Κονέ μξ ομοφυλοφίλων, δικτύωση, με βλέψη κυρίως στα επαγγελματικά. Δική τους λέξη.
Βλ. και πουστ κονέξιον.
- Χώθηκε πάλι ο Τάκης το πουλάκι μου. Βολεύτηκε, είδες;
- Ίντερπουστ μάι ντήαρ, τι νόμιζες.
Κονέ μξ ομοφυλοφίλων, δικτύωση, με βλέψη κυρίως στα επαγγελματικά. Δική τους λέξη.
Βλ. και πουστ κονέξιον.
- Χώθηκε πάλι ο Τάκης το πουλάκι μου. Βολεύτηκε, είδες;
- Ίντερπουστ μάι ντήαρ, τι νόμιζες.
Got a better definition? Add it!
Ατάκα από παλιό ανέκδοτο (βλ. παρ. 1) η οποία χρησιμοποιείται πια αυτόνομα όταν θέλουμε να πούμε ότι από την επόμενη χρονιά που έρχεται μας περιμένει πάντα κάτι χειρότερο (λογοπαίγνιο με το «κάθε πέρυσι και καλύτερα»).
Κλασική μοιρολατρική και κλαψομουνέ στάση αυτού που σαν το σκουλήκι κάθε φτέρνα όπου τον έβρει τον πατεί (Βάρναλης).
Το ανέκδοτο:
Ήταν δυο τύποι και κάθονταν σ ένα παγκάκι. Ξαφνικά περνάει από μπροστά τους ένας Πέρσης με πατίνι.
Οπότε λεει ο ένας:
- Κοίτα! Ένας Πέρσης με πατίνι!
Μετά από λίγο περνάει ένας Πέρσης με Μερσεντές.
- Κοίτα ρε φίλε! λέει ο άλλος. Κάθε Πέρσης και καλύτερα!!!
- Και του χρόνου!
- Μπα, δεν το βλέπω... κάθε Πέρσης και καλύτερα.
Got a better definition? Add it!
Ζαργκόν των οφθαλμίατρων: η πρεσβυωπία, από τα 2 πρώτα γράματα: πρ- . Προφ λογοπαίγνιο και με το πουρό, εφόσον η πρεσβυωπία αφορά ηλικίες άνω των 40.
Κατά τη βίκυ είναι η κόρνα στην κυπριακή διάλεκτο, εξου και η έκφραση «παίζω πουρού», κορνάρω.
Έχω την υποψία, αλλά μπορεί να λέω και κάτι βλακώδες τώρα, ότι «παίζω πουρού» σημαίνει και κάτι άλλο, βλ. παράδειγμα 3. Όποιος γνωρίζει ας το σημειώσει στο σχόλιο και το προσθέτω στον ορισμό. Πιθανόν να έχει σχέση με αυτό εδώ.
2.α. Βρίζω χυδαία, κτυπώ τα σιέρκα μου στο τιμόνι, παίζω πουρού συνέχεια. Ο λόγος; Υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που κάμνουν οι οδηγοί (αλλά τζιαι οι υπόλοιποι χιούμανς) στον δρόμο που τα θεωρώ απαράδεκτα τζιαι με εκνευρίζουν αφάνταστα.
2.β. Παίζω πουρού για να δώ τί θα κάμουν. Κάμνουν διάφορα. Νομίζω έχω βρεί τους διάφορους τύπους οδηγών που 'κάτι έχουν ζαβό'.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση των ηθοποιών. Σημαίνει ότι έχω εξασκηθεί επαρκώς με ειδικές ασκήσεις για τη γνάθο η οποία είναι πλέον ευέλικτη και λυμένη, με αποτέλεσμα την καλύτερη άρθρωση του λόγου και τον δεξιότερο χειρισμό των εκφράσεων του προσώπου.
Είχα κάνει τις ασκήσεις και ήμουν μια χαρά σπασμένος.
Got a better definition? Add it!
Εντελώς, τίγκα, απολύτως, τέζα. Από το αγγλικό full -και μάλλον μπήκε στη γλώσσα μας από τον όρο του χαρτοπαιγνίου (φουλ του άσσου κι έτς).
Παράγωγες εκφράσεις:
«στο φουλ»: όσο δε μπάει άλλο
«φουλ τα γκάζια», δηλαδή, πέρα από το κυριολεκτικό (σανιδώνω κλπ): σε φουλ εγρήγορση. Κάποιο καυλόγκαζο του σάη ας το κάνει αυτόνομο λήμμα περδικαλώ, ευχαριστώ.
- Θες άλλο;
- Ευχαριστώ όχι, είμαι φουλ.
- Το γεμίζω;
- Φουλ.
- Ο Τάκης καλά;
- Φουλ ερωτευμένος. Τον έχουμε χάσει τελείως.
Σε φουλ ρυθμούς Ίβιτς, Έτο...
Ερωτικα βοηθηματα για απόλαυση στο φουλ!
(παραδείγματα δανεικά και μη)
Got a better definition? Add it!
Μια κι έξω, μπιγκ, τσακ-μπαμ, σε ντετέ.
παλιότερο: μπαμ-μπαμ (=τσάκα-τσάκα)
νεότερο: στο μπαμ
επιτακτικό: στο μπαμ-μπαμ.
~~~~~
Επίσης η λέξη μπαμ δηλώνει και ρυθμό: την θέση, όχι την άρση και είναι αντίστοιχη του «ταμ».
Στο μπαμ τριαδα... Καλησπέρα παικταράδες μου, Μια γρήγορη τριαδούλα για σήμερα γιατί μείναμε πίσω λόγο φόρτου εργασίας και υποχρεώσεων
Έλα ρε Βαγγέλη να το φτιάξουμε εδώ μπαμ-μπαμ, να τελειώνει!
Σχετικα λιγη ωρα κρατησε η τελετη ορκωμοσιας για την αναληψη της προεδριας της Αμερικης απο τον Μπαρακ Ο-μπαμ. Εγινε στο μπαμ-μπαμ.
Τι κοινό έχει μία βόμβα, ένα τυρί και το 'ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας';- Μπαμ τύρι τύρι τύρι...
Got a better definition? Add it!
Αυτός που είναι φουλ κιτς. Η κατάληξη -άτος ελληνοποιεί και σλανγκοποιεί τη λέξη.
Υπερθετικό: καρακιτσαριό
...καρφάκι δεν μου καίγεται αν είσαι κιτσάτος ή μπαλαλάικα... τι έχουνε δηλαδή οι λαϊκογκόμενες και τα γκαραζότεκνα... μια χαρά είσαι...
...πλακόστρωτο δάπεδο, ένας γύψινος κιτσάτος Βούδας στην είσοδο και τρία λαχταριστά πλάσματα γένους θηλυκού (ζωντανά αυτά)...
Όποιος εδώ μέσα είναι κιτσάτος, ας έχει κιτσάτη υπογραφή. Όλοι οι υπόλοιποι φροντίστε να ακολουθείτε τις βασικές αρχές της φορουμικής καλαισθησίας.
...στον κυριακατικο μπουφε και να φαει μεχρι σκασμου...πολυ καλο σερβις και ο χωρος κιτσατος, οπως αρμοζει σε ενα τετοιου υφους εστιατοριο!
από το δίχτυ
Got a better definition? Add it!
όρος της ξυλουργικής: τραβέρσα, δοκός, «η πελεκητή ξυλεία στέγης, κορμοί ξύλου ελαφρά πριονισμένοι ώστε να διατηρούν την κωνικότητά τους, αποτελούν την ιδανική λύση για εμφανείς κατασκευές ιδιαίτερα σε παραδοσιακά κτίσματα.»
(από εδώ)
Το τραβέλι, το (η) τραβεστί.
[Στο σαλόνι], κόκκινοι καναπέδες και συνδυασμός υψηλής τεχνολογίας ηλεκτρονικών με το νεολιθικό τζάκι και τις κλασικές νησιώτικες τράβες της οροφής.
Αὐτὰ τὰ «τσόλια» καὶ οἱ «τράβες» εἶναι ὅ,τι κι ἐσύ, μὲ μιὰ πολὺ θεμελιώδη διαφορά: Ἔχουν τὸ θάρρος τῆς γνώμης καὶ τῆς ἐπιλογῆς τοῦ νὰ ζοῦν ἐλεύθερα καὶ ὑπερήφανα, καὶ ὄχι νὰ γκρινιάζουν μὲ ψευδοεπιχειρήματα ὅτι θὰ τρομάξουν τὴν μαμὰ καὶ τὸν μπαμπά.
Got a better definition? Add it!
Ο μεσάζων, αυτός που λαδώνει τα γρανάζια του κατεστημένου ώστε να λειτουργεί αυτό σωστά, η λαδιέρα.
Τα λαδωτήρια είναι συνήθως εξαιρετικά προικισμένα, μορφωμένα και καπάτσικα άτομα, τα οποία όλη τους τη γνώση και την ικανότητα την αναλώνουν στον σκοπό αυτό.
Πιο αναλυτικά, διαβάζουμε εδώ:
Το λαδωτήρι ή αλλιώς ο λιπαντής. Αρχαίο επάγγελμα αλλά παρεξηγημένο καθότι λαϊκό. Ωστόσο, με την πάροδο των ετών, το επάγγελμα, του οποίου η άσκηση είχε συνδεθεί με τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα κατά το παρελθόν, έρχεται να πάρει την εκδίκησή του μέσω της εξειδίκευσης. Η εξειδίκευση το αναβαθμίζει σε επιστήμη και το αποκαθιστά στα μάτια της κοινωνίας, καθώς η άσκησή του απαιτεί πλέον άτομα με δεξιότητες, με ιδιαίτερες χάρες κι αρετές. Το λαδωτήρι ή αλλιώς ο λιπαντής ως επιστήμων κι επαγγελματίας όταν εξυπηρετεί τις ανάγκες που προκύπτουν μεταξύ των σαλονιών της υψηλής κοινωνίας και των υπουργικών σαλονιών θεωρείται ιδαίτερα προσοδοφόρο. Είναι το μοναδικό επάγγελμα που οι εκάστοτε κυβερνήσεις επιδιώκουν να παραμένει ερμητικά κλειστό.
σ.ς.: καμία σχέση με το λαδοτύρι Μυτιλήνης.
Ο εν λόγω Χριστοφοράκος, στα πλαίσια της πολυπολυτισμικότητας και των ατομικών ελευθεριών, άφησε την καρδιά του ελεύθερη. Η καρδιά αυτή στο τέλος έγινε τρελή και αλλοπαρμένη για μια νέα εκ Τουρκίας, με την οποία το εν λόγω γερμανικό λαδωτήρι απέκτησε και δυο παιδιά. Διέλαθε την έρευνά μας αν τα παιδιά πήραν την ελληνική, την τουρκική ή τη γερμανική υπηκοότητα, αν και κάπου διαβάσαμε ότι θέλει το λαδωτήρι να ζήσει στην Ελλάδα «για τα παιδιά του». Η προοπτική για τα προσεχή χρόνια δεν φαίνεται και τόσο κοντινή. Ο ίδιος εγκαταστάθηκε στο Μόναχο, εκεί όπου η Siemens έχει τεράστιες παροχές στα πρώην και νυν στελέχη της και μια τεράστια ομπρέλα προστασίας για τα λαδωτήρια τύπου Χριστοφοράκου.
...
Ούτε εμείς θα είχαμε αντιληφθεί το νέο κόλπο της Siemens, αλλά βοήθησε σε αυτό το γεγονός ότι είμαστε φανατικοί αναγνώστες του άρθρου του Παύλου Τσίμα στα «ΝΕΑ». Και διαβάζουμε το άρθρο φανατικά για να δούμε αν θα αρχίσει έρευνα για τον Χριστοφοράκο, το λαδωτήρι της Siemens.
από εδώ
Got a better definition? Add it!
Βάζω κάποιον σε μπελάδες, σε έγνοιες. Καμία σχέση με το ανοιχτά τα μαγαζιά. Η λέξη μαγαζί εδώ σημαίνει τραβάγια.
Το να ανοίξεις ένα κατάστημα είναι μπελάς, πόσο μάλλον την σήμερον ημέρα με την κρίση, τα ενοίκια, τις εφορίες και ταλιμπάν. Έγινε λοιπόν πάλι επίκαιρη η έκφραση.
Μη μου ανοίγεις μαγαζάκια τώρα τελευταία στιγμή, πες της ένα αντίο και πάμε σπίτι..
Got a better definition? Add it!