Όταν διαπράττεται κάτι άδικο, ή κάτι που διαταράσσει την τάξη των πραγμάτων, την αξιοκρατία κ.ο.κ.

«Όμως, πάλι, όμως πάλι ο Θεός θα κοιμηθεί,
και την άλλη χιλιετία,
θα πετύχει η πειρατεία!».

Από το τραγούδι των Ενδοπαλαμικών Πεοπαλινδρομιστών για την Εθνική μας στο ποδόσφαιρο.

Κοιμήθηκε ο Θεός (από panos1962, 06/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι μουνότριχες, το εφήβαιον. Γαλλικής προέλευσης σλανγκ.

Ασίστ: Ιρονίκ.

«Για όλα φταίει το γκαζόν», γαλλική ταινία για τρίο με λεσβία.

Δες και το ποτίζει το γκαζόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αθάνατη ατάκα του Χάρρυ Κλυνν από την εποχή των 80ς και του σιδηρού παραπετάσματος. Την έλεγε Νεοέλληνας που είχε μόλις γυρίσει από την Σοβιετική Ένωση. Εννοούσε ότι η ανέχεια ήταν τόσο μεγάλη απ' την άλλη μεριά του σιδηρού παραπετάσματος, που είχανε ξεφύγει από τη νομισματική οικονομία και είχαν περάσει σε οικονομία ανταλλακτική ειδών, και μάλιστα πρωτευόντων ειδών, όπως η οδοντόκρεμα Κολινός, γνωστή παρακμιακή οδοντόκρεμα, που άκμασε στα 80ς. Τώρα ο Πούτιν προσπαθεί να βγάλει την Ρωσία από την εποχή Γιέλτσιν, αλλά η χαρρυκλυννική ατάκα χρησιμοποιείται ακόμη για χώρες-παραδείσους του σεξοτουρισμού.

Από φόρουμ:

Η αλήθεια είναι πως η φράση «κλέβω εκκλησία» που έχει τυποποιηθεί δεν είναι καθόλου τυχαία. Όσο ξεφτιλισμένος και να ήταν ένας Έλληνας κακοποιός, εκκλησία δεν έκλεβε.
Τώρα τα ... (σ.ς.: Αναφέρεται σε κατοίκους συμπαθους χώρας που δεν φταίει σε τίποτα) κλέβουν και ρόδα, και γριά παράλυτη, και πιτσιρίκι, και παστέλι άμα λάχει. Με κολινός βγάζεις γκόμενα. Όποιος ισχυρίζεται το αντίθετο και κατηγορεί τους άλλους για ρατσισμό απλώς γίνεται ο ίδιος γελοίος. Αλλά αυτό συμβαίνει συνήθως μέχρι την ώρα που θα τον κλέψουνε. Μετά αλλάζει φιλοσοφία.

Η Κολινός κι η γκόμενα. (από Dirty Talking, 05/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φίλος σλανγκιστί, αλλά χρησιμοποιείται και ως αδιαφοροποίητη κλητική προσφώνηση για κάθε περίσταση, που είναι όμως κάπως καλύτερη και λιγότερο παρεξηγήσιμη απ' το μαλάκας.

Λ.χ. (Με ενοχλημένο ύφος): -Τι λε ρε φιλάρα; = -Τι λε ρε μαλάκα;

(Με φιλικό, στοργικό ύφος): -Τι κάνεις ρε φιλάρα; Καλά είσαι ρε φιλάρα; = -Τι κάνεις ρε μαλάκα; Καλά είσαι ρε μαλάκα;

Got a better definition? Add it!

Published

Σεξουαλικός τουρισμός σε πόλεις και χώρες, που φημίζονται για φτηνές και ποιοτικές σεξουαλικές υπηρεσίες, με σκοπό απλώς και μόνο να γαμήσουμε.

Επίσης αναφέρεται ως «σεξοτουρισμός».

- Γουστάρω! Μόλις πήρα διακοποδάνειο και φεύγω για διακοπές!
- Διακοποδάνειο για διακοπές; Ή πουτανοδάνειο για σεξοδιακοπές;

(από MXΣ, 31/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρχικό λήμμα που προκαλεί λημματοστιβάδα. Γνωστή και ως «σλανγκομάνα».

Μεγάλες λημματομάνες είναι τα λήμματα: lol, λολ, μήδι, μύδι, φραπέ, το, μούτσος, σωλήνας, ο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται ειρωνικά για να δηλώσει ότι ένα πρόσωπο που θεωρούμε πολύ έμπιστο γιατί είναι στενός συγγενής μας, δεν είναι και τόσο στενός συγγενής μας, οπότε ούτε και τόσο έμπιστος. Γενικώς, για καταστάσεις τρέχα γύρευε και ελληνοφρένειας.

Η έκφραση είναι ακόμη πιο τιραμισουρεαλιστική όταν τη λέει άνδρας, που δεν μπορεί να έχει συνυφάδα, εξαιρουμένης της Τήλου.

- Και πώς είσαι τόσο σίγουρος ότι θα βρούμε εισιτήριο για τον μεγάλο τελικό;
- Μου το έχει εγγυηθεί ο μπατζανάκης του αδερφού της συνυφάδας μου. Αυτός είναι στα μέσα και στα έξω!
- Α, κατάλαβα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μετεωρολογικό φαινόμενο, που παρατηρείται στο slang.gr, όταν ένα μικρό αρχικά λήμμα συμπαρασύρει μαζί του όλο και περισσότερα λήμματα, και τελικά σχηματίζεται ένας ιδιαίτερα μεγάλος όγκος λημμάτων, που σαρώνει τα πάντα στον διάβα του. Θεωρείται ότι στην δημιουργία λημματοστιβάδων συμβάλλουν ιδιαίτερα οι καβουροσλανγκόσαυροι, αλλά κανείς δεν διανοείται την εξόντωσή τους, καθώς αποτελούν έναν απολύτως απαραίτητο κρίκο του σλανγκικού οικοσυστήματος. Το αρχικό εκείνο λήμμα ονομάζεται λημματομάνα.

Πρόσφατο παράδειγμα λημματοστιβάδας αποτελεί το πώς από την λημματομάνα μούτσος, προήλθαν αστραπιαία τα: δέσαμε μούτσο, μουτσοπαίκτης, ο, παίξαμε μούτσο δις, πέσαμε μούτσο και ο μούτσος που γαμούσαμε έγινε καπετάνιος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά από το να χάσεις επεισόδια της σαπουνόπερας που σου αρέσει και να μην μπορείς να κατανοήσεις τις εξελίξεις. Σημαίνει ότι χάνω κάποιες εξελίξεις σε ένα θέμα και αδυνατώ να παρακολουθήσω και κατανοήσω τα τεκταινόμενα. Οπότε ψαρώνω σαν χάνος. Αντιμετωπίζεται με το να μου κάνει ένας φίλος μπρήφινγκ στα γρήγορα.

(Σλανγκιστής κάνει υποτροπή στην αγωγή αποσλανγκοτοξίνωσης, την οποία του επέβαλε η Λυσισλάνγκη):
- Καλά ρε παιδιά, τι απέγινε ο Πανούλης; Κι αυτός ο Αυτοκτονημένος ποιος είναι; Ο δίδυμος αδερφός του;
- Α, εσύ έχεις χάσει επεισόδια! Χρειάζεσαι μπρήφινγκ!

- Δεν το πιστεύω! Γκέουλας ο Πέρι! Αυτός ο άντρακλας! Και τι γυρεύει στην μαρτυρική μεγαλόνησο;
- Α, έχεις χάσει ΠΟΛΛΑ επεισόδια! Χρειάζεσαι επειγόντως μπρήφινγκ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσουτσουνοπαίκτης στα κυπριακά.

Βλ. λήμμα μούτσος.

- Μουτσοπαίκτη πουστοκαλαμαρά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified