Λέξη από τα γαλλικά (claquage) που σημαίνει θλάση μυών ή/και, αν δεν απατώμαι, βραχυκύκλωμα, διακοπή ρεύματος, κάτι τέτοιο. Εμείς το χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε ξαφνική ψυχολογική κατάρρευση ενώ όλα πηγαίναν όχι μόνο καλά, ίσα-ίσα υπερλειτουργούσαμε κιόλας.

Ο Αντρέας τά 'μαθες; Βάρεσε ένα κλακάζ στα καλά του καθουμένου και τώρα νομίζει ότι τον παρακολουθούν, ότι τον κυνηγάνε να τον βουτήξουν για λύτρα, ότι θέλουν να τον φιμώσουν γιατί αυτός ξέρει όλα τα μυστικά της εταιρείας αλλά και της παγκόσμιας συμφιλίωσης, γάμησέ τα... Ψυχάκιας μας βγήκε κι αυτός...

βλ. και βλακ άουτ, μπλακάουτ, κοκομπλόκο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαζόχας, η μαζόχα.

Αυτός ή αυτή που αρέσκεται ή την βρίσκει να βασανίζεται σωματικά ή ψυχολογικά. Από το μαζοχιστής, εννοείται.

Λέγεται ειρωνικά. Μαζόχα στο γαμήσι μπορεί να είναι η μάνα μας, ο πατέρας μας, η αγαπημένη μας αδελφούλα, ο σεβάσμιος θείος και μεις να μην έχουμε πάρει χαμπάρι. Μπορεί να είμαστε και μεις και να το ανακαλύψουμε μια ωραία πρωία (ρωτήστε τον Ασκητή για περαιτέρω πληροφορίες). Ο μαζόχας εύκολα βρίσκει το ταίρι του, τον σαδιστή, γιατί ως γνωστόν μάλλον υπάρχουν περισσότεροι τέτοιοι. Τα παιχνιδάκια τους στην αρένα του S&M είναι απαιτητικά, χρειάζονται ένα σωρό αξεσουάρ αν θες να το παίξεις κυριλέ και εξοπλισμένος, αλλιώς μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει και αυτοσχέδια εξαρτήματα, μπαλαντέζες, τον τρίφτη του τυριού, ξυραφάκια, τέτοια. Ναι αμέ. Όσο δυνατότερος ο πόνος τόσο μεγαλύτερη η ηδονή.

Όσο για τον μαζόχα στη συμπεριφορά, είναι ένα εκνευριστικό πλάσμα το οποίο παιδεύεται για καταστάσεις οι οποίες είτε είναι απλούστατες ή θα μπορούσε να τις αποφύγει πανεύκολα. Γιατί κι αυτός, απλούστατα, τη βρίσκει με τα μπερδέματα και τις δυσκολίες. Αλλά δεν θα το παραδεχθεί ποτέ.

Το θηλυκό το χρησιμοποιούμε και για τον χαρακτηρισμό ανδρών.

  1. - Είδες πώς είναι η πλάτη αυτηνής; Γεμάτη τεράστιες γκρατζουνιές. Αν προσέξεις καλά φαίνονται κάτω από το ρούχο.
    - Ε, καλά, καμιά μαζόχα θά 'ναι.

  2. - Τι μαζόχα κι αυτός ο Μιχάλης! Δεν μπορεί να ξαπλώσει, λέει, στο κρεβάτι του, αν δεν είναι τσίτα όλα τα σεντόνια και κάθε βράδυ, ό,τι ώρα και να πέσει για ύπνο, το ξεστρώνει και το ξαναστρώνει από την αρχή!
    - Δεν ξέρω αν είναι μαζόχα, μάλλον για παλιαδερφάρα τον κόβω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απηρχαιωμένο ευφυολόγημα που έλεγαν οι προπαππούδες μας και διατηρήθηκε για καμιά δυο γενεές ακόμα.

Ως γνωστόν ήρθε το 1917 η μέρα κατά την οποία Τσάρος δεν υπήρχε πια. Οι προπάπποι μας λοιπόν, που έζησαν αυτές τις στιγμές και οι οποίοι δεν είχαν το προστυχολογιό και τόσο εύκολο, έλεγαν, κουνώντας το κεφάλι τους δήθεν νοσταλγικά: «Πού Τσάρος!...» (σα να λέγανε «τώρα πια, πού τσάρος!») όταν ήθελαν να πούνε για κάποιον λόγο ότι πάει, τέλος, το χ πράγμα ανήκει στο παρελθόν κλπ. Φρόντιζαν μάλιστα να τονίζουν κάπως περισσότερο το πού, ακουγόταν «Πούτσαρος» και σκάγανε στα γέλια σαν να λέγανε κάτι το πάρα πολύ αστείο.

Εδώ που τα λέμε, αν η έκφραση διδασκόταν στα σχολεία από το δημοτικό, θα ήταν ο μόνος τρόπος να εμπεδώσουν οι μαθητές την διαφορά μεταξύ που και πού.

- Ρε γαμώτο, ήθελα νά 'κανα κανα μπανάκι ακόμα στη θάλασσα...
- Ε, τώρα, πού τσάρος... Χειμώνιασε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της περίφημης ρήσης του Καζαντζάκη (;) «Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου!».

Το γυναικείο αιδοίο, που αποτελεί εν τω προκειμένω απόλυτο σύμβολο της γυναίκας, είναι τόσο βαθύ, σκοτεινό, ερεβώδες, χαοτικό, άγνωστο, ανεξερεύνητο και άραχλο -και ωσεκτουτού τρομακτικά μυστηριώδες- και η μυθικών διαστάσεων επενέργειά του στην γυναικεία όσο και στην αντρική ψυχολογία είναι τόσο πολύπλοκη και μη μετρήσιμη, ώστε μπορεί να παρομοιαστεί μόνο με τρομακτική και άγνωστη άβυσσο.

Σημ.: στην κυριολεκτική έννοια του όρου μιλάμε για πηγαδομούνοβα... (βλ. Πηγαδομούνοβα, Τατιάνα ή πηγάδω)

- Ρε πούστη μου, τά 'χω παίξει με την Ελένη... Δεν πιάνεται από πουθενά. Είπα να της κάνω έκπληξη κι έπλυνα εγώ τα πιάτα σήμερα και αντί να χαρεί με είπε μαλάκα, που τί την πέρασα, για τεμπέλα;, που όλο κάνω πράγματα όταν δεν χρειάζεται, που τα είχε αφήσει επίτηδες για να δει η μάνα μου ότι μαγειρεύουμε και τρώμε κι ότι δεν μένουμε νηστικοί σ' αυτό το σπίτι, κι ότι άλλη φορά να ρωτάω ... με πήρε από τα μούτρα σου λέω! Και δεν είχε καν περίοδο, να φανταστείς. Να μη σου πω ότι ήταν στις καλές της κιόλας!
- Τι να σου πω φίλε, άβυσσος το μουνί της γυναίκας!...

βλ. και χριστιανοσλάνγκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Προσθήκη που έγινε την 29η Μαρτίου του σωτηρίου έτους 2010: ξεσκατώστρα είναι και η ποπέρα).

Η γυναίκα που, προς κακήν της τύχη, εργάζεται σε σπίτια και προσέχει γριές, γέρους, κατοικίδια και μωρά, τώρα πια που η ένδοξη οικογένεια δεν υπάρχει κι έτσι τα είδη αυτά πρέπει κάποιος να τα φροντίζει. Βασικό θέμα της εργασίας αυτής είναι το ξεσκάτωμα και το πλύσιμο. Και καλά για τα μωρά. Τους γέρους όμως και τις γριές δεν είναι και ό,τι πιο ευχάριστο να τους ξεσκατώνεις. Ο όρος ξεσκατώστρα είναι λίαν υποτιμητικός και χρησιμοποιείται 1. όταν το αφεντικό είναι σκέτη σνομπίλα (οπότε με τον υποτιμητικό όρο δηλώνουμε την στάση του απέναντι στο άτομο αυτό) 2. στην περίπτωση που έχει πάρει κανείς χαμπάρι πως η γυναίκα αυτή εκμεταλλεύεται τις καταστάσεις, κακοποιεί τον γέρο, τα βάζει με τη γριά, αδιαφορεί για το μούλικο, κλωτσάει το κατοικίδιο, κλέβει καν' ασημικό κλπ κλπ. Αλλιώς λέμε, ξέρω γω: «εσωτερική», «γυναίκα για το σπίτι», «οικιακή νοσοκόμος».

- Καλά, ο Τάκης πρέπει να τά 'χει παίξει. Έναν χρόνο τώρα έχει τη μάνα του φυτό μέσα στο σπίτι...
- Ε, καλά, πέρα από τη στεναχώρια τ' άλλα τα έχει βολέψει με κείνη την ξεσκατώστρα, δεν θυμάσαι;
- Ναι αλλά του βγήκε πολύ σκάρτη γιατί την έπιασε να ταΐζει τη μάνα γατοτροφές και να της μιλά άσχημα. Την έδιωξε και τώρα ψάχνει γι άλλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από αθάνατη διαφήμιση πάλι. Η σύγχρονη μάνα διαθέτει επί πλέον πολεμοφόδια για την επίτευξη γόρδιου δεσμού στον ομφάλιο λώρο του παιδιού της: δίπλα στα χάδια προστέθηκε και κρεμούλα. Δήθεν για το σύγκαμα, και καλά.

Αυτό βέβαια δεν ισχύει για όλες τις μάνες, γιατί τώρα πολλές έχουν ματσωθεί αρκετά ούτως ώστε να παραδίδουν τους καρπούς των σπλάχνων τους σε καμιά ξεσκατώστρα κι αυτές να σεργιανάνε στα μαγαζιά ή στα μπουζούκια, κάποιες άλλες δε, επειδή ζηλεύουν τις προαναφερθείσες, δεν πολυχαϊδεύουν τα μικρά τους γιατί αντικρίζοντάς τα νιώθουν ρε παιδί μου, ένα κάτι σαν πνίξιμο και στέρηση ελευθερίας... Και τελικά τα μαλώνουν.

Άρα υπάρχει στοργή και προδέρμ; Ή έχει γίνει είδος πολυτελείας; Χα.

- Τι έχει αυτός και νιαουρίζει σήμερα;
- Έχει τις μαύρες του και χρειάζεται στοργή και προδέρμ.
- Και συ τι κάνεις;
- Μάνα του είμαι; Πρόβλημά του.

Όπως βλέπουμε, κι οι γκόμενες δεν πάνε πίσω. Ο τέμπορα ο μόρες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λοξή στάση που παίρνουν οι γκόμενες στην παραλία όταν θέλουν να δείξουν κορμάρα. Προσπαθούν επί ματαίω να τεντώσουν το σώμα (μπούτια, κοιλιά, δίπλες γενικώς) αλλά να δείχνουν, συνάμα, χαλαρές και φυσικές.

Η λέξη έχει αρχίσει να μπαίνει στην αργκό των γυμναστηρίων.

... και μη μου κάθεστε τώρα όλες σε στάση παραλίας, σηκωθείτε όρθιες, μέσα η κοιλιά, σφιχτοί οι γλουτοί, έξω το στήθος, τα πόδια καλά να πατάνε στο έδαφος, κάτω οι ώμοι!

(από ironick, 17/09/08)(από ironick, 17/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά έκφραση που σημαίνει μεθάω ελαφρά. Συνώνυμο του «τα κοπανάω».

- Μαμά γιατί είναι έτσι σήμερα ο μπαμπάς;
- Ε, τα έτσουξε χθες λιγάκι με τους φίλους του, δεν είναι τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το ουίσκι Cutty Sark, η ονομασία του οποίου ακουγόταν ως «δεκατεσσάρι» για όσους, όταν πρωτοβγήκε στην αγορά, δεν ήξεραν αγγλικά ή δεν το είχαν δει γραμμένο. Υπήρχε και κάποιο σχετικό ανέκδοτο τύπου «σιμπιζάκι», αλλά δεν το θυμάμαι...

Παραλλαγή σε βιαστικό: 'κατεσάρ'.

Ρε Γιώργο, πιάσε και βάλε μου ένα μπέιμπυ κατεσάρ' στα γρήγορα!

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Φωκίωνος Νέγρη επί το εξωτικότερον και επί το ποιητικότερον.

- Θυμάμαι τα χρόνια εκείνα στη Φώκα Νέγκρα... Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις!
- Σιγά ρε περπατημένε που σε πήραν και τα χρόνια...

Got a better definition? Add it!

Published