Ο μέσος οδηγός, ο που δεν ξέρει να προσπερνάει παρά μόνο στην ευθεία, ο που όταν τον προσπερνάς γκαζώνει (γιατί είναι ευθεία), ο που πατάει πάντα φρένο στη στροφή αντί να κατεβάζει ταχύτητα, ο που πάει γενικώς, ο που πλήρωσε για το δίπλωμά του γιατί αλλιώς δεν. Το πιο σύνηθες είδος που απαντάται στις εθνικές οδούς μετά τους νταλικέρηδες και τα τροχόσπιτα.

Όταν ο οδηγός αυτός βρίσκεται μέσα στην πόλη, απλώς καταλαμβάνει τρεις λωρίδες μόνος του.

Συγγενεύει με τον οδηγό του σαββατοκύριακου, τον νικολάκη, τον χάρο και τον μπάρμπα-Μπρίλιο, με εκδοχές προς όλες τις ηλικίες και φύλα.

- Μην του κολλάς του μαλάκα!
- Νταξ μωρέ, τώρα, θα τον περάσω.
...
- Τον παλιοκαριόλη, τώρα που τον περνάμε 10 αμάξια πήρε να γκαζώσει η κομπλεξάρα!
- Ε τι περίμενες, είναι οδηγός της ευθείας αφού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η ελληνική καθημερινή ονομασία του αστακοειδούς scyllarides latus (βλ. φωτό), η οποία προκύπτει από το ότι το ζωντανό αυτό κινείται χτυπώντας πάνω κάτω την ουρά / τον κώλο του.

Παρότι η λέξη ακούγεται και είναι επαρκώς σλανγκ, δεν απαντάται σε αμιγώς σλανγκική χρήση. Επιτρέπεται, ωσεκτουτού, κάθε αυτοσχεδιασμός.

Κωλοχτύπα θα μπορούσε λοιπόν να είναι το κωλοσκάμπιλο, το χαστούκι που σκάει ο άντρας στον κώλο της γυναίκας κατά τη διάρκεια του σεχ, ή, απλά, στο ανέβασμα της σκάλας, αντρική πρακτική που, κατά τη γνώμη της υποφαινομένης, προέρχεται από τον καιρό που ο άντρας καβαλούσε (με κάθε έννοια) το άλογό του ή τη μουλάρα του ή τον γάδαρο και έδινε και μια στα καπούλια για να πάρει μπρος το ζωντανό. Τώρα αν αρέσει αυτό στη γυναίκα ή όχι, είναι θέμα γούστου, ή και θέμα στιγμής.

Παίζει και σαν προστακτική: «Κωλοχτύπα με μωρό μου, κωλοχτύπα με!»

Επίσης κωλοχτυπιέσαι πχ σε χωματόδρομο με τζιπ.

(Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: το σαβουάρ βιβρ εξηγεί πως η μόνη περίπτωση κατά την οποία ο άντρας πρέπει να προηγείται της γυναίκας, είναι στις σκάλες (ανέβασμα), για έναν πολύ απλό λόγο: γιατί αλλιώς φαίνεται το βρακί της και δεν πρέπει. Πιθανόν όμως να είναι και προς αποφυγή κωλοχτυπών, λέω γω.)

  1. Τώρα το καλοκαίρι, πριν βάλετε στο πιάτο σας χταποδάκι, αστακό ή κωλοχτύπα, σκεφτείτε το διπλά. Γιατί αυτά και άλλα μικρά θαλάσσια είδη απειλούνται με εξαφάνιση, κυρίως λόγω υπεραλίευσης.
    από εδώ

  2. - Σου έχω πει χίλιες φορές ότι μου τη σπάει να μου κάνεις κωλοχτύπες όταν ανεβαίνουμε τις σκάλες του σπιτιού μας!
    - Στο κρεβάτι αλλιώς μου τά 'λεγες μωρό μου...

(από ironick, 17/08/10)δείτε και αυτή την απίθανη μαλακία (από ironick, 04/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρούχο που, πρώτον, στεγνώνει πολύ γρήγορα καθότι λεπτό, βου δεν θέλει σιδέρωμα επειδή δεν τσαλακώνει (άρα είναι +/- συνθετικό) ή φοριέται επίτηδες τσαλακωμένο.

Πλύνε-βάλε σημαίνει ότι είναι τόσο εύκολο ρούχο ώστε το φοράς, γυρίζεις σπίτι σου, το πλένεις και, την ίδια μέρα λέμε τώρα άμα λάχει το ξαναφοράς και ξαναβγαίνεις.

Το στέγνωμα ούτε που αναφέρεται στην έκφραση, τόσο αμελητέα υπόθεση είναι.

Πλύνε-βάλε, μπορεί κάλλιστα να είναι ένα Μικρό Μαύρο Φόρεμα, ας πούμε. Αλλά και οτιδήποτε είναι ελαφρύ και μικρό σχετικά σε μέγεθος.

Το σίγουρα αντίθετο του πλύνε-βάλε είναι το τζην.

Να σημειωθεί ότι σπανίως αφορά αντρικό ρούχο η έκφραση.

- Ωραίο μπλουζάκι!!!
- Φχαριστώ. Είναι και πλύνε-βάλε, πολύ με έχει βολέψει.

Got a better definition? Add it!

Published

Ρίχνω φόλα.

Έχουμε έναν γείτονα που συστηματικά φολιάζει τα αδέσποτα της περιοχής, θα τον σκίσω άμα τον πιάσω...

Θα σου ρίξω φόλα στο σκυλάκι σου  (από tryager, 06/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Παθαίνω κράμπα. Ακόμα πιο συγκεκριμένα, έχω ευαισθησία και με πιάνουν κράμπες συνέχεια.

- Ρε πστ, δεν ξέρω τι έχω πάθει, συνέχεια κραμπάρω στη γυμναστική...
- Σου λείπει μαγνήσιο, να τρως μπανάνες...

(από Jonas, 06/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Οποιοδήποτε ζωντανό (κατά κύριον λόγο έντομο) κατοικοεδρεύει μέσα σε έναν καρπό, μηχάνημα, αντικείμενο, εκεί όπου, ακόμα κι αν είναι φυσιολογικό να βρίσκεται, δεν χαιρόμαστε να το συναντάμε.

- Για δες ρε μάνα, είναι καλό αυτό το μήλο;
- Λίγο χτυπημένο είναι, δεν πειράζει. Αλλά μην το φας έτσι, κόψ' το καλού κακού μην έχει καναν κάτοικο...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο αλλήθωρος του οποίου τα μάτια φεύγουν προς τα έξω. Από Κρήτη, αλλά ίσως λέγεται και αλλού.

Επίσης ο χαζούλιακας, ο στόκος.

- Ποιος Γιώργος από τους δύο;
- Όχι ο πιο νέος, ο άλλος, το αλφάδι.

(από alamo, 05/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο χέστης, ο φοβιτσιάρης. Παρομοίως όπως λέμε «λαγοκοιμάμαι», επειδή δηλαδή ο λαγός τρομάζει εύκολα. Η έκφραση χρησιμοποιείται στην Κρήτη, πιθανόν όμως και αλλού.

Αντίθετο: λεοντόκαρδος (λέμε τώρα).

Η κυρα-Στέλλα είναι ο άντρας στην οικογένεια. Ο κυρ-Αντώνης δεν πιάνει μία μπροστά της, ο λαγουδόκαρδος...

brave, brave sir Robin... (από Jonas, 05/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Το ουίσκι. Από το scotch.

- Τι θα πιεις;
- Ξέρω γω... Στάξε μου έναν σκωτσέζο.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. «Κουνιοτράμπαλο= κουνιέμαι - τραμπαλίζομαι ή άτομο με πολύ κουνημένο εγκέφαλο» (από εδώ)

  2. Το νευρόσπαστο, αυτός που κουνιέται συνέχεια από νευρικότητα.

  3. Ο πούστης και, συνεκδοχικά, το πουστριλίκι.

Από τις λέξεις «κούνια» και «τραμπάλα». Το κούνημα και ο παιδισμός που αποπνέουν οι δύο αυτές δραστηριότητες στην παιδική χαρά, καθιστούν ιδιαίτερα πετυχημένους τους παραπάνω χαρακτηρισμούς.

  1. Σε μια αστραπιαια στιγμη περασε απο το μυαλο μου οτι ειχα εσωτερικο ταρακουνημα απο κουραση και εβλεπα τις γραμμουλες του cad να χορευουν. Κρατησε αρκετα παντως και ειχα μια μικροζαλη αργοτερα. [μπορει να φταιει και το οτι ειμαι κουνιοτραμπαλο]
    (από φόρουμ)

  2. Μην νομιζετε πως οι ενεργητικοι παντα ειναι κ σαν νταλικιερηδες . Μπορει ν ειναι καποιος κουνιστος κ να ειναι ενεργητικος.

Δεν μπορώ να το φανταστώ....ρε παιδί μου δεν λέω ότι όλοι οι στρέητ είναι νταλικιέρηδες, αλλά αν είναι και κουνιοτράμπαλο, ε δεν νομίζω να είναι και στρέητ...
(από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified