Από το σλαβικό stupa.

Ξύλινος κόπανος ή μεγάλη πέτρα, κοτρόνα. Όταν αναφερόμαστε σε άνθρωπο εννοούμε τον κοντόχοντρο.

- Πώς σου φάνηκε ο Μιχαλάκης; - Καλό παιδί αλλά στούμπος... για να με φιλήσει πρέπει ν' ανέβει σε σκαμνί...

Στούπα Μεσσηνίας (από GATZMAN, 05/07/10)Βουδιστική στούπα στο Μαύρο Όρος Κορινθίας (από dryhammer, 14/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σουρουκλεμές και αντίστοιχα σουρτούκης (και σουρτούκα ή σουρτούκω) σημαίνουν τον αλάνη, τον ρεμπέτη και είναι λέξεις τουρκικές που έχουν μείνει στο ελληνικό λεξιλόγιο θυμίζοντας σε μερικούς από μας τις ρίζες μας από την Μ. Ασία και σε όλους μας 400 χρόνια σκλαβιάς αφήνοντάς μας πολλά κατάλοιπα, όχι μόνο γλωσσικά.

Ισχύουν τα παραδείγματα στα αντίστοιχα λήμματα

«Μές στου Τσυγγρού τη φυλακή» με τον Αντώνη Νταλγκά, στο 2:35. (από vikar, 09/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά, αυτός που είναι νευρικός και δεν μπορεί να ελέγξει τα νεύρα του. Παραπλήσια λέξη: ζοχάδας

- Δεν μπορείς να μιλήσεις με τον Πέτρο. Πάντα καυγαδίζουμε γιατί είναι συφιλιάρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι πολύ ευσυγκίνητος και ευαίσθητος.

Αυτός που βλέπει σαπουνόπερες και λιώνει σαν σαπούνι!

Πολύ κλάμα χτες στην τιβούλα! Έλιωσα σαν σαπούνι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δανείζει χρήματα με τόκο (κατ' εξοχήν επάγγελμα των Ζακυνθινών). Ο τοκιστής λέγεται και σουλατσαδόρος (κόβει σουλάτσα, αργόσχολος).

Όταν αναφερόμαστε και με τις δύο λέξεις εννοούμε, το άτομο που τα έχει βρει όλα έτοιμα χωρίς κόπο και το μόνο που κάνει είναι να χαζολογάει, σε αντίθεση με τους πολλούς που πρέπει να φτύνουν αίμα για τα προς το ζην, γιατί δεν είναι, ούτε αποδέκτες κληρονομιάς κάποιου πλούσιου μπάρμπα, ούτε λαμόγια του κερατά.

Από εφημερίδα Ελευθεροτυπία:
«Φαίνεται, όμως, ότι το πράγμα δεν έβγαινε έτσι. Με τις ανοησίες του (μαθητευόμενου μάγου) Αλογοσκούφη (απογραφές, φοροαπαλλαγές σε επιχειρήσεις κ.λπ.) ήρθε κι έφτασε η οικονομία στα πρόθυρα κατάρρευσης. Οι προϋπολογισμοί δεν έβγαιναν με τίποτα. Ετσι, αποφάσισαν -ύστερα από 4,5 χρόνια απραξίας- να στριμώξουν φορολογικά και κάποιους που δηλώνουν όσα έσοδα θέλουν - ή δεν δηλώνουν τίποτα. Μέχρι και απ' τους «τοκιστές και σουλατσαδόρους» ζήτησαν να πληρώνουν φόρους (άκουσον - άκουσον!), έστω και με πολύ τακτ...».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται και ρεκλαμαδόρος (γαλλ. reclame=διαφήμιση).
Ο φιγουρατζής, αυτός που πλασάρει ανύπαρκτα προσόντα και τα επιδεικνύει. Όποιος δεν τον ξέρει δίνει πολλά για να τον έχει, αλλά μετά βγαίνει μάπα το καρπούζι. Και όπως λέει και ο θυμόσοφος λαός μας, «όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι»...

- Άσε φιλενάδα, τζίφος η ιστορία με τον Τάκη... Ήταν μέχρι να με ρίξει στο κρεβάτι για να καταλάβω τι κουμάσι είναι... Πολύ ρεκλαματζής ο τύπος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστό σε όλους λήμμα, πάντα με απαισιόδοξη απόδοση.

Μήπως να το δούμε πιο αισιόδοξα στις ζοφερές σκέψεις μας;

Μεγαλοκαρχαρίας έχει την γραμματέα του εκτός από το γραφείο και στο κρεβάτι του. Εμφανίζεται όμως στην ιστορία καινούρια γκόμενα και έτσι η παλιά πρέπει να φύγει από την μέση. Αρπάζει την ευκαιρία η παλιά και του ζητάει αποζημίωση 100.000 ευρώ. Ο τύπος επειδή το φυσάει το παραδάκι για να μην έχει μπλεξίματα της δίνει μια επιταγή. Πάει στην τράπεζα η παλιά και φεύγει ολοκαίνουρια με 1.000.000 ευρώ!

Είδες ότι ένα μηδενικό έκανε την διαφορά!!!

δεν χρειάζεται.....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μια γυναίκα είναι με ένα άντρα, όχι γιατί έχει όμορφα μάτια, ή μυαλό ξυράφι, αλλά για τα ''λεφτά'' του αισθήματα και το παχύ πορτοφόλι.

- Κοίτα φίλε μου ο τυπάς μια θανατηφόρα γκόμενα που κυκλοφοράει... -Μην τον ζηλεύεις καθόλου! Του κρατάει την τσεπούλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιδιορθώνω φθαρμένο ρούχο ή αντικείμενο με ραφή ή επικόλληση άλλου κομματιού. Μεταφορικά, δικαιολογώ ή τακτοποιώ πρόχειρα.

Μπαλώνομαι, πάλι μεταφορικά, έχω κέρδος, τακτοποιούμαι οικονομικά, βολεύομαι.

  1. Μέχρι τώρα δεν μπαλώναμε τις κάλτσες, χαλαρά τις πετάγαμε και παίρναμε καινούριες. Τώρα όμως, πού σφίγγουν οι κώλοι μας, και θα μπαλώσουμε και θα φάμε το χθεσινό φαγητό...

  2. Όσο και να προσπάθησε, δεν μπόρεσε να τα μπαλώσει για να μην καταλάβει η μάνα της οτι εχτές βράδυ γύρισε σπίτι ταρέλα, πίτα, λιώμα, λιάρδα από τα ξύδια.

  3. Προσπαθεί να τα μπαλώσει κάνοντας δουλειές του ποδαριού. Τόσα στόματα έχει να θρέψει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων τις ιδιότητες της δαντέλας. Μυγιάγγιχτος, μη μου άπτου, ευαίσθητος.

Αναφέρεται υποτιμητικά και είναι πολύ αγαπητή στους ποδοσφαιρόφιλους.

Φίλαθλος παρακολουθεί αγώνα της ομάδας του και ο τερματοφύλακας δεν είναι σε φόρμα:

- Ρεεεε! Kουνήσου ρούφα! Τι να σε κάνουμε ρεεεεε! Άμα είσαι δαντελένιος να πας σπίτι σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified