Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Έτσι αποκαλούμε κάποιο προσφιλές άτομο όταν θέλουμε να το πειράξουμε χαριτολογώντας.

- Πού εξαφανίστηκες μωρή παπαρόσκονη; Έναν μήνα έχουμε να μιλήσουμε, το ξέρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που επιδίδεται σε σατανιστικές πρακτικές.

Στο βιβλίο της «Τρελή για άντρες» η Τζόις Κάρολ Όουτς περιγράφει μεταξύ άλλων την φρίκη της ζωής που προτείνουν τα σατάνια.

(από patsis, 15/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση αποδοκιμασίας ή προειδοποίησης, συνώνυμη με το στάκα, κάτσε καλά, σσσσ, κλπ.

- Θα πάω να του σπάσω το μαγαζί, του μαλάκα.
- Ίσα ρε που θα τα βάλεις με την προστασία, άσχετε! Θα τις φας χοντρά, στο λέω.

Δες και ίσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική έκφραση συνώνυμη με το καααλά, χαιρετίσματα, χαιρέτα μας τον πλάτανο, κλπ

- Πάμε αύριο μπαρότσαρκα;
- Δεν μπορώ, θα πάω σε μια ομιλία για την παγκόσμια συμφιλίωση.
- Καλά κρασιά! Την έχεις ακούσει άσχημα τελευταία, νομίζω. Δεν πας να βρεις κανα γκόμενο να σε γαμήσει νά 'ρθεις στα ίσα σου;
- Δεν καταλαβαίνες τίποτα απ' αυτά εσύ. Τι κάθομαι και σ' τα λέω...

Το κρασάκι του Τσου (από Galadriel, 05/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπες-βγες σε πολλά μπαράκια μέσα στην ίδια νύχτα, ή απλώς το πέρασμα έξω από αυτά.

Έχω πεθυμήσει μια μπαρότσαρκα. Είναι χρόνια που δεν το έχω κάνει.

Σε άλλες γλώσσες: pub-crawl (βρετανικά), bar-hopping (αμερικάνικα), Kneipenbummel, Kneipentour (γερμανικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τέλος πάντων (προφέρεται: ταυ πι).

Η προφορά ταυ πι συμπίπτει κάπως με της γαλλικής έκφρασης tant pis (= τόσο το χειρότερο).

-Φοβερό πράμα αυτό που συνέβη στην Κάτια...
-Τ.Π... Τι να πεις...

Βλ. και τεσπά.

Got a better definition? Add it!

Published

Κανονικές συνθήκες.

(προφορά: κάπα σίγμα)

Υπό Κ.Σ. η Μαίρη σήμερα έχει άδεια και θα βρεθούμε από το μεσημεράκι.

Got a better definition? Add it!

Published

Το πονηρό άτομο, το αφερέγγυο, το δόλιο. Παρόμοια σημασία με το νυφίτσα.

Μην τον βλέπεις που έχει γλυκό πρόσωπο. Είναι μια μουσίτσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χύμα κατάσταση, χαοτικές συνθήκες, υπηρεσίες, ή μέρη όπου ο καθένας κάνει ό,τι του γουστάρει με αποτέλεσμα να μην λειτουργεί τίποτα.

- Γαμώτο, έχασα την εκπομπή που ήθελα να δω...
- Δεν είχες δει το πρόγραμμα;
- Το είχα δει αλλά φαίνεται πως τελικά έδειξαν άλλα.
- Ε καλά, δεν τα ξέρεις τα κανάλια; Καραπουτσαριό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τόσο αδερφή που δεν πάει άλλο.

- Κοίτα που μας έγινε γκέι και ο Τάκης!
- Γκέι;;; Χα! Αυτός είναι μια καράπουστα του κερατά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified