Δεν είναι σλανγκ, το ξέρω, αλλά γράφτηκε κάποτε από φοιτητές σε θρανίο της φιλοσοφικής Αθηνών. Το θρανίο δεν πρέπει να υπάρχει πια, έχουν περάσει καμιά πενηνταριά χρόνια από τότε (την πληροφορία μου έδωσε η μάδερ). Απλώς θεώρησα ότι πρέπει να αναφέρω αυτή την επιγραφή που δείχνει ότι κάποιοι φοιτητές έχουν (είχαν) το γνώθι σεαυτόν.

Σήμερα ο στίχος έχει ευρύτερη εφαρμογή.

Ο στίχος εννοείται πως είναι παράφραση του περίφημου κειμένου του Σιμωνίδη, αν θυμάμαι καλά, που λέει: «Ω ξειν αγγέλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι» (Σιμωνίδης 5ος π.Χ.)

Παράδειγμα, δεν έχει. Θα γίνει έρευνα όμως, και αν τυχόν ποτέ εντοπιστεί το θρανίο (μπορεί ακόμα να χρησιμοποιούν τα παλιά...) ο στίχος θα φωτογραφηθεί και θα τον ανεβάσω εδώ. Αν στο μεταξύ τον βρει κάποιος από σας, λέμε τώρα, ας τον ανεβάσει, εννοείται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαρισαίικος διάλογος. Ακούγεται: πλιτς-πλατς. Από ανέκδοτο: είναι στο μπαράκι μια γκόμενα και δίπλα της ένας τύπος. Και οι δυο είναι μόνοι. Για να του πιάσει κουβέντα αυτή, τον ρωτάει:
- Πλήτ'ς (=Πλήττεις);
και αυτός απαντάει:
- Π'λάτ'ς (=Πελάτης).
χα, χα, χα, χα, χα.
Είναι από τα ανόητα ανέκδοτα του στυλ δεκατισάρ', σιμπιζάκι, κλπ.

- Τι έγινε ρε φίλε, πλιτς;
- Πλατς.
- ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!
- ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!
- ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!
- ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!

... και λοιπά (ε, τα παιδιά έχουν πιει ένα καλό γαράκι και γελάνε μέχρι πρωίας με τη μαλακία αυτή).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δικαιολογία που προτάσσει ένας καλλιτέχνης του κώλου προκειμένου να υπερασπιστεί το έργο του. Λέγοντας αυτό, ο ψευδο-καλλιτέχνης εννοεί ότι η συγκεκριμένη επιλογή του είναι θέμα προσωπικής του άποψης οπότε δεν χωράει άλλη εξήγηση. Έτσι βουλώνει το στόμα των αδαών.

Κυρίως όμως το λέμε εμείς όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα τέτοιο έργο και δεν ξέρουμε να εξηγήσουμε τίστομπούτσο είναι αυτό που βλέπουνε τα μάτια μας.

(Το λέμε όμως και όταν πράγματι αυτό που αντικρύζουμε είναι ιδιαίτερο αλλά τυχαίνει να είμαστε εμείς οι ανίδεοι και δεν ξέρουμε τι να πούμε. Εν τοιαύτη περιπτώσει, όταν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα έργο τέχνης, ταινία, κείμενο κλπ το οποίο δεν κατανοούμε αμέσως, κινδυνεύουμε είτε να το παραγνωρίσουμε θεωρώντας το μαλακία, ή να το θαυμάσουμε άδικα νομίζοντας ότι πρόκειται για κάτι το εξαιρετικό. Πάρ' τ' αυγό και κούρευ' το, δηλαδή).

Ο καλλιτέχνης επιδεικνύοντας το έργο του στα εγκαίνια της έκθεσής του:
- Εδώ έβαλα σκουλήκια στη θέση του ανθρώπου ώστε να φανεί η μικρότητά του σε σχέση με το θείο που απεικονίζεται στον από πίσω πίνακα.
(κάποιοι θεατές:
- Τί λέει ρε μαλάκα το άτομο;
- Ξέρω γω ρε συ; Άποψη...)
Η δημοσιογράφος που κοιτάει (τον καλλιτέχνη, όχι το έργο) εκστασιασμένη:
- Και γιατί επιλέξατε σκουλήκια κύριε Τσαρλατάνογλου και όχι, ας πούμε, πατάτες;
- Άποψη.
- Μάλιστα. Είναι πραγματικά θαυμάσιο αυτό το μήνυμα που προσπαθείτε να περάσετε στο κοινό σας...

ΑΜΑΝ - Μαεβιους Παχατουριδης (από acg, 20/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα καλλιστεία. Διαδικασία - εκδήλωση ιδιαίτερα δημοφιλής, με εορταστικό περιτύλιγμα, κατά την οποία επιδεικνύονται πλήθος όμορφες (ο θεός να το κάνει, γιατί δεν ξέρουμε τί κρύβεται κάτω από τον σοβά) γυναίκες, καλλίγραμμες και, υποτίθεται, έξυπνες και χαριτωμένες (το μορφωμένες λέω να μην το βάλω, αν και μερικές θεωρούν ότι είναι κι απ' αυτό). Απώτερος στόχος της διαδικασίας αυτής που αναμεταδίδεται πάντα από την τηλεόραση και χτυπάει ένα γερό τοις εκατό τηλεθέασης είναι το βραβείο, το οποίο πρωτίστως θα προωθήσει τις αυτο-σκλάβες στην τηλεπιάτσα ή στη διαφήμιση και αργότερα στην αργή αλλά σταθερή κατανάλωσή τους από το τηλεκοινό. Το χειρότερο είναι όταν κάποιες υπερβαίνουν το όριο και πιστεύουν, οι κακομοίρες, ότι τους αξίζει κάτι καλύτερο σε αυτή τη ζωή, κάτι σε κουλτούρα ας πούμε, κάτι σε θέατρο, βλ. Βίκυ Κουλιανού. Εκεί παίζεται το αληθινό δράμα. Κλαψ. Σνιφ. Λυγμ.

- Τι κάθεσαι και βλέπεις εκεί ρε μαλάκα;
- Ωχου ρε πούστη, με το σχόλιο στο στόμα είσαι κάθε φορά... Άσε και κανέναν να χαζέψει λίγο το μουνοπάζαρο ρε φίλε....

(από ironick, 26/05/08)(από acg, 26/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published

Χωρίς στον πούτσο μοίρα. Χωρίς σύντροφο δηλαδή, χωρίς γκόμενα ή γκόμενες, αγάμητος. Ασυνόδευτος, τέλος πάντων –πώς το λέμε ρε παιδί μου;

(από πρωινή εκπομπή στο ραδιόφωνο όπου σχολιάζουν κάποιον κάγκουρα και τους ομοίους του):
— Και δε μου λες, έχουν γκόμενες αυτοί;
— Δεν ξέρω, μπα, δεν νομίζω... Αυτός ο συγκεκριμένος πάντως είναι μόνιμα άδειος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δυσάρεστη οσμή την οποία ουδέποτε αντιλαμβανόμαστε ως τέτοια κατά τη διάρκεια του σεξ, παρα μόνο μετά. Ευτυχώς θα μου πείτε, αλλιώς δεν κάναμε δουλειά. Η κωλίλα (την οποίαν αντιλαμβανόμαστε πρωτίστως στα χέρια μας, πχ. στο περίφημο κωλοδάχτυλο) είναι ό,τι απομένει συνήθως από την επαφή μας με τον πρωκτό του συντρόφου -έχει δεν έχει λάβει ο/η σύντροφος τα απαραίτητα μέτρα (πλύσιμο, αρωμάτισμα, κλπ).

Υπάρχουν όμως κι άλλα πράγματα που μυρίζουν κωλίλα, όπως ορισμένα τυριά. Δεν μυρίζουν τόσο τα ίδια, όσο το περίβλημά τους. Όσο περισσότερο βρωμάνε, τόσο καλύτερα και νοστιμότερα τυριά θεωρούνται - και είναι. Το θέμα είναι να ξεπεράσεις αυτή τη μπόχα, καθότι δεν είσαι φτιαγμένος για σεξ την ώρα που πας να φας το τυράκι σου.

- Πω ρε πούστη, τι βρωμάει έτσι;
- Το τυρί που αγόρασα να δοκιμάσουμε, αγάπη μου...
- Έχει μποχιάσει όλο το σπίτι κωλίλα!
- Πού να δεις τα χέρια μου τώρα που τό 'κοβα! Δεν φεύγει με τίποτα!
(και αρχίζει να τον κυνηγάει να του πιάσει τα μαλλιά. Μετά μπορεί να πέσει και κανα γαμησάκι, οπότε τελικά πάλι στα ίδια ερχόμαστε)

(από ironick, 20/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απαραίτητη συνθήκη για την ομαλή πορεία της σεξουαλικής πορείας μιας γυναίκας. Κάθε γυναίκα, κυρίως οι μεγαλύτερες αλλά και οι μικρές, πρέπει να έχει εξασφαλισμένο το σέρβις της, ειδικά στις εποχές των ισχνών αγελάδων. Σέρβις είναι είτε ο αρσενικός που προσφέρει τις θεραπευτικές του υπηρεσίες, ή ίδια η υπηρεσία per se. Για να διευκρινίσουμε τα πράγματα, οι άντρες αυτοί δεν πληρώνονται. Δεν έχουμε φτάσει ακόμα εκεί, όταν λέμε σέρβις. Είναι είτε φίλοι ή άγνωστοι τυχαίοι μιας χρήσεως. Ευτυχώς για τις γυναίκες, είναι πολλοί και διατίθενται με μεγάλη δική τους ευχαρίστηση, είναι αλήθεια. Είναι δε πάντα εν γνώσει του ότι έχουν αυτόν τον ρόλο. Βολεύονται κι αυτοί και γλιτώνουν έτσι τα χειρότερα. Κοινώς, μαζί με τον βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα, μιας κι έχουμε πιάσει τις παροιμίες εδώ μέσα. (βλ. παράδειγμα 1)

Σέρβις όμως λέγεται και η ανακαίνιση της εξωτερικής εμφάνισης της γυναίκας, δηλαδή κανα χημικό πήλιγκ, κανα λιφτάκι, κανα μποτοξάκι, καμιά θηκούλα στα δόντια, κλπκλπ, ή ακόμα και η απλή επίσκεψη στο κομμωτήριο για μαλλί, νύχι και τα συναφή (παράδειγμα 2). Η λέξη είναι συνώνυμη της λέξης ρεκτιφιέ.

Τέλος, καμιά φορά λέμε σέρβις και τα διάφορα ετήσια τσεκάπ, δηλ. τις αναλύσεις αίματος-ούρων, τον οδοντίατρο, τα παπ για τις γυναίκες, κλπ. (παράδειγμα 3)

  1. - Πού είχες πάει χθες, σε ψάχναμε...
    - Είχα πεταχτεί στον Τάκη για ένα σέρβις...
    - Άντε πάλι!
    - Τι, μωρή ζηλιάρα; Βρες και συ ένα σέρβις και θα μου πεις μετά, που μου περιμένεις τον γαμπρό μέρα νύχτα κι έχεις σταφιδιάσει...

  2. - Ρε συ, είδα χθες μετά από καιρό την Τούλα και λάμπει, τι παίχτηκε;
    - Ε, τι να παίχτηκε... Κανα σέρβις θά 'κανε, μη νομίζεις.
    - Τι σέρβις, τον Τάκη εννοείς;
    - Ποιον Τάκη μωρέ και συ, έτσι εύκολα λάμπεις στην ηλικία της με Τάκη; Κανα μποτόξ θα χτύπησε, τι άλλο.

  3. - Πάμε για κανα βρώμικο απόψε;
    - Μπαα, δεν θα φάω απόψε, έχω σέρβις αύριο.
    - Τι, την Τούλα;
    - Ποια Τούλα ρε μαλάκα, αίμα θα δώσω, για χοληστερίνη κλπ.

πάπανικολαου (από jesus, 29/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κύστη.

Η λέξη συναντάται συνήθως στη πολύ παλιά και μάλλον μπαμπαδίστικη έκφραση «κοντεύει να σπάσει η φούσκα μου», δηλ. κατουριέμαι όσο δεν πάει άλλο.

- Ελπίζω να φτάσουμε γρήγορα...
- Τι σ' έπιασε τώρα;
- Δεν αντέχω άλλο ρε μαλάκα, κοντέυει να σπάσει η φούσκα μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ΩτοΡΙνοΛΑρυγγολόγος. Ο μυστηριώδης τύπος που επέλεξε να ασχοληθεί με την περίπλοκη αυτή περιοχή του ανθρώπινου σώματος. Από την κατηγορία των ιατρών που ποτέ δεν σου δίνουν να καταλάβεις τί πραγματικά έχεις. Εάν, δε, πεις την λέξη ωτορινολαρυγγολόγος πολλές φορές και γρήγορα, παθαίνεις ζημιά στο σύστημα αυτό και καταλήγεις στο Ωριλά πάραυτα.

- Έχω κάτι ζαλάδες τελευταία...
- Να πας στον ωριλά, μήπως και έχεις λαβύρινθο.
- Μπα, πήγα, και μου είπε να κάνω ανάλυση ούρων μήπως είμαι έγκυος.

γΩριλά (από Vrastaman, 09/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Αν υπήρχε στο λεξικό αυτό η κατηγορία 'σαχλά' (με την κυριολεκτική έννοια και όχι με την έννοια του λήμματος τα σαχλά), τότε θα έμπαινε και τούτο οπωσδήποτε.

Τακουνάς και μανάβης = τα κουνάς και μ' ανάβεις

- Τι επάγγελμα κάνεις;
- Τακουνάς και μανάβης.

(μπρρρρρρρρρρρρρρ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified