Το σπρώχνω στην ειδική σεξουαλική του σημασία συνήθως προφέρεται «ζμπρώγνω».

Πιο σικ λέγεται «προωθώ».

Γκουσγκούνης: Βάστα τοίχο, θα ζμπρώξω!

-Πάντως, πολύ τον προωθεί ο Ψινάκης τον Σάκη!
-Τον προωθεί ή τον ζμπρώγνει;

(από Khan, 18/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Το παρατσούκλι του Προέδρου των ΗΠΑ Μπάρακ Ομπάμα. Αν αναλογιστούμε ότι ο Ομπάμιας είναι και μπάμιας και ΙΝΤΕΡΑΡΑΠΙΚΑΝ, τότε μιλάμε για σχήμα οξύμωρο.

Τι να κλάσει κι ο Ομπάμιας από οικονομική στύση;

Κατά μια εκδοχή, Ομπάμιας ειναι ο Bush... (από Vrastaman, 16/03/09)...κατά την άλλη ειναι to paidi! (από Vrastaman, 16/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ό,τι και το «σγούψε!». Δηλαδή ειρωνικά προς την μεταφορική σημασία, δηλ. αναγνωρίζω το ταλέντο κάποιου κτλ, το λέμε και κυριολεκτικά για φάσεις πίπα κώλο εμπλοκή.

Η Λέλα υποκλίθηκε στα προσόντα μου ως εραστή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γαμώ και αιθεροβάμων, που προκύπτει από το αιθεροβατώ, δηλαδή περπατώ στον αιθέρα, άρα είμαι ουτοπιστής. Η αρχαιότατη αυτή λέξη μαρτυρείται καμία φορά στον Όμηρο, καμία στον Ησίοδο, σχεδόν μία στον Αισχύλο, και μία στον Βραστάνδρα.

Οι ερμηνευτές εικάζουν ότι η Πυθία του αναγραμμαντείου μπορεί να εννοούσε ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα:

1) Ο ουτοπικός εραστής που θεωρεί ότι τίποτα λιγότερο από ένα θεόμουνο δεν είναι άξιο για τον πούτσο του. Τι λέω; Τι θεόμουνο; Ημιθεόμουνο και βάλε! Του αποδίδεται το Kavli Prize for best Utopia, κι εντέλει μένει με το Kavli στο χέρι. Στην δημοτική σλανγκ λέγεται αερογάμης και ανεμογάμης.

2) Ο αερογάμης με την έννοια ότι δεν γαμεί καθόλου, παρά μόνο αέρα. Ο Στρατηγός Άνεμος της σεξουαλικής ζωής. Σύγκρινε με ανεμογκάστρι.

3) Αυτός που εκτελεί γαμήσι του αέρος.

4) Ίσως κι αυτός που γαμά σε αεροπλάνο/ ελικόπτερο κτλ.

5) Εναλλακτικώς, αυτός που γαμεί αιθέρια ύπαρξη.

Μας έλεγε ο Πέρι ότι «ναι, μεν, καλό το Λίλιαν, αλλά του λείπει κάτι λίγο για να γίνει απόλυτη κλεψύδρα» και νομίζαμε ότι είναι αιθερογάμων. Τελικά αποδείχτηκε ότι το στίλβει το ελεφαντοστό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτά που πληρώνει ο κερατάς και δαρμένος, που υποτίθεται ότι πληρώνει και το ξενοπήδημα του συντρόφου του. «Πληρώνω τα κερατιάτικα» σημαίνει πληρώνω τις συνέπειες για κάτι για το οποίο δεν ευθύνομαι.

Και καλείται τώρα ο φορολογούμενος να πληρώνει τα κερατιάτικα των κάθε Λέμαν Μπράδερς!

Έμπαινε!!! (από Galadriel, 05/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκίζεται κατά το για τη φουκαριάρα τη μάνα μου..., δηλαδή για να δηλώσει μια βασικά εγωιστική επιθυμία μας, που παρουσιάζεται εξωραϊσμένη σαν να είναι τάμα στον Άι Γιάννη τον Τρέντη, την Αγία Καραμέλα ή για την εορτή του Άη Πούτσου ανήμερα. Τα τάματα είναι συνήθως επώδυνες πράξεις, λ.χ. να πας σε ένα μακρινό μέρος με τα πόδια ή και γονατιστός, οπότε σλανγκίζεται για να περιγράψει κάτι που, αντιθέτως, αποτελεί ονείρωξη του λέγοντος.

Συνήθεις περιπτώσεις: δηλώνει μια ερωτική φαντασίωση που έχει αναχθεί στον χώρο του συμβολικού ή και του ιερού. Επίσης, μια οργή και καζούρα που θέλουμε να κάνουμε σε αντίπαλό μας, παρομοίως συμβολική και ιερή.

  1. Το έχω κάνει τάμα να πάω με το Λίλιαν! Δεν μπορεί να είναι η ονείρωξη 2500 Σλάνγκων κι εγώ να μην την ξέρω!

  2. Το έχω κάνει τάμα να της κάνω αβραάμ λίνκολν της καριόλας. Δεν μπορεί να με περιπαίζει άλλο έτσι!...

  3. Απόσπασμα από το άσμα «Με τη μαμά σου» των Ημισκουμπρίωνε:

όταν στο μπάνιο είσαι με αφρόλουτρο στο σώμα
αυτή με χαιρετά με ένα φιλί στο στόμα
σκύβει να μου δώσει σπιτικό το κανταΐφι
και φαντάζομαι την αύρα μου το στήθος της να γλείφει
το κουτί και το ρεβύθι γίναν σαν καρύδες
και το θέαμα τρομάζει του σπιτιού τις κατσαρίδες
το ζουμερό της το κορμί δεν έχει μια ραγάδα
της έκλεψα για σουβενίρ κυλότα απ' την μπουγάδα
το ξέρω είμαι γύφτουλας που λέω τέτοιο πράγμα
να πάω με τη μάνα σου το έχω κάνει τάμα
στο δαλάι λάμα

Τάμα στο Δαλάι Λάμα! (από Dirty Talking, 30/04/09)(από Khan, 13/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Για γυναίκα, όταν ένας Μυνχάουζεν διηγείται ότι έκανε τόσο καλό σεξ σε μια γκόμενα, ώστε αυτή είχε πολλαπλούς οργασμούς.

  2. Για άντρα, όταν κάποιος μαλακίζεται καθ' υπερβολήν.

  3. Γενικώς, όταν συναντάμε στην ζωή μας την απόλυτη ονείρωξη, γυναίκα, άντρα, αυτοκίνητο, κινητό, λήμμα του slang.edu, ή ό,τι άλλο.

Φίλε Σλάνγκε μην το πάρεις για σπεκουλαδορία, αλλά το λήμμα σου μου προκάλεσε πολλαπλούς οργασμούς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμάω Ό,τι Κινείται.

Ο μπαρμπα-Ηλίας είναι Γ.Ο.Κ. Να προσέχεις τα νώτα σου. Όταν είναι αυτός στο δωμάτιο, προχώρα τοίχο-τοίχο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ κοντός άνθρωπος. Το λέμε κυρίως για γκόμενα: Γκόμενα- μπρελόκ.

- Γκόμενα-μπρελόκ, ναι, αλλά πουτσομεζές!

Σχετικά: απολειφάδι, τάπα, πινέζα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το όργανο με το οποίο γίνεται η απόσταξη ενός υγρού, ο αποστακτήρας.

  2. Μεταφορικά, ο,τιδήποτε είναι τόσο καθαρό, ώστε να λάμπει.

Ετυμολογία: λαμπίκος = αντιδάνειο < ιταλικό lambicco < αραβικό al-ambiq < αρχαίο ελληνικό άμβιξ = αποστακτήρας. Η δεύτερη έννοια είναι παρετυμολογική επίδραση από το «λάμπω».

Ασίστ: acg.

  1. Λαμπίκος για το οινόπνευμα.

  2. Σφουγγάρισε το πάτωμα και το έκανε λαμπίκο!

  3. Λαμπίκο του τον έκανε τον πούτσο του μπαρμπα-Μπρίλιου ο Πέρι. Σωστός νοικοκύρης!

Kι εσυ λάμπεις, Μπάμπη! (από Vrastaman, 14/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified