Παλιομοδίτικο, αλλά εν χρήσει.
α. σα να λέμε: «του πούστη».
β. συμπληρώνει και ενισχύει τα υβριστικά επίθετα
α. - Πήγα πάλι από κει και ήταν κλειστό. Ε, του κερατά, δεν ξαναπάω.
β. - Αυτός, είναι μια παλιόπουστα του κερατά...
Παλιομοδίτικο, αλλά εν χρήσει.
α. σα να λέμε: «του πούστη».
β. συμπληρώνει και ενισχύει τα υβριστικά επίθετα
α. - Πήγα πάλι από κει και ήταν κλειστό. Ε, του κερατά, δεν ξαναπάω.
β. - Αυτός, είναι μια παλιόπουστα του κερατά...
Got a better definition? Add it!
Όρος που χρησιμοποείται όταν είμαστε οργισμένοι. Σα να λέμε μαλάκας, κττ.
Όμως λέγεται και όταν είμαστε σε καλή διάθεση, όπως στην περίπτωση που η λέξη αντικαταστάθηκε από το περίφημο «τιμημένο» και έτσι μπόρεσαν όλοι να πουν τη λέξη άφοβα... (βλ. παράδειγμα 3)
- Είδες;
- Ναι, τον γαμημένο, τά 'χω πάρει άσχημα τώρα.
Το γαμημένο, δεν ανοίγει με τίποτα.
(εν χορώ) Σήκωσέ το, το τιμημένο!
Παθητική μετοχή του γαμιέμαι. Δες και ναι το γαμημένο.
Got a better definition? Add it!
Η αδερφή που δεν το κρύβει.
-Είχα καιρό να δω τον Σάκη.
-Είδες, σκέτη σφυρίχτρα έγινε ο Σάκης μας...
Got a better definition? Add it!
Γυναίκα ή άνδρας που είναι πιο λέρα και από χρησιμοποιημένη σερβιέτα. Ίδια σημασία με την λέξη μουνόπανο, μόνο που είναι ακόμα πιο υποτιμητική.
- Την παλιοσερβιέτα, πού να άκουγες τι μου είπε!
Got a better definition? Add it!
Το μέρος όπου επικρατεί μπάχαλο και όπου ο καθένας κάνει ό,τι θέλει, με τον ρυθμό του. Συνήθως πρόκειται περί δημόσιας υπηρεσίας.
- Πήγα στην εφορεία σήμερα και γινόταν χαμός.
- Ε, αφού είναι κωλοχανείο εκεί, τι περίμενες και συ...
Got a better definition? Add it!
Όρος που τα καλύπτει όλα: η καπάτσα στο σεξ, που δεν κωλώνει σε τίποτα. Με ειδικότητα, προφανώς, στο στοματικό.
- Καλό κοριτσάκι η Ελένη, ε;
- Ποια ρε, αυτή η ψωλορουφήχτρα;
Got a better definition? Add it!
Η προκλητικότατη γυναίκα.
Η Κατερίνα είναι απίστευτη πουτσανάφτρα!
Βλ. και ανάφτρα
Got a better definition? Add it!
Η παλιαδερφή. Ο μαλάκας ομοφυλόφιλος. Ο μαλάκας, γενικώς.
Και γύρισε και μου είπε να μην τον ξαναενοχλήσω! Αν είναι δυνατόν να μου την πει κι από πάνω, η σκατίπουστα...
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικότατος όρος για την ώριμη γυναίκα που παριστάνει την σεξουαλική εικοσάρα.
Μου είχαν πει ότι η μάνα του είναι ωραία γκόμενα αλλά είναι μια πουρέκλω, παναγία βόηθα!
Got a better definition? Add it!
Η πολύ άσχημη και μαλακισμένη γυναίκα.
-Κοίτα την πώς κουνιέται, τη φλόμπα... Ποια νομίζει ότι είναι!
Got a better definition? Add it!