Για κάποιο λόγο το «ξέσκισμα» μερικές φορές κωλώνουμε να το προφέρουμε ολόκληρο και το λέμε «ξεσκί». Επίσης είναι ρήμα, πάντοτε σε χρόνο Παρακείμενο ή Υπερσυντέλικο: Σ' έχω ξεσκί, σ' είχα ξεσκί.

- Θα μου δανείσεις άλλα 300 γιούρια;
- Μας έχεις ξεσκί!

Δες κομμέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τα γαμήσια μέσα σε διεφθαρμένη κυβέρνηση, αλά Ζαχόπουλο και καταστάσεις Φάκινγκχαμ.

  2. Το γαμήσι που κάνει η κυβέρνηση στους πολίτες.

-Μιλάμε για μεγάλο κυβερνογαμήσι!
-Αλλά με ποιον; Με τη Νατάσα; Ή με τον Αρούλη;

#2 του ορισμού. "Εκεί το πάει πάντως... Η πλατεία είναι πάντως έτοιμη να ανταποκριθεί" ααχαχαχαχ (από Galadriel, 30/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολοκληρώνω, εκσπερματίζω. Αλλά όταν πρέπει, κι όταν προβλεπόταν, όχι με πρόωρη εκσπερμάτιση, όπως αυτήν που παθαίνουν πολλές κυβερνήσεις, καλή ώρα...

-Αχ, τι να του κάνω του Λούλη μου, ποτέ του δεν ολοκληρώνει την τετραετία, όλο διαλύει την κυβέρνηση πρόωρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται ολόκληρο: σε γαμώ και χύνω, λες να παχύνω;. Αλλά λέγεται και απλώς «σε γαμώ και χύνω». Τονίζεται ότι δεν έγινε μισοδουλειά, αλλά ο άνθρωπος ολοκλήρωσε την τετραετία, πήγε μέχρι τέλους. Είναι βρισιά, αλλά λέγεται και σε μεγάλη καύλα.

Βρις-οφ:
-Σε γαμώ!
-Σε γαμώ και χύνω!
-Σε γαμώ και χύνω και φοβάμαι μην παχύνω!

Ναι, έτσι, Αντριάνα μου, έτσι! Ναι, ετς! Σε γαμώ και χύνω, Αντριάνα μου!
(Από την χειρωνακτική εργασία ενός μπακούρη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εγχείρηση αλλαγής φύλου. Το προϊόν της εκτός από τρανσέξουαλ λέγεται και «εγχειρισμένος/η».

-Την είδες την Πάολα; Μιλάμε για εγχείρηση, έτσι;
-Ναι, την απεόφοβη!

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν έξω είναι χειμώνας και κάνει κρύο, μας προδιαθέτει να μείνουμε μες στο σπίτι για σεξ, γουτσισμούς και χουχουλιάρικες καταστάσεις. Όταν όμως κάνει τόσο κρύο που το κλασικό «κάνει κρύο, καιρός για δύο» δεν αρκεί, τότε πρέπει να επιστρατεύσουμε το «κάνει κρύο, καιρός για τρίο», μπας και ζεσταθούμε.

-Τι έγινε με την Λίλιαν; Πήγε στην Αράχωβα και με Αντρέα και με Μήτσο;
-Ε, αφού κάνει κρύο, καιρός για τρίο!

Πάσα: Χότζας (no pun intended) (από Khan, 03/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που νταραβερίζεται, ή που κάνει επιτόπιο νταραβέρι, ή που κάνει βέρι ή βέρια. Μπορεί να σημαίνει όλα τα παραπάνω.

- Μεγάλος νταραβερτζής ο Μήτσος, μεγάλος πέφτουλας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η «Εύθυμη Χήρα» είναι η χήρα που δεν βάζει μαράζι για τον θάνατο του άντρα της και νταραβερίζεται μ' όλον τον κόσμο. Η «εύθυμη χείρα» είναι το χέρι αυτού που δεν βάζει μαράζι, που έχει μείνει μπουκάλα και το ρίχνει στο χειρογλύκανο, με ευθυμία και διάθεση «έξω καρδιά».

- Τον έχει πάρει από κάτω τώρα που χώρισε με την Δανάη;
- Μπα, η εύθυμη χείρα να είναι καλά!
- Α, κατάλαβα, εννοείς την χείρα με τα πέντε ορφανά.
- Ναι, την Πουλχερία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Φλερτάρω.
  2. Έχω ερωτικές σχέσεις.
    Από το ιταλικό «dare-avere», που σημαίνει «δούναι και λαβείν», και λέγεται κυρίως για το εμπόριο και τις εμπορικές δοσοληψίες.

- Νταραβερίζεται μ' όλον τον κόσμο η καριολίτσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την παροιμία «φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο», την οποία λέμε όταν μπορούμε μόνο να βλέπουμε το αντικείμενο της επιθυμίας μας, χωρίς να μπορούμε να το γευτούμε, απολαύσουμε (πρωταρχικά το φαγητό, όπως τα ψάρια).

Τελικά, έχει καθιερωθεί να λέγεται σε περίπτωση οφθαλμόλουτρου, όταν χαζεύουμε μια επερχόμενη μουνοθύελλα, αγγλιστί moon storm, χωρίς να μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα.

-Κοίτα κοίτα εκεί τα πιπίνια!
-Φάτε μάτια ψάρια, δικέ μου!

(από Hank, 01/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified