σούπω / σουπώ / σουπωγώ: Tο σούπω παίζει και ως σεξουαλικό υπονοούμενο:

Κοίταγμα με σέξι βλέμμα (ψιλοχαμηλωμένο κεφάλι, βλέμμα προς τα πάνω, μάτι μισόκλειστο και πονηρό χαμόγελο), χαρακτηριστική κίνηση «γκελ μπουρντά», κατέβασμα κάτω χείλους με νόημα και ψιθύρισμα με βαθιά φωνή «σούπω...».

Πηγή: Vrastaman, Mes, GATZMAN.

- Πστ! Κοπελιά! Σουπώ!

Δες και παράλειψη των να και θα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά αντλημένη από τα αυτοκίνητα, όπου το κοντέρ μετράει πόσα χιλιόμετρα έχει κάνει το αμάξι.

Ευρύτερα εννοούμε ότι έχουμε μεγάλη παράδοση σε έναν τομέα, μεγάλη εμπειρία και ιστορία. Σλανγκίζεται ιδιαιτέρως και για το σεξ.

Ο Πήτερ Χολμς είχε γράψει αμέτρητα χιλιόμετρα στο πορνό πριν πεθάνει από ΑΙDS στα μέσα των '80ς.

Πού να την αφήσει την Λάουρα ο Μένιος; Έχει γράψει πολλά χιλιόμετρα μαζί της! Ξεχνιούνται αυτά τα πράγματα;

Ο άνθρωπος έχει σνιφάρει χιλιόμετρα κοκαΐνης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη απαντάται στην Μεσσηνία, την λεβεντομάνα πολλών υπερασπιστών του έθνους μας. Περιγράφει μονολεκτικά τους εχθρούς του Ελληνισμού, ιδίως στην εποχή που ήταν πιο έντονος ο «από Βορρά κίνδυνος». Σημειωτέον το «κου» του «κουμμουνιστο-».

Είναι μια εξωνημένη συνείδηση, ένα μίσθαρνο όργανο, ένας αθεοαναρχοκουμμουνιστοσυμμορίτης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το «Αλβανός τουρίστας», ένα οξύμωρο σχήμα που δηλώνει το ανύπαρκτο, το ουτοπικό, το αντίθετο του πραγματικού. Επειδή η Ελβετία δεν έχει θάλασσα, παρά μόνο βουνά.

-Πώς θα περάσεις τις διακοπές;
-Έχουμε κανονίσει με ένα ζευγάρι Αλβανούς να πάμε για τουρισμό στην Ελβετία. Θα μας φιλοξενήσει ένας ντόπιος ναύαρχος, να μας δείξει και τις ακρογιαλιές, να φάμε και κανά μαριδάκι...
-Α, κατάλαβα, που λεφτά για διακοπές! Με πόρτο-ράφτινγκ θα την βγάλετε πάλι!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλητική προσφώνηση που χρησιμοποιείται όταν έχουμε οικειότητα με κάποιον, αλλά όχι τόσο πολύ, ώστε να τον προσφωνήσουμε μαλάκα με την καλή έννοια.

  2. Ανάλογα με τον επιτονισμό μπορεί να πάρει διαφορετικές σημασίες, όπως και εμφατικό θαυμασμό.

Είναι η original generic προσφώνηση που άνοιξε τον δρόμο για τόσες και τόσες άλλες. Λ.χ.:

Τεχνολογικές: Τρισδιάστατε, τριφασικέ, υπερηχητικέ, ανοξείδωτε, αλκαλικέ, ευρυζωνικέ, ασύρματε, υψηλής ευκρίνειας.

Μεταφυσικές: Ανυπέρβλητε, ακατάβλητε, ανύπαρκτε, απόλυτε, υπερβατικέ, απροσδιόριστε, μέγιστε, τρισμέγιστε, κολοσσιαίε, άσπιλε, άμωμε, άψογε.

Συνήθεις: Άρχοντα, τεράστιε.

Χωροχρονικές: Διηπειρωτικέ, διαπλανητικέ, διαγαλαξιακέ, υπερατλαντικέ, υπερπόντιε.

Και πολλές άλλες. Ασίστ: Άψογος acg.

- Τι είπες ρε μεγάλε!
- Ναι, ρε αλκαλικέ!
- Όπα ρε τρισδιάστατε!
(Αντίστροφο βρις-οφ).

Καβουροσλανγκόσαυρος καθώς κλέβει μεζέδες ... (από Vrastaman, 18/03/09)

Σχετικά: αρχηγός, γιατρέ μου, μάστορας, ψηλός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για το πολύ καυλωτικό κολασμένο νταβραντισμένο τεκνό.

Κολάζει και καλόγρια ο Σάκης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μάρκα Artisti Italiani δεν είναι ιταλική, όπως αφήνει να υπονοηθεί ο τίτλος της, αλλά από επιχειρηματίες που εκκινούνται από το χωριό «Γαργαλιάνοι» της Μεσσηνίας. Οπότε η έκφραση είναι για μαϊμούδες προϊόντα, με και καλούα ονόματα, που στην πραγματικότητα όμως είναι φάση Γαργάλατα.

- Αγόρασα ένα καταπληκτικό φόρεμα Γκούτσι...
- Ή Πούτσι και Artisti Gargaliani;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κουράδα στα κυπριακά.

Εδώ:

Οι «κότσιροι» απέκτησαν και ονομασίες! Κάθε ένας έχει χρόνια τη χάρη, αλλά δεν είχε το όνομα!

Έχουμε και λέμε λοιπόν:

Κότσιρος «Βungee jumping» :
Αυτός ο κότσιρος θα κρεμαστεί όλος από τον κώλο σας μέχρι να πέσει στο νερό.

Κότσιρος «κομάντο» :
Γλυστράει τόσο ομαλά και καθαρά που δεν τον νιώθεις. Κανένα ίχνος στο χαρτί, πρέπει να κοιτάξεις στη λεκάνη για να σιγουρευτείς ότι βγήκε.

Κότσιρος «ΒΙG SPLASH» :
Αυτός ο κότσιρος χτυπάει το νερό πλαγίως και κάνει ένα μεγάλο SPLASH που βρέχονται τα κωλομέρια σου!

Κότσιρος «Κινγκ Κονγκ» :
Αυτός ο κότσιρος είναι τόσο μεγάλος που είσαι σίγουρος ότι δεν πρόκειται να πέσει αν δεν τον κόψεις σε μικρότερα κομμάτια. Αυτό το είδος συνήθως συμβαίνει όταν είσαι σε σπίτι άλλου.

Ο ορισμός τροποποιήθηκε κατόπιν αιτήματος του λημματοδότη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι εξορύξεις από αρχαιολογικό ή άλλο ενδιαφέρον σε κοιλότητες του σώματός μας, όπως τα ρουθούνια, η κωλοτρυπίδα, το εφήβαιο, τα αυτιά κ.ο.κ.

Χυδαίος ο τύπος! Σου λέω άρχισε τις ανασκαφές σε δημόσια θέα!

(από Khan, 16/04/14)

βλ. και ξαγκλώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωδική ονομασία για τρία από τα προϊόντα για τα οποία φημίζεται η Μεσσηνjία, δηλαδή: σύκα, σταφίδες, σωματέμποροι.

Από Τρία Σίγμα, νταξ! Κάνουμε και εξαγωγές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified