1. Σε έντυπα λεξικά δεν το βρήκα, στο ίντερνετ το βρήκα ως ντοπιολαλιά της Aρκαδίας που σημαίνει αγράμματος, άξεστος. Κυρίως με αυτή τη σημασία το έχω ακούσει και γω.

Υποθέτω πως το ντουβλούκι, με την κυριολεκτική του σημασία, είναι κάτι σαν ξύλο (απελέκητο...), κούτσουρο, γκουμούτσα κττ. Αν όμως κάποιος ξέρει από πού προέρχεται η λέξη (τούρκικα; αλβανικά; άλλο;) και τι σημαίνει, θα βοηθήσει λίγο το πράμα...

  1. Όμως χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο των λέξεων κουλό, τούβλο (2ος ορισμός) ή της κακιάς και αναπάντεχης είδησης («μου ήρθε κεραμίδα») κλπ.
  1. Kαλημέρα :) Πάντοτε απορούσα από πού βγαίνει το ντουβλούκι...χαχαχ μαρεσει ηχητικά η λεξη αυτή, δεν την ηξερα, την ακουσα από μια μητέρα κάποτε....πλάκα δεν έχει;
    (για το παιδί της την έλεγε!)
    από το ιντερνέτι

  2. - Τι νέα;
    - Κάθεσαι;
    - ;;;
    - Κάτσε λοιπόν, να ακούσεις το ντουβλούκι που έσκασε σήμερα...

(από joe909, 04/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδού μια όσο σύντομη γίνεται, υποκειμενική και σίγουρα γεμάτη ελλείψεις αναλυσούλα:

Ο Ρομαντισμός (χοντρικά: τέλη 18ου αι.) είναι ένα καλλιτεχνικό ρεύμα που υπέστη κατά τον 20ό αιώνα -και εξακολουθεί να υφίσταται- μεγάλη υποτίμηση, παρά την ψευδο-επιστροφή σε αυτόν, και παρά την μέχρι στιγμής αδιάκοπη (αν και όχι εύκολα ορατή) επιρροή του σε μεγάλες στιγμές της σύγχρονης τέχνης.

Η οριστική και αμετάκλητη υποτίμησή του επήλθε με τα απανωτά σοκ που πέρασε ο δυτικός κόσμος κατά το πρώτο μισό του 20ού: τους δύο παγκόσμιους πολέμους, την Οκτωβριανή επανάσταση, την πτώση των αυτοκρατοριών και την κατάπτωση της θρησκείας, σοκ τα οποία τον προσγείωσαν απότομα στην ωμή ζωή, πάνω που ανθούσε η παλιά καθεστηκυία κατάσταση πραγμάτων (με όλα της τα πλην αλλά και τα συν), γκραν φινάλε της οποίας υπήρξε η Μπελ Επόκ.

Τα σοκ αυτά, μαζί με άλλους παράγοντες, έθεσαν υπό απόλυτη αμφισβήτηση τις αξίες του δυτικού πολιτισμού, εδραιώνοντας, συγχρόνως, την νεότερη εποχή. Όμως ο ρομαντισμός (που κατά τη γνώμη μου, όσο ακραίο και να ακούγεται αυτό, ελλοχεύει ακόμα και σε ωμά μοντέρνα κινήματα σαν τους αξιονιστές) ήταν ένα σπουδαίο -αν και πολύ συχνά υπερβολικό- κίνημα, που εξέφρασε την πρώτη στην ιστορία του ανθρώπου νοσταλγία για τη φύση και τις αγνές ανθρώπινες σχέσεις. Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος είχε πια εγκατασταθεί για τα καλά στις πόλεις: η ζωή του και η σχέση του με τον συνάνθρωπο άλλαξε προς αυτό το οποίο βιώνουμε σήμερα. Ως προς αυτή την διάθεσή του, ο ρομαντισμός είναι το πρώτο νεωτεριστικό κίνημα.

Επειδή είχε μεγάλη πέραση στην εποχή του, κακοποιήθηκε αργότερα -όπως οτιδήποτε έχει γνωρίσει επιτυχία με την αξία του σε αυτόν τον ντουνιά. Και ήταν εύκολο θύμα γιατί, σε πρώτη ανάγνωση, ο ρομαντισμός δείχνει «εύπεπτος». Το βάθος του εκφράζεται με μέσο την θλίψη και την γλυκιά μελαγχολία και όχι την ωμότητα ή τη βία.

Η κακοποίησή του συνίσταται στην κακέκτυπη απομίμησή του, η οποία είναι αυτό που λέμε «ρομαντζούρα». Πλην αλλ' όμως, όσοι (οι περισσότεροι δηλαδή) απαξίωσαν στα νεότερα χρόνια να εντρυφήσουν στον ρομαντισμό και τον προσπέρασαν κατευθείαν, αντιμετωπίζοντάς τον υποτιμητικά, ακριβώς λοιπόν επειδή ποτέ δεν τον γνώρισαν σε βάθος, αποφάσισαν πως οποιαδήποτε ρομαντζούρα είναι το ίδιο και το αυτό με τον καθαρόαιμο ρομαντισμό, άρα τον απέρριψαν -και τον απορρίπτουν ακόμα- ως ρομαντζούρα και τον ίδιο.

Όσα τρωτά σημεία και να έχει το Ρομαντικό κίνημα (τα οποία, προσωπικά, εντοπίζω περισσότερο στη ζωγραφική του, λιγότερο στη λογοτεχνία του και ακόμα λιγότερο στη μουσική του), η πλήρης απαξίωσή του είναι μια καθαρά κομπλεξική και βιαστική αντιμετώπιση, που πηγάζει από ταμπού ταξικοκοινωνικής φύσης, κττμγ.

Υπάρχουν όμως ρομαντζούρες. Είναι, για να μιλήσουμε για σημερινά πράγματα, οι new age κιέτσ' μουσικές που χαρακτηρίζονται ως σούπες. Είναι τα μυθιστορήματα τύπου άρλεκιν και το 70% της σημερινής παγκόσμιας «λογοτεχνικής» παραγωγής. Είναι οι πίνακες του Μπομπ Ρος. Είναι δηλαδή το κιτς ή η ξεπέτα που φέρει και εκμεταλλεύεται κάποια στοιχεία ρομαντικά για να ξεγελάσει αφενός τον αδαή, αφεδύο τον με στεγανά και στερεότυπα κριτή.

Κατά το «ρομαντζούρα» πάει και η κλασικούρα, η γενικούρα, κλπ.

Δύο παραδείγματα όπου τα πράγματα είναι εντελώς τελείως ανάποδα και παρεξηγημένα:

  1. - Σ΄αρέσει ο Σοπέν;
    - Αμάν ρε φίλο, ξεκόλλα με αυτές τις ρομαντζούρες πια...

  2. - Σ' αρέσει ο Μπομπ Ρος;
    - Αχ ναι, είναι πολύ ρομαντικά τα τοπία του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν σημαίνει ακριβώς «μη μασάς» ή «μην τσιμπάς», καθότι είναι ήδη αργά: το έχουμε ήδη τσιμπήσει το δόλωμα. Σημαίνει: «αφού τσίμπησες σα μαλάκας, φέρσου έξυπνα, κατάπιε τον μεζέ και φτύσ΄τ' αγκίστρι, να μη σε έχουν για τελείως μαλάκα...».

- Ρε μαλάκα!!! Τά' μαθες; Η Ειρήνη θα κάνει αλλαγή φύλου και θα λέγεται Ηρακλής!
- Φτύσ' τ' αγκίστρι ρε μαλάκα, πλάκα σου κάνανε ρεεε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. γερμανισμός, δηλαδή χρήση μιας γερμανικής έκφρασης ή λέξης ή σύνταξης με ελληνικό τρόπο ή προφορά. Όπως λέμε αγγλιά, γαλλιά, κλπ.

  2. Η γερμανίδα, υποτιμητικά.

Ο έλλην, ως γνωστόν, σνομπάρει από αρχαιοτάτων χρόνων ό,τι δεν είναι ελληνικό (πας μη έλλην βάρβαρος, ναούμ') και σήμερα τους γερμανούς τους έχει στη μπούκα και καλούα επειδή πήγαν να τον κατακτήσουν ή επειδή δουλεύουν σαν ρομποτάκια κλπκλπ.

Ωραία, μόνο που η μισή ελλάδα στη γερμανία πήγε κι έτρεξε να μεταναστεύσει μετά τον πόλεμο (η άλλη μισή στην αμερική και στην αυστραλία. Νταξ, δεν είμαστε αντιαυστραλοί, είμαστε όμως, λέει, αντιαμερικάνοι).

Και τα καυτά ελληνικά καβλοκαιράκια, ο γκρηκ λόβερ τις έχει καλοπηδήξει ουκ ολίγες φορές τις εγγόνες των παρολίγον κατακτητών. Για να μην πούμε τι λένε ότι συνέβαινε και κατά τη διάρκεια της κατοχής (της μαμάς σου το μουνί το γαμούν οι γερμανοί, που λέει κι ο λαός).

Αλλά αυτά είναι ανθρώπινα και συγχωρούνται. Και είναι στερεότυπα στα οποία δεν πρέπει να κολλάμε. Γιατί τα στερεότυπα δεν μας αφήνουν να διακρίνουμε ούτε τα καλά του «κακού», ούτε τις δικές μας αδυναμίες...

Σημ.: δεν λέμε όμως την γαλλίδα «γαλλιά», ούτε την αγγλίδα «αγγλιά», ούτε την ελβετίδα «ελβετιά» κοκ. Επίσης δεν χρησιμοποιείται κάτι αντίστοιχο για τους άντρες.

  1. Ωχ δεν τον μπορώ αυτόν τον μεταφραστή, όλο κάτι γερμανιές κοτσάρει και τα κείμενά του είναι ακατανόητα.

  2. — Το νοίκιασες το εξοχικό σου στη Μάνη;
    — Ναι, σε μία γερμανιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξινίχλα λένε κανονικά το τριφύλλι (τουλάχιστον στην Αίγινα), αυτό που, επειδή προφ ξινίζει, δεν το τρώνε ούτε τα οζά (τουλάχιστον στην Αίγινα -γιατί πχ στη Μυτιλήνη έχω δει να το καλλιεργούν για ζωοτροφή, αλλά μπορεί και να μην είδαν καλά τα μάτια μου, είμαι και παιδί της πόλης, ίσως κάποιος από σας με διαφωτίσει).

Ξινίχλα(ς), σλανγκιστί, είναι ο ξινός άνθρωπος, ο αντιπαθής, ο χολιασμένος, που κάνει μουτσούνες με το τίποτα σα να 'χει καταπιεί ξίδι, που δε σκα χαμόγελο, που μονίμως τη λέει με στυλ ινστρούχτορα σε κάποιον, που τεσπα δεν έχουν χαρεί τα σκέλια του καλά πράματα και η μούρη του το δείχνει.

  1. Μάζεψε τα μούτρα σου πια, τι ξινίχλας είσαι ρε πστ, σε γάμο σε κάλεσαν όχι σε κηδεία! Ας μην ερχόσουνα, στην τελική...

  2. - Μορφωμένος άνθρωπος ο κύριος Τ.
    - Τι να το κάνεις, σκέτη ξινίχλα είναι το άτομο...

Η κυρία Merkel- Sauer (=ξινός) (από Khan, 21/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα χαλασμένο αντικείμενο, ή που έστω μας εκνευρίζει επειδή δεν κάνει σωστά τη δουλειά του. Μπορεί να είναι μηχάνημα, ρούχο, εξάρτημα, οτιδήποτε δηλαδή μπορεί να είναι και ένα γαμίδι, ας πούμε.

Άλλα συνώνυμα, αλλά μόνο για συσκευές: καβουρδιστήρι, μπουρί.

  1. από το παράδειγμα του λήμματος πηγαίνω τάπες:
    - Άργησα να φύγω από το σπίτι, και το πήγα τάπες μέχρι την Κόρινθο χωρίς ανάσα και ανέβασε θερμοκρασία το μπουρδέλο!

  2. - Τι θα φορέσεις απόψε στου Τάσου; Το ΜΜΦ σου, κλασικά;
    - Δεγκζέρω ρε πστ, πάχυνα και δε μου μπαίνει πια το γαμημένο το μπουρδέλο...

Joe Dassin - Billy le Bordelais (από allivegp, 22/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από τους άλλους ορισμούς, σημαίνει και το πολύ βαρύ φαγητό. Συνήθως το λέμε για εξαιρετικά χοληστερινούχα εδέσματα, αλλά και φαγητά που γενικά πέφτουν βαριά στο στομάχι, όπως πχ το στιφάδο. Έχοντας φάει κάτι απ' αυτά νιώθεις πράγματι σα να έχεις μια μπόμπα μέσα σου έτοιμη να εκραγεί.

- Ωραίο το φαγητό σου μωρό, αλλά ειδικεύεσαι στις μπόμπες βλέπω...
- Έλα μωρέεε, μόνο λίγο μπέικο είχε μέσα, τυράκι, μαγιονέζα, λίγη κρεμούλα και δύο αυγουλάκια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα «προσεχώς» του κινηματογράφου, διακωμωδημένα επί το λαϊκομποστικόν, σε έναν ανύπαρκτο πληθυντικό.

Να αναφέρω επί τη ευκαιρία τη μετάφραση που έδινε ένας φίλος στον αντίστοιχο αγγλικό όρο shortly: «κοντούτσικα» (επίρρημα).

- Πάμε κανα σινεμά; - Μόνο αν παίζει κάτι εδώ κοντά. Βαριέμαι να τρέχω.
- Μμμ, δε νομίζω, είχα περάσει τις προάλλες και στα προσεχά έδειχνε μια αμερικλανιά ολκής.
- Ε άσ' το τότε. Προτιμούσα κανένα πουτοπάει να σου πω την αλήθεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται στην έκφραση «πατημένος σαραντάρης / πενηντάρης» κόκ, λέγεται δε και στο θηλυκό. Σημαίνει αυτόν που όχι μόνο έχει μπει για τα καλά στην αντίστοιχη γκάμα ηλικιών, αλλά το δείχνει κιόλας, του φαίνεται δηλαδή.

- Μαλάκα, γνώρισα μια γκόμενα τις προάλλες, τύφλα νά 'χει το Λίλιαν σου λέω...
- Έλα ρε, ποια; Την ξέρω;
- Μπορεί, είναι η Τατιάνα, η γειτόνισσα του κουμπάρου της ξαδέλφης του μπατζανάκη του περιπτερά της γωνίας.
- Ρε συ, αυτό είναι γαμώ τα πουρά! - Ε όχι και πουρό το κορίτσι!
- Ε όχι και κορίτσι η πατημένη πενηντάρα ρε αούγκανε...
- Ε, τεσπα δεν της φαίνεται.
- Καλά, δες καλύτερα κάτω από τον σοβά...
- Μπα, δεν φορά μακιγιάζ.
- Ε τότε κάποια μπαγαποντοπλαστική έχει η φάβα...
- Καλά, νταξ, μην πάρεις...

Got a better definition? Add it!

Published

Ύφασμα που συναντάμε συνήθως σε λεπτά μπουφανάκια. Γυαλιστερό ψευτοσατινέ, με εμφανείς πυκνές ραφές σε σχήμα ρόμβου, θυμίζει πάπλωμα, εξού και η ονομασία.

Ο τρόπος ραφής αυτός (αγγλιστί Quilting) έχει σκοπό την συγκράτηση των παραγεμισμάτων του υφάσματος, ώστε με το φόρεμα ή το πλύσιμο ή το καθάρισμα να μη σβωλιάζουν.

Η φίρμα που έχει καλής πχιόττας παπλωματέ ρούχα είναι η Burberry, την οποία πια και η κουτσή μαρία γνωρίζει, βλ. μήδι (εννοώ βλ. μήδι για το Μπέρμπερι, όχι για την κουτσή μαριά).

Σαν καλός αθλητής, φοράω από κάτω μια μαύρη φόρμα (έχω βαρεθεί πια τα χρώματα γενικώς) και από πάνω ένα μαύρο μπουφάν από εκείνα τα παπλωματέ, που και ελαφριά είναι, και σε προφυλάσσουν από το κρύο άμα ιδρώσεις.
από το ΚΛΙΚ

SINGLE BREASTED MULTI QUILT BELTED COAT (από ironick, 14/02/10)(από HODJAS, 16/02/10)

Δες και .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified