1α. Παραλλαγή της έκφρασης πουλί μου. Το λέγαν οι παλιοί, αντί για «γλυκιά μου / γλυκέ μου».

1.β. Ειρωνική χρήση του 1α όταν εκνευριζόμαστε στην κουβέντα.

  1. (παλιό) Πρόσταγμα για να αναγκαστείς και καλά να κοιτάς τον φακό της φωτογραφικής μηχανής τη στιγμή που ακούγεται το «κλικ». Χρειαζόταν κάποιο ισχυρό κίνητρο για να καθίσει ένα παιδί μπροστά σε αυτό το ακατανόητο τότε πράμα που λεγόταν φακός. Τώρα τι πουλάκι εννοούσαν ακριβώς, δεν ξέρω...

Αντίστοιχο αγγλικό (για χαμόγελο κολγκέητ): «Cheese!»

  1. Ο γνωστός άγνωστος που τα ξερνάει όλα, το καρφί, ο μαρτυριάρης. Κάτι σαν αυτό που λέει το άσμα «τό 'πε, τό 'πε ο παπαγάλος / πως σε αγκαλιάζει άλλος».

  2. Το πουλί, υποκοριστικό -για τα παιδιά.

1α. - Τι κάνεις πουλάκι μου, είσαι καλά; Η μανούλα σου; Ο μπαμπάκας; σου; Η αδελφούλα σου; Μπράβο το αγόρι μου...

1β. - Βρε πουλάκι μου, γιατί μου σπας τα νεύρα τώρα, θες να τσακωθούμε στην τελική;

  1. - Κοίτα, κοίτα Γιωργάκη το πουλάκι!!!
    («κλικ!») Έτοιμοι!

  2. - Πού το έμαθες;
    - Μου το είπε το πουλάκι...

  3. Γιατρέ, κάτι έβγαλε ο γιος μου στο πουλάκι του, να έρθουμε να το δείτε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σώμας, ο σφίχτης, η κορμάρα, το Κ.Δ.Ο.Α. Αλλά και το τελείως αντίθετο, όταν χρησιμοποιούμε τον όρο ακόμα πιο ειρωνικά.

Ανύπαρκτη λέξη, αρχαιοπρεπίζουσα ώστε να υποδηλώνει... τα ιδεώδη της κλασικής ομορφιάς.

  1. - Και κει που καθόμασταν τα δυο μας στην ερημική παραλία, σκάει μύτη ένας κορμαρίων που λες, με τους κοιλιακούς φέτες, και της πετάχτηκαν τα μάτια έξω της Αγγελικούλας ένα πράμα... - Και τι έκανε μόνος του εκεί πέρα;
    - Φίλος της ήτανε και την είδε από μακρυά και ήρθε να την χαιρετήσει...

  2. - Πώς με βλέπεις, αδυνάτισα λίγο;
    - Τι να σου πω, κορμαρίων σκέτος...

(από salina, 22/05/13)

βλ. και κορμοράνος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα συγχαρητήρια. Αντίστοιχο αστειάκι με το πετυχεσιά, ξεσκιούζ μι, κσκιουζεμουά, με συγνωμείτε.

Όλ' αυτά λέγονται όταν ντρεπόμαστε να ευχηθούμε κάτι ευγενικό, ή όταν κοροϊδεύουμε τις συμβατικές αυτές ευχές.

- Πέρασα τις εξετάσειςςςςςςςςς!
- Τα συγχεστήριά μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε ειρωνικά αντί της έκφρασης «με συγχωρείτε», προσποιούμενοι επί πλέον πως δεν ξέρουμε να το πούμε σωστά και πως νομίζουμε ότι επόμενο είναι η έκφραση να πάει κατά το «συγνώμη».

Βλ. και συγχεστήρια, πετυχεσιά, ξεσκιούζ μι, κσκιουζεμουά.

- Με συγνωμείς, αλλά δεν κατάλαβα γρι απ' όσα μου είπες. Για σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άσε μας ήσυχους μπούλη, κάνε αυτό που ξέρεις να κάνεις, γιατί είσαι μωρό ακόμα και πρέπει να δυναμώσεις.

Το αυγό τρώγεται και ωμό (τουλάχιστον πριν της πτηνογρίπης, αν πιστεύουμε σε τέτοια) από μια τρυπούλα που ανοίγουμε στο πλάι του με καρφίτσα, καθώς και χτυπητό στο ποτήρι με ζάχαρη ή / και κακάο. Παλιά συνταγή για να δυναμώσουμε. Το κάνουν ακόμα και τώρα τα μπιλντέρια, ε μαυρόγιαννε;

Κλασική σκηνή παιδικών χρόνων με τις μαμάδες να κυνηγούν τα μούλικα στο σχολείο, στο σπίτι, στην παραλία, παντού, με το βραστό αυγουλλλάκι. Κλασική εικόνα των παιδικών μου χρόνων, συμμαθητές (προσοχή: νέβερ συμμαθήτριες...) στο δημοτικό που δεν είχαν καλοπλύνει -ή και καθόλου- τα μούτρα τους και έσκαγαν μύτη στην τάξη ή στο σχολικό με ξεραμένα αυγά στην άκρη των χειλιών... (να, τό 'πα πάλι το αηδιαστικό μου εϊσιτζίδη, εντάξει;)

(Παραδόξως όμως η υποφαινομένη γουστάρει τρελά τα αυγά, όπως.)

- Εγώ πάντως σου λέω πως δεν είναι και πολύ σώφρον να κανονίσετε να πα να τον πλακώσετε στο ξύλο.
- Καλά, εσύ ρούφα τ' αυγό σου τώρα και άσε μας να κάνουμε τη δουλειά μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ε δεν φταίω εγώ που πάλι θα μιλήσω για αηδίες, η κροκοδειλίτσα το έθεσε στο ΔΠ (καλωσορίσατε κυρία μου).

Λοιπόν, το σφιχτοκούραδο είναι η πεμπτουσία ενός πολύ δύσκολου πρωινού χεσίματος. Είναι συνήθως ένα κουραδάκι τόσο δα, τύπου ποντικοκούραδο, το οποίο μετά από πολύ κόπο (δεν το πιάνει καλά ο σφιγκτήρας) βγαίνει και κάνει πλιτς, μόνο και μόνο για να μας πει «καλημέρα, έχεσες πάλι σήμερα, δεν είναι ότι έχεις πρόβλημα, απλώς δεν είναι πολλά, μπορείς να πας στη δουλειά σου».

Μπορεί όμως να είναι και μια αυτοκρατορική κουράς, σφιχτή και βαριά, απ' αυτές που πέφτουν με αντήχηση που θυμίζει ομοβροντία και κατόπιν εξαφανίζονται στο βάθος του απόπατου προτού καλά-καλά προλάβεις να σηκωθείς -κι έτσι όταν κοιτάς μέσα στη χέστρα δεν βλέπεις τίποτα.

Το σφιχτοκούραδο συνήθως μας ταλαιπωρεί πολύ. Πρώτ' απ' όλα μέχρι να φτάσει στο ορθόν, πρέπει να προηγηθεί ανάγνωση, μελέτη, γιόγκα, αυτοανάλυση, αυτοσυγκέντρωση, αυτομασάζ, αναπνοές. Θα προηγηθούν οπωσδήποτε εισαγωγικές κλανιές που ανακουφίζουν την περιοχή ώστε να μπορέσει η κουράς να πέσει. Και μόοολις ξεμυτίσει, μας έσκισε. Γιατί είναι σκληρό. Γιατί προεξέχουν διάφορα πράγματα τα οποία δεν θέλουμε να ξέρουμε τι είναι και γιατί δεν τα καλοχωνέψαμε. Γιατί πιάνει τις αιμοροΐδες μία μία και τις ξεκάνει. Γιατί οι κοιλιακοί και τα λοιπά σωθικά μας έχουν παίξει να προσπαθούν. Και μετά απ' όλο αυτό, στάζει κι ένα δάκρυ.

Αν είναι μικρούλι το σφιχτοκούραδο, απλώς γαργαλάει λιγουκάκι. Μας αφήνει όμως με την έκφραση μη ικανοποίησης στη μούρη. Ότι δεν χέσαμε καλά σήμερα.

Όλα τα παραπάνω αφορούν κυρίως τα σερνικά σφιχτοκούραδα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και θηλυκά. Στα θηλυκά, είναι σχεδόν όλες τις φορές θέμα δυσκοιλιότητας. Έχεις μαζέψει μέρες ολόκληρες και δεν μπορείς. Στα αρσενικά όμως, πολύ συχνά είναι θέμα διατροφής.

Η μπόχα του σφιχτοκούραδου είναι χαρακτηριστική. Είναι πολύ περιεκτική και κατά περίεργο τρόπο θυμίζει την μπόχα του παιδικού σκατού, ε φτάνει πια μας αηδίασες, γράψε και για τίποτ' άλλο, γράψε για την τριανταφυλλίλα, ναουμ.

- Τι σκατά έκανες τόσην ώρα εκεί μέσα σήμερα που βιάζομαι ρε πστ!
- Πάλευα με ένα σφιχτοκούραδο. Μ' έσκισε το γαμημένο.

Got a better definition? Add it!

Published

Ύβρις - σχήμα οξύμωρον. Ένας γαμημένος δεν μπορεί να είναι μαλάκας, ούτε ένας μαλάκας μπορεί να είναι γαμημένος. Όμως ο γαμημένος μαλάκας είναι μια υπερθετική βρισιά που τα χωράει και τα λέει όλα. Το υποκείμενο, δηλαδή, είναι και γαμημένος, και μαλάκας.

Κλασικά εικονογραφημένα: ο μπροστινός ταξιτζής πάει με 24 χλμ/ω, φλυαρεί με τους πελάτες του, φτάνει στο φανάρι, αψηφά το γεγονός ότι είναι πράσινο, έχει πιάσει και τις 2 λωρίδες, κοντοστέκεται στο περτικαλί και, πάνω που κοκκινίζει, περνάει, εννοείται -και συ έχεις μείνει στο κόκκινο γεμάτος απανωτά εγκεφαλικά, έλκη, καρκίνους, εμφράγματα. Το μόνο που μπορείς να πεις είναι:
- Τι πο-λύ γαμημένος μαλάκας που είσαι ρε αρχιδομούρη, τημάναπουσεπέταξετοκέρατόμουμέσα, γαμώ...

Got a better definition? Add it!

Published

Το χασίς καθώς και η ανάλογη φυτεία. Συνθηματικός όρος που χρησιμοποιείται στην Κρήτη για τις χασισοκαλλιέργειες. Η λέξη παίζει και με το πράσινο μίας έτσι κι αλλιώς κατάφυτης περιοχής.

- Ωραίο χωριό το (Χ)...
- Ναι, έχει πολύ πράσινο...

Τhe Kinks - The Village Green Preservation Society (από allivegp, 06/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βρωμούσα, το μικρό αυτό σκαθαρέ και πλακέ λαχανί έντομο που πετά απότομα και χτυπιέται σαν τρελό στους τοίχους και τα παραθύρια, το οποίο δεν πρέπει να σκοτώνουμε αλλά απλώς να απομακρύνουμε (δεν τσιμπάει), γιατί αλλιώς βρωμάει τρελά, εξού και η λέξη βρωμούσα. Τώρα γιατί λέγεται και κλασοπαπαδιά, δεν το γνωρίζω... Μάλλον μια κλανιάρα παπαδιά είναι ό,τι χειρότερο και πιο σιχαμερό μπορεί να μας έβρει και θυμίζει τη μυρωδιά της σκοτωμένης βρωμούσας...

- ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!!!!!
- Αμάν ρε Φωφώ, μην κάνεις πια έτσι με κάθε τι που πετάει! Κλασοπαπαδιά είναι, να, πάει, την έβγαλα έξω, εντάξει είμαστε τώρα;

(από mafie, 04/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μακρυμάλλης ή ο κοτσίδας ή γενικά ο άντρας με μη κοντοκουρεμένο μαλλί.

(στην πόρτα του ψωνιοκλάμπ Ροκενρόλ, αληθινή ιστορία του 1995:)
- Φίλε, δεν μπορείς να μπεις...
- Γιατί;
- Δεν σερβίρουμε μαλλιάδες.
- Α, καλά που μου τό' πες γιατί και γω δεν τους τρώω.
(ακολουθεί τσαμπουκάς)

(από patsis, 31/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified