Ρε συ το έμαθες ότι η Σταματία και ο Λάκης χώρισαν;
    - Ναι ρε, πώς έγινε αυτό τόσο ξαφνικά;
    - Καλά, πέθανα στα γέλια όταν τό 'μαθα... Χώρισαν γιατί αυτός της χάρισε για τα πέντε τους χρόνια μια σφήνα που αγόρασε από ένα σεξομάγαζο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κακόγουστα και υπερβολικά ντυμένη γυναίκα, που μοιάζει με καρακιτσάτη λαμπάδα της Ανάστασης. Συνώνυμο: λατέρνα

Καλά, τι φόρεσε η λαμπάδα για νά 'ρθει στην Ανάσταση ρε πστ!... Καθρέφτη δεν έχει σπίτι της;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παίρνω πολύ άσχημα στο κρανίο.

Μου την πέταξε την χοντρή του τη μαλακία μπροστά σε όλους και βιδώθηκα άσχημα...

Μη μου μιλάει κανείς. Βιδώθηκα. 5:27 κ.ε. (από Galadriel, 26/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified