Ο γαμιάς, πολύ υποτιμητικά όμως. Λέγεται κυρίως από γυναίκες. Είναι μια απαίσια λέξη που βοηθά τα μάλα στην εν λόγω υποτίμηση.

Από το πηδάω.

- Πώς σου φαίνεται ο γκόμενος της Καίτης;
- Μμμμμμμ, σιγά και τον πηδιά, που μας κορδώνεται αυτή όλη μέρα...

Got a better definition? Add it!

Published

Η πηδιά (θηλ.).

Ο πήδος (όχι όμως αυτός), δηλαδή ένα βήμα, άντε ένα και κάτι, τόσο όσο αν πηδήξουμε λίγο αντί να περπατήσουμε απλά.

Μανώλης Λιδάκης: Τα Μέγαρα μετά μια πηδιά είναι η Αρκαδία... από δω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός - υπεκφυγή, τον οποίον χρησιμοποιούμε για κάποιον όταν μας ρωτάνε τι λέει σαν εμφάνιση και δεν θέλουμε να πούμε ότι δεν βλέπεται, επειδή είναι αξιόλογος άνθρωπος ή επειδή είναι φίλος / -η. Βλ. και συμπαθητικός.

Έχει τύπο = έχει ιδιαίτερο χαρακτήρα που σε κάνει να παραγνωρίζεις την ασχήμια του/της.

Σεβεντίλα προς εϊτίλα κι αυτό.

- Καλή η φίλη σου;
- Εμμμ, ...
- Άσε, κατάλαβα. Έχει τύπο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται προς κάποιον ο οποίος δεν μας ακούει (κυριολεκτικά), και καλά επειδή έχει παίξει τόση μαλακία που κουφάθηκε. Η όλη φράση είναι «η μαλακία κουφαίνει» και υπονοεί τις καταπληκτικές θεωρίες τ. «μην παίζεις το πουλί σου γιατί θα τυφλωθείς» κλπ, που καταπίεσαν γενιές ολόκληρες (επ' αυτού βλ. τα χειροτεχνία και τυφλώνομαι).

Δεν πολυλέγεται πια, είναι σεβεντίλα.

Καμία σχέση με το άλλο κουφαίνω, ούτε, ως προς την αιτία, με τον μαρμελάδα.

- Πού είναι το εργαλείο;
- Εκεί, πάνω στο ράφι.
- Πού;
- Πάνω στο ράφι!
(έρχεται πιο κοντά):
- Για ξαναρίχ' το ρε μεγάλε, δεν σε άκουσα...
- ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΡΑΦΙΙΙΙ! Κουφαίνει, ε;;;

το ψηφίζειν \'φαίνει... (από MXΣ, 07/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φαινομενικά πάμψυχρη γυναίκα. Αυτή η οποία, από το βλέμμα της μέχρι τα τρίσβαθα του κόλπου της, δείχνει ακίνητη σα μαρμαρωμένη -και κρύα σαν το μάρμαρο. Από τις πιο σπάνιες περιπτώσεις χαρακτήρων (έχει δει κανείς ποτέ;). Προσοχή: όχι η μπλοκέ γυναίκα που είναι σεξουαλικά ψυχρή ή που είναι αντικοινωνική και κρύβεται πίσω από μια ανέκφραστη όψη. Μιλάμε πάντα για αξιοπρέπεια, κύρος και απόλυτο έλεγχο.

Ο παραμυθένιος αυτός χαρακτηρισμός δεν βγάζει λοιπόν απέχθεια, ούτε καν μπορεί να καταχωρισθεί ως Πρόστυχος ή Σεξιστικός. Είναι τίτλος. Εγείρει το δέος και τον σεβασμό, ακριβώς όπως και το μάρμαρο -ως πέτρωμα, ως αξία, ως χρήση.

Μια μαρμαρομούνα είναι μεγάλη πρόκληση. Αν σε δεχθεί (όχι «υποκύψει»!), έχεις καταφέρει όσα λίγοι. Και αξίζεις πολλά. Άρα η μαρμαρομούνα είναι κάτι ανώτερο και της αρχοντομούνας, θα λέγαμε ο υπερθετικός βαθμός της. Το δε παγόμουνο είναι εντελώς τελείως άλλη κλάση, όπως λέει ο jonas στο λήμα-ασίστ ice queen.

Τι γίνεται τώρα κάτω από την μαρμάρινη αυτή όψη και πόζα, δεν μπορούμε να ξέρουμε. Οι λίγοι που μάθανε δεν μπορούν να εξηγήσουν.

Παραθέτω και το χότζειο σχόλιο του ice queen:

Ιταλικά λέγεται fica di marmo = μαρμαρομούνα. Ως «βασίλισσα του χιονιού» λέγεται και στα τούρκικα, αλλά δε θυμάμαι πώς.

- Ρε συ, έχει χαθεί ο Στέλιος, έχεις μάθει νέα του, είναι καλά;
- Δεν ξέρω, είναι τελειωμένα ερωτευμένος με μια μαρμαρομούνα, το παλεύει, γράφει ποιήματα κι ετς τώρα.

(από Khan, 19/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοείται: στην καλύτερη περίπτωση, στην καλύτερη των περιπτώσεων.

Παραλείπεται ένεκα μαγκιάς, όπως πχ λέμε στην τελική.

- Λες να έχει κόσμο το πάρτυ;
- Μπα, στην καλύτερη θα είμαστε τριάντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν μου ξεφεύγει τίποτα, είμαι τόσο παρατηρητικός (ή/και έχω τόσο καλή όραση) ώστε βλέπω / αντιλαμβάνομαι / πληροφορούμαι τα πάντα, ακόμα και κάτι τόσο ασήμαντο και μικρό όπως μια οξεία.

Υποθέτω ότι η έκφραση δεν υπήρχε προ μονοτονικού.

Λέγεται για πανέξυπνους ή για απίθανα κουτσομπόληδες (δηλ. πάντα ενήμερους για το τι παίζει γύρω).

  1. Πώς διάολο ο gixerpap δεν χάνει οξεία από τα τεκτενόμενα μεταξύ βούτας και μαύρης...;
    (από εδώ)

  2. - Θα το κάνω όμορφα και δεν θα πάρει χαμπάρι.
    - Κανόνισε, γιατί αλλιώς την πουτσίσαμε, δεν χάνει οξεία, να το ξέρεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντιγράφω από το μπλογκ του sarant:

κουφουτούρτουρου (το) = χαρακτηρισμός του φλύαρου, που κωφεύει στις συμβουλές των άλλων (Θεσσαλικό ιδίωμα Αντιχασίων).

Κάποιος παρακάτω συμπληρώνει ότι δεν είναι μόνο Θεσσαλικό. Αυτό το διαπιστώνουμε και από το παρακάτω παράδειγμα, όπου τη λέξη τη χρησιμοποιεί μια Κατερινιά.

Βρε κουφοτούρτουρο του hifi που με θες και ηχεία ντεμοντέ!
(από δώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι άσχετος, δεν ξέρω τι κάνετε εσείς εδώ στην πόλη, ούτε και να με ρωτήσετε, εγώ δεν ξέρω απ' αυτά, και δεν θέλω να ξέρω, γιατί στο χωριό μου δεν τα έχουμε / δεν τα κάνουμε, δεν είμαστε διεφθαρμένοι.

Έκφραση που βαστά από την εποχή που η ελληνική πόλη το έπαιζε αριστοκρατία απέναντι στην επαρχία, και ο μη αστός, ο χωριάτης κυρίως, αφενός κομπλεξαριζόταν, αφετέρου όμως διέκρινε κάποιες αξίες του που δεν τις έβλεπε να διατηρούνται στην πόλη, και ως εκ τούτου αμυνόταν προτάσσοντάς τες.

Τώρα πια το λέμε για να κάνουμε ότι δεν ξέρουμε τίποτα και να τραβήξουμε την ουρά μας απ' έξω.

  1. Είμαι ασυμβίβαστος, ελεύθερος κι αλάνης,
    το νοικοκυριό μου, κεραμιδαρειό,
    τα μπερδεματάκια και τις πλάκες που μου κάνεις,
    τζάμπα μου τα κάνεις, είμαι από χωριό.

«Είμαι από χωριό»
Στίχοι: Άκης Πάνου
Μουσική: Άκης Πάνου
Πρώτη εκτέλεση: Μιχάλης Μενιδιάτης

  1. Εγώ είμαι από χωριό! Δεν είδα, δεν ξέρω! Σύ είπας! (από το νέτι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αριστερό (χέρι ή πόδι) θεωρείται γρουσούζικο ή ελαττωματικό (και βεβαίως ο αριστερόχειρας θεωρείται ελαττωματικός, αντί να σκεφτούμε ότι μπορεί και κάνει κάτι που δεν μπορούμε εμείς, άλλο θέμα αυτό...), άρα αν σηκωθούμε από το κρεβάτι με το αριστερό πόδι (ή από την αριστερή πλευρά), δικαιολογείται η γκαντεμιά στη φάτσα μας και το στυλ του πολλά βαρύ που κουβαλάμε όλη μέρα.

Κι αυτό παμπάλαιο, βλ. και έπεσες από το στρώμα; ή μπήκε στο πλύσιμο.

Τι έγινε γιατρέ μου, με το αριστερό σηκωθήκαμε σήμερα; Για λίγο κράτει με τη γκρίνια, δεν θα τη βγάλουμε τη μέρα έτσι, έχουμε και δουλειές...

Got a better definition? Add it!

Published