Ο πολύ μελαψός. Καμμιά φορά και ο μαύρος εξ Αφρικής. Πιθανόν ναυτική αργκό.
(Από γαλονά προς απλό όργανο: )
Για τσέκαρε εκείνον τον καρβουνιάρη μήπως οπλοφορεί.
Ο πολύ μελαψός. Καμμιά φορά και ο μαύρος εξ Αφρικής. Πιθανόν ναυτική αργκό.
(Από γαλονά προς απλό όργανο: )
Για τσέκαρε εκείνον τον καρβουνιάρη μήπως οπλοφορεί.
Got a better definition? Add it!
Published
Το site / μπλογκ/ φόρουμ που απαγορεύει εντελώς τα σχόλια, ή τα κοσκινίζει, επιτρέποντας μόνο αυτά που το γλείφουν επίμονα (δεν ξέρω αν χύνει τελικά ο υπεύθυνος...).
Επίσης το site /μπλογκ/φόρουμ που μπανάρει με το παραμικρό και χωρίς ουσιαστικό λόγο (κάποιο σοβαρό κόμπλεξ δείχνει αυτό, ας αποταθούν σε κανέναν ψυχίατρο όσο είναι νωρίς).
Από την πασίγνωστη λέξη ban και την Ινδοευρωπαϊκή ρίζα -σταν που σημαίνει τόπος, μέρος των...
Μπάν στον έναν, μπάν στον άλλον, άει γαμήσου και σύ και το μπανιστάν σου !
Αυτά τα site των θεούσων σκέτο μπανιστάν είναι. Μονόλογος μαλακίας. Έ, ρε χακάρισμα που τους χρειάζεται...
Σχετικά: μπανάνα / banάνα, μπανάκι, μπάνιο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μερικοί προχωρημένοι το λένε και «βλαχομπίλι» (από το hillbilly).
Δεν το μπορώ το βλαχορόκ...
Καλά, πώς και δεν φάγανε πόρτα εδώ αυτοί οι βλαχορόκ;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ψωροκώσταινα, το χάλι στο οποίο ζούμε. Περιφρονητική και απαξιωτική έκφραση για την κάθε τσαρουχοφέρουσα ψευτο-κυριλέ χώρα που το παίζει μούρη.
Η μπανανία, η χώρα καρπαζοεισπράκτορας.
( Δυστυχώς έχω το κοπιράιτ της έκφρασης )
- Άσε ρε με τα βλαχοδουκάτα των Βαλκανίων...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτή που γαμιέται με τον «πάσα έναν» (sic), δηλαδή με όλους.
Αυτή που γαμιέται από πάσες. Όταν ο ένας την πασάρει στον άλλον -συνήθως τον κολλητό του- για να γίνουν και οι αναγκαίες συγκρίσεις μετά, στον καφέ.
Πασαγαμιόλα είναι η κυρία. Μακριά μην κολλήσουμε κανά έιντς.
Έλα ρε μαλάκα κάνε μου κονέ, πασαγαμιόλα είναι, θα της αρέσει η αλλαγή. Μέσα στην οικογένεια θα μείνει άλλωστε...
Βλ. και ποδήλατο του χωριού, ψωλοκρεμάστρα, παρτόλα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το ποδοσφαιρικό παιχνίδι όπου η μία ομάδα διασύρεται εντελώς. Που αρπάζει από 3 μπαλάκια και πάνω. Που παρακαλάς -αν είναι η ομάδα σου- να τελειώσει η ξεφτίλα, αλλά όχι μόνο δεν τελειώνει, αλλά πιάνει και βροχή και δεν έχεις ομπρέλα.
Η ομάδα για το άθλιο θέαμα που παρουσιάζει.
Είχε ένα πορνό χτές, Μάντσεστερ - Λίβερπουλ, 1 - 4.
Άστα, πορνό είμαστε χτές. Ρουφήξαμε 5 μπαλάκια.
Βλ. και τσόντα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το ποδόσφαιρο κακής ποιότητας. Το μη μου άπτου, που όλοι πέφτουν και ξανασηκώνονται αμέσως και ανά δύο λεπτά. Το αδερφίστικο fair game soccer.
Ρε ουστ!
Άντε ρε που θα κάτσω να δώ πορνόσφαιρο...
Ακόμα και το πορνόσφαιρο που δείχνει (η τιβί) σακατεμένο το δείχνει...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στην χρηματιστηριακή αργκό: η μετοχή τρώω φόλα. Κυριακή χαρά, Δευτέρα λύπη. Το υψηλού κινδύνου κωλόχαρτο.
- Πήρα 10.000 τεμάχια Φουμαρέξ και σε μιά βδομάδα χάνω 60 %.
- Να το χαίρεσαι το σαπάκι που φορτώθηκες.
Σχετικά κουβάς αλλά και μπιζνεσαίος, μαρίδα, η.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το παλιό, σκουριασμένο αυτοκίνητο. 30ετίας και πάνω. Η ντροπή των δρόμων.
Άντε ρε, κάνε στην πάντα το σαπάκι να περάσουμε...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η γκόμενα που αρέσκεται στην τραμπάλα.
Συγκεκριμένα: αυτή που καβαλάει τον αντρικό λεβιέ και τραμπαλίζεται προκαλώντας ευχαρίστηση και στον εραστή της, ο οποίος ξεκουράζεται ανάσκελα και μερικές φορές με τα χέρια πίσω από το κεφάλι σε στάση απόλυτης άνεσης.
Η ξεκωλιάρα, η πασαγαμιόλα, η χαμούρα.
Απαντά και ως «πουτσοτραμπαλέτα» ή «ψωλοτραμπαλέτα».
Επιτέλους, λίγος σεβασμός στις κυρίες που σκοτώνονται να μας ευχαριστήσουν.
Η Σίσυ είναι τραμπαλέτα ολκής. Μετά από μιά βραδιά μαζί της, θυμάσαι όλες τις παιδικές χαρές που είχες πάει μικρός.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified