Το φίδι είναι ένα κομψό και χρήσιμο πλάσμα, άκρως παρεξηγημένο εξαιτίας του μύθου της πτώσης από τον παράδεισο (έπρεπε να φταίει από τότε κάποιος άλλος, όχι άνθρωπος). Έτσι λοιπόν έχει περάσει στο συλλογικό ασυνείδητο ως κάτι το φριχτό κι απαίσιο, με μύριες όσες συμβολικές προεκτάσεις -οι οποίες περιττεύουν εδώ.

Κάποιοι λαοί τα τρώνε τα φίδια, για μας όμως είναι κάτι το αδιανόητο και σιχαμερό (πάλι καλά). Υποθέτουμε ωσεκτουτού πως αν κανείς φάει κάτι τέτοιο, θα σακατέψει το πεπτικό του, με συνέπεια απαίσια κλασίδια, ρεψίματα, κουτουλού. Όταν λοιπόν πράγματι κάποιος δίπλα μας αμολήσει καμιά καυτή και μποχιάσουμε, του λέμε: «φίδια έφαγες;»

Συνειρμός από το (κατά τ' άλλα άσχετο) φίδια του Χάνκοντα.

- αααχχχ... (αφήνει μια ύπουλη)
- Όχι ρε μαλάκα άντρα, μας πέθανες, πφφφφφφφφ! Φίδια έφαγες ρε πούστη;

Όσοι σιχαίνονται μην το δούνε (από Khan, 13/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τρελή. Ακόμα καλύτερα: η τρελαμένη. Συνώνυμα: τρελοκαμπέρω, τρελοκομείο, τρελόμετρο.

Μόνο στο θηλυκό. Κι αυτό επειδή χαρακτηρίζει αποκλειστικά την γυναικεία σάλτα, αυτή την μοναδική ψυχοπάθεια που δεν είναι και για το τρελάδικο, δεν είναι εγκληματική ή παθολογική, είναι αποτέλεσμα κοινωνικών πιέσεων αιώνων σε συνδυασμό με γυναικείους παράγοντες όπως κλιμακτήριος, ατεκνία, αγαμία και τα τοιαύτα. Η τρελόγκα δεν θα σου κάνει (εμφανώς πως) κακό, αλλά θα σε ταλαιπωρήσει αφάνταστα. Είναι γραφική, δηλαδή.

Λέγεται όμως και όταν χαριτολογούμε με κάποια φίλη η οποία μας είναι τόσο συμπαθής που και η μαλακία της ακόμα έχει πλάκα και μας διασκεδάζει (λέμε τώρα).

  1. Έχω μπλέξει στη δουλειά, μου κοτσάρανε μια καινούργια προϊσταμένη, μεγάλη τρελόγκα, δεν βγάζεις άκρη.

  2. Ηρέμησε μωρή τρελόγκα, μας κοιτάνε όλοι!

Got a better definition? Add it!

Published

Η τρέλα, αλλά και ο τρελός.

Από το ιταλιάνικο saltare, απ' όπου και το ρήμα σαλτάρω ή σαλτέρνω (βλ. εδώ ή εδώ).

  1. Έχει πέσει πολλή σάλτα τελευταία, ο κόσμος δεν πάει καλά.

  2. Το άτομο είναι τελείως σάλτα.

Δες και .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα (και αντικείμενο) μέτρησης της σάλτας. Όπως θερμόμετρο, βαρόμετρο, υγρόμετρο, σλανγκόμετρο και άλλα εις -όμετρο. Επίσης, χαρακτηρισμός προσώπου.

Το αντικείμενο: ακαθορίστου σχήματος και υφής όμετρο, με το οποίο μετράται ο βαθμός τρέλας που επικρατεί σε μια συγκεκριμένη περίσταση ή που χαρακτηρίζει ένα συγκεκριμένο άτομο. Νομίζω ότι ο Νταλής έχει ζωγραφίσει κάτι τέτοια (μη με πιστέψετε περδικαλώ).

Το καλολογικό επίθετο, ή μάλλον κατηγορούμενο: τρελόμετρο χαρακτηρίζεται αυτός που συμπεριφέρεται ωσάν τρελός, που είναι εντελώς τελείως καμένος, μπλε, τρελοκομείο. Συνώνυμο στο θηλυκό: τρελοκαμπέρω.

  1. - Πώς περάσατε χθες στο σπίτι του Σάκη;
    - Έχασες! Τα άτομα είναι εντελώς τελείως καμένα, το τρελόμετρο χτύπησε κόκκινο...

  2. - Πώς τα πάει ο Μάριος με την 4873265η γκόμενά του;
    - Γάμησέ τα, πάλι με τρελόμετρο τά 'φτιαξε, δεν σώζεται ο τύπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέρος όπου βρίσκεις μόνο άντρες, όχι γκέι όμως, από τους άλλους. Μπακουρότοπος, αρχιδόκαμπος.

Ρε Λουκία, δεμπάει άλλο η αγαμία, πάμε να τημπέσουμε σε καναρχιδάλωνο να ψωνιστούμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. κάνω download, βλ. και κατεβαστήρι. Αντίθετο: ανεβάζω.
    Από τις λίγες μεταφράσεις ξένων όρων της τεχνολογίας, οι οποίες έγιναν αβίαστα και προτιμήθηκαν από τις ξένες ή τεσπα χρησιμοποιούνται εξίσου.

  2. πίνω / τρώω τον άμπακο, χλαπακιάζω.

  3. χώνω μπουνιά: κατεβάζω / μου κατεβάζουν ένα μπουκέτο

  4. ρήμα πασπαρτού ως πρώτο συνθετικό εκφράσεων: κατεβάζω μούτρα, κατεβάζω ασφάλειες, γατοκέφαλα, καντήλια, παροχή, ρολά, τη μάπα κάποιου, τον γενικό.

  1. Τι θα γίνει ρε Στέλιο, κόφ' το να κατεβάζεις, σέρνεται το γαμίδι, δε μπορώ να κάνω τη δουλειά μου.

  2. - Τόφαλος έγινε πάλι ο Νώντας.
    - Εμ δεν είδε χθες τι κατέβασε το άτομο; Αν τρώει κάθε μέρα έτσι...

  3. Μουνάς, γελάκι; Θα σου κατεβάσω καμία και θα δούμε αν θα γελάς μετά.

(από Khan, 14/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πείθομαι πολύ εύκολα, σαν το ψάρι που τσιμπάει το δόλωμα, μασάω, ψαρώνω.

  2. Τρώω ελαφρά.

  3. Κολλάω μια αρρώστια (πχ γρίπη, αφροδίσιο, κλπ).

  4. Τσιμπάω ένα αρχίδι ή δυο αυγά μελάτα.

  5. Την προστακτική, τσίμπα! = πάρε, τσάκω.

  1. - Ρε συ, λέει αλήθεια ο Χαρδαβέλας ότι το τέλος του κόσμου θα έρθει το 2012;;;
    - Τι τσιμπάς ρε πστ κάθε μαλακία που ακούς στην τηλεόραση, θα την πετάξω!

  2. Τι λες, να τσιμπήσουμε κάτι σπίτι ή να βγούμε;

  3. - Πώς είσαι έτσι;!
    - Γάμησέ τα, κάτι τσίμπησα μου φαίνεται, νιώθω χάλια. ααααααΑΨΟΥ!!!!!!
    - Στα μούτρα σου, μαλάκα, φύγε μη με κολλήσεις και μένα!

  4. Την κατέβασα την ταινία, τσίμπα την.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαγγελματική αργκό των οδηγών πούλμαν.

Στις μεγάλες αποστάσεις μοιράζονται το οδήγημα δύο οδηγοί. Όσο ο ένας είναι στο τιμόνι, ο άλλος πρέπει να ξεκουράζεται ή να κοιμάται. Τα πούλμαν όμως δεν έχουν κρεβατάκι, όπως οι νταλίκες. Ο χώρος που κοιμάται ο πουλμανατζής βρίσκεται στο κάτω μέρος του πούλμαν, εκεί όπου είναι και οι αποσκευές. Επειδή λοιπόν είναι βαθιά και σκοτεινά κει χάμω, το αποκαλούν τάφο.

- Μπάμπη, ξύπνα, πιάστηκα. Πάρ' το συ, να μπω λίγο στον τάφο να ισιώσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αυλάκια στο πέλμα του λάστιχου (αυτοκινήτου, πούλμαν, κλπ). Λέγονται έτσι λόγω του σχεδίου που σχηματίζουν, που θυμίζει και καλούα μπακλαβά.

Ο όρος αυτός προέρχεται από τους παλιούς συνεργατζήδες.

Είδη μπακλαβά: ψαροκόκκαλο και «καράφλα». Ένα πέλμα λέγεται καραφλό αν δεν έχει μαμίσιο ψηλό μπακλαβά, ή αν αυτός έχει φθαρεί από την πολλή χρήση.

  1. Τον χειμωνα βαζουμε λαστιχα με «μπακλαβα» κατα προτιμηση «ψαροκοκκαλο». το καλοκαιρι βαζουμε καραφλα.
    (από το νέτι)

  2. το ζήτημα είναι αν το πέλμα (ο «μπακλαβάς» για τους παλιούς) του ελαστικού είναι καθαρό για να μπορεί να γραπώσει στην επιφάνεια στην οποία κινείται.
    (από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχέδιο σε σχήμα V, που θυμίζει... ψαροκόκκαλο.

Το λέμε κυρίως

α. για παρκέ (που θεωρείται το πλέον ακριβό και σπανίζει -για την ακρίβεια σπανίζει το εξαιρετικά καλοφτιαγμένο) ή για κεραμικό πλακάκι κλπ,
β. για είδος ύφανσης σε χοντρό συνήθως ύφασμα (μάλλινο, τουίντ κλπ) που επίσης θεωρείται σικάτο και ακριβό,
γ. για τον μπακλαβά του πέλματος στα λάστιχα αυτοκινήτου.

  1. Κυρία μου, θα σας έλεγα να μην πειράξετε το παρκέ. Είναι ωραιότατο κι ας είναι παλιό. Σε ένα σημείο μόνο είναι το πρόβλημα. Θα σας κάνω ενέσεις πολυουρεθάνης, η οποία θα μπει από κάτω και θα στηρίξει τα ξύλα να μην τραμπαλίζουν. Δεν θα φαίνεται τίποτα και δεν θα χρειαστεί τίποτ' άλλο. Αλλιώς θα πρέπει να το ξηλώσετε όλο και δεν θα ξαναγίνει ποτέ σωστά. Κανείς δεν ξέρει πια να δουλεύει σωστά τέτοιο ψαροκόκκαλο.

  2. Μπα μπα μπα... Και παλτό ψαροκόκκαλο η κυρία... Πού το κονόμησες;

  3. Άλλαξα μάρκα γιατί ήθελα το πέλμα ψαροκόκκαλο που δεν έχουν τα καινούργια goodyear. Είχα νιώσει το απίστευτο κράτημα στο βρεγμένο και ήθελα ίδιο πέλμα.
    (από το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified