Πέραν των ζωδιοκτηνοτροφικών περιπτώσεων, πρόκειται για μουσικό όργανο, κιθάρα και δη ηλεκτρική, που λάνσαρε η εταιρεία Gibson το 1961 δίνοντας της τον κωδικό SG, με σχήμα που δικαιολογεί να την αποκαλούν έτσι οι σχετικοί με το αντικείμενο στη χώρα μας, παράγεται ακόμη από τη «μαμά» εταιρεία καθώς και από άλλες του είδους σε διάφορες «βερσιόν»...

Οι φανατικοί των AC/DC έχουν –πιστεύω– μερίδιο ευθύνης...

- Ρε συ θα το πουλήσεις το ταυράκι;
- Ναι... Όταν θα βγάλει ο ήλιος κέρατα...

(από pavleas, 20/01/09)(από vikar, 23/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα Τούρκικα καφάς θα πει κεφάλι, κρανίο.

Όταν, λοιπόν, η καρπαζιά, που έριξαν σε κάποιον είναι δυνατή λέμε: «Tου έφυγε το καφάσι», δηλαδή, του έφυγε το κεφάλι από τη
δύναμη του κτυπήματος.

Το ίδιο και όταν αντιληφθούμε κάτι σπουδαίο, λέμε: «μου έφυγε το καφάσι», δηλαδή, μου έφυγε το κεφάλι από τη σπουδαιότητα...

παστέλι

.

Eίδα τον gilbert στο «αν» και μου έφυγε το καφάσι... πολύ παιχτούρα!

βλ. και κλαπέτο, καφάσι, το μπρικολέτο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω τσαντίλα σημαίνει πως συφιλιάζομαι, τα παίρνω στην κράνα (γκρρρ..), έχω εκνευριστεί τα μάλα, έχω μεγάλη τσαντίλα. Τούρκικη λέξη που στα ελληνικά σημαίνει την μεγάλη οργή, τον μεγάλο θυμό κάποιου.

Τσαντίλα λέμε και το είδος εκείνο του υφάσματος που χρησιμοποιούμε για να φιλτράρουμε το γάλα από ξένα σώματα. Το τουλουπάνι όπως το λένε αλλιώς. Η τσαντίλα, το τουλουπάνι έχει έναν μεγάλο εχθρό. Την γιδότριχα. Αυτή η ρημάδα η γιδότριχα είναι που έδωσε στο ύφασμα το όνομα τσαντίλα επειδή όσες φορές και να φιλτράρεις το γάλα, όσες τσαντίλες και να το περάσεις αυτή η καταραμένη η γιδότριχα θα βρει τρόπο να περάσει.

Τα καταστήματα που πωλούν τσάντες, έχουν εξ ορισμού τσαντίλα η οποία μεγαλώνει σε περιόδους οικονομικής ύφεσης και τσαντίλες αν απασχολούν πέραν του ενός υπαλλήλους.

Οι νήσοι Αντίλλες δεν έχουν σχέση με τα παραπάνω...

Δε μου φτάναν οι άλλοι, ήρθες και συ να με τσαντίσεις..

playing god (από pavleas, 21/02/09) Νευράκια, νευράκια;;; (από Galadriel, 21/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στενοχωριέμαι, πικραίνομαι, νοιώθω μελαγχολία, είμαι γάμησέ τα κι άφησέ τα.

Συνεκδοχικά πίνω φαρμάκια, ρουφάω τ' αυγό μου, γεύομαι την πικρία, όντας μάρτυρας μιας άσχημης πραγματικότητας που με αφορά, λίγο ως πολύ, ή είμαι «φύση» πεσιμιστής και την πίνω γενικότερα και έχει να κάνει με καταστάσεις από «την ζουζού την αγαπώ μα μ' αρέσει κι η κοκό» μέχρι «πιες παιδί μου την πορτοκαλάδα σου¨- την πίνω μητέρα».

Θα συναντήσουμε τη φράση με ποικίλες άλλες σημασίες - δείγμα του γλωσσικού μας πλούτου.

«Όταν την πίνω την ρακί την πίνω μπαμ και κάτω γιατί βλέπω τα μάθια σου στου ποτηριού τον μπάτο»

(από pavleas, 21/02/09)

Βλ. και τον πίνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική ύβρις που δηλώνει τον μειωμένης αντίληψης άνθρωπο.

Την εποχή της Τουρκοκρατίας υπήρχε στην Αθήνα ένας Αλβανός που γύριζε στα διάφορα σπίτια των ελλήνων και μάζευε τον καθιερωμένο κεφαλικό φόρο. Ονομαζόταν Κιουλάκ Βογιατζή. Ήταν δύο μέτρα περίπου ψηλός και το άγριο πρόσωπο του ήταν κατάμαυρο και βλογιοκομμένο. Ο Κιουλάκ Βογιατζή κρατούσε πάντοτε στα χέρια του ένα κοντόχοντρο κόπανο και με αυτόν απειλούσε τον κόσμο. Έλεγε δηλαδή ότι θα τους σπάσει το κεφάλι, αν δεν του έδιναν μια χρυσή λίρα ή δύο φλουριά, όπως απαιτούσε ο κεφαλικός φόρος κάθε έξι μήνες.

Ο Κιουλάκ όμως αυτός ήταν τόσο κουτός, ώστε δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα διάφορα νομίσματα της εποχής εκείνης. Έτσι πολλοί Έλληνες που δεν είχαν να πληρώσουν, του έδιναν μερικές μπρούτζινες δεκάρες, που τις γυάλιζαν προηγούμενα για να φαίνονται χρυσές, και τον ξαπόστελναν. Από τότε, λοιπόν, έμεινε η φράση που τη λέμε συνήθως για τους ελαφρόμυαλους: τα μυαλά σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος. «Μπογιατζής» δεν ήταν άλλος από το Κιουλάκ Βογιατζή με τον κόπανο του.

Μεγάλος κόπανος ρε πίστη μου...

Γιώργος Κωνσταντίνου, The Κόπανοι, 1987. (από patsis, 15/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «you tube». Από το αγγλικό «tube». Επίσης: σουλήνας, σωληνάριο, σουληνάρι(ο).

- Έφαγα όλο το βράδυ μέσα στο σωλήνα να χαζεύω βίντεα...

(από pavleas, 21/01/09)

Συνώνυμα: το εσύ-σωλήνα, το συσιφόνι, συσωλήνας, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άρχων της μαλακίας.

- Φίλε μου Παυλέα, αν αν υπήρχε διαγωνισμός για τη μαλακία θα έπαιρνες το πρώτο βραβείο...
- Με συγκινείς μ' αυτά που μου λες!
- Αλλά και να τό 'χανες, από μαλακία σου θα ήταν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σούπω / σουπώ / σουπωγώ: Ο τρόπος εκφοράς, η ένταση, ο τονισμός και τα συμφραζόμενα δίνουν διάφορες ερμηνείες.

  • Σύντομος πρόλογος για χειροδικία.
  • σουπώ τώρα τι εννοώ ...
  • σούπω λίγο μεγάλε ... (Μέτρια ως και μεγάλη ένταση)
  • Οικειότητα και οικονομία.
  • σούπω ρε σ..
  • έαε (Μικρή ως μέτρια ένταση)
  • Συνωμοτισμός, μυστικότητα.
  • σουπώ ύστερα..
  • σούπω (Ελάχιστη ως μικρή ένταση)

Σε κάθε περίπτωση υπάρχει ένα πλησίασμα του καλούντος προς τον «υποψήφιο» ακροατή του.

- Σούπω ρε..
- Σουπώ εγώ..

Ο τιραμισουρεαλιστής καλλιτέχνης Philippe Soupault (από Khan, 26/10/10)

Δες και παράλειψη των να και θα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η όλη διαδικασία μετάβασης, εντοπισμός σωλήνα, χειρισμοί προσέγγισης, αναμονή σύνδεσης και προσωλήνωση στο σωλήνα προορισμού που μπορεί να είναι ο συσωλήνας, αλλά και έτεροι διαφόρων διατομών.

-Αν πετύχει η προσωλήνωση έγινα σωληνοκάβουρας.
-O.k. τα λέμε λέιζερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γιουβέτσι είναι ένα παραδοσιακό φαγητό με βάση το κριθαράκι.

Έχει όμως και σλάνγκια παραδοσιακή χρήση (χωρίς άρθρο και λοιπά μπαχαρικά), σαν άμεση απάντηση σε προτεινόμενο τρόπο/μέθοδο επίλυσης προβλήματος που δεν μας βρίσκει σύμφωνους και μας γνωστοποιείται, συνήθως προφορικά, με κατακλείδα το τροπικό επίρρημα έτσι: Έτσι να κάνεις, έτσι πρέπει, σκέτο έτσι κ.α.

-Να ρε συ έτσι!
-Γιουβέτσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified