Ο πολύ μελαψός. Καμμιά φορά και ο μαύρος εξ Αφρικής. Πιθανόν ναυτική αργκό.

(Από γαλονά προς απλό όργανο: )

Για τσέκαρε εκείνον τον καρβουνιάρη μήπως οπλοφορεί.

Κινέζος εξαγωγέας κάρβουνου, μετά την δουλειά (από Marco De Sade, 17/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Το site / μπλογκ/ φόρουμ που απαγορεύει εντελώς τα σχόλια, ή τα κοσκινίζει, επιτρέποντας μόνο αυτά που το γλείφουν επίμονα (δεν ξέρω αν χύνει τελικά ο υπεύθυνος...).

Επίσης το site /μπλογκ/φόρουμ που μπανάρει με το παραμικρό και χωρίς ουσιαστικό λόγο (κάποιο σοβαρό κόμπλεξ δείχνει αυτό, ας αποταθούν σε κανέναν ψυχίατρο όσο είναι νωρίς).

Από την πασίγνωστη λέξη ban και την Ινδοευρωπαϊκή ρίζα -σταν που σημαίνει τόπος, μέρος των...

  1. Μπάν στον έναν, μπάν στον άλλον, άει γαμήσου και σύ και το μπανιστάν σου !

  2. Αυτά τα site των θεούσων σκέτο μπανιστάν είναι. Μονόλογος μαλακίας. Έ, ρε χακάρισμα που τους χρειάζεται...

Η καλή γριά (από Marco De Sade, 17/03/09)Να τους χώσεις κανά τέτοιο ανάμεσα στις προφητείες, να γίνει πουτάνα το site... (από Marco De Sade, 17/03/09)

Σχετικά: μπανάνα / banάνα, μπανάκι, μπάνιο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η αμερικάνικη μουσική country καθώς και όλο το σκηνικό της: μπάντζος, δίχρωμα πουκάμισα, τζηνς, ζώνες με αγκράφες 5 κιλών, μπότα κροκοδείλου ή φιδιού, μπόλος και καπέλα στέτσον.

Μερικοί προχωρημένοι το λένε και «βλαχομπίλι» (από το hillbilly).

  1. Το άτομο επαρχιακής συνήθως καταγωγής που «παίζει» με θράσος σε χώρους όπου είναι σαν την μύγα μεσ' στο γάλα.
  1. Δεν το μπορώ το βλαχορόκ...

  2. Καλά, πώς και δεν φάγανε πόρτα εδώ αυτοί οι βλαχορόκ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η ψωροκώσταινα, το χάλι στο οποίο ζούμε. Περιφρονητική και απαξιωτική έκφραση για την κάθε τσαρουχοφέρουσα ψευτο-κυριλέ χώρα που το παίζει μούρη.

  2. Η μπανανία, η χώρα καρπαζοεισπράκτορας.

( Δυστυχώς έχω το κοπιράιτ της έκφρασης )

- Άσε ρε με τα βλαχοδουκάτα των Βαλκανίων...

Άμα η μπάλα παιζόταν με τέτοια, θα είχαμε πάρει και το μουντιάλ (από Marco De Sade, 16/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτή που γαμιέται με τον «πάσα έναν» (sic), δηλαδή με όλους.

  2. Αυτή που γαμιέται από πάσες. Όταν ο ένας την πασάρει στον άλλον -συνήθως τον κολλητό του- για να γίνουν και οι αναγκαίες συγκρίσεις μετά, στον καφέ.

  1. Πασαγαμιόλα είναι η κυρία. Μακριά μην κολλήσουμε κανά έιντς.

  2. Έλα ρε μαλάκα κάνε μου κονέ, πασαγαμιόλα είναι, θα της αρέσει η αλλαγή. Μέσα στην οικογένεια θα μείνει άλλωστε...

Πές-πές, τελικά τον έψησε... (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το ποδοσφαιρικό παιχνίδι όπου η μία ομάδα διασύρεται εντελώς. Που αρπάζει από 3 μπαλάκια και πάνω. Που παρακαλάς -αν είναι η ομάδα σου- να τελειώσει η ξεφτίλα, αλλά όχι μόνο δεν τελειώνει, αλλά πιάνει και βροχή και δεν έχεις ομπρέλα.

  2. Η ομάδα για το άθλιο θέαμα που παρουσιάζει.

  1. Είχε ένα πορνό χτές, Μάντσεστερ - Λίβερπουλ, 1 - 4.

  2. Άστα, πορνό είμαστε χτές. Ρουφήξαμε 5 μπαλάκια.

Εδώ οι μπάλες κάνουν ουρά (από Marco De Sade, 16/03/09)Πόσες μπάλες είπαμε;   (από Marco De Sade, 16/03/09)

Βλ. και τσόντα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ποδόσφαιρο κακής ποιότητας. Το μη μου άπτου, που όλοι πέφτουν και ξανασηκώνονται αμέσως και ανά δύο λεπτά. Το αδερφίστικο fair game soccer.

Ρε ουστ!

  1. Άντε ρε που θα κάτσω να δώ πορνόσφαιρο...

  2. Ακόμα και το πορνόσφαιρο που δείχνει (η τιβί) σακατεμένο το δείχνει...

Φίλοι (;) και οπαδοί... (από Marco De Sade, 16/03/09)Τουλάχιστον να έπαιζε αυτή η 11αδα, θα βλέπαμε άλλη μπάλα (μπάλες) (από Marco De Sade, 16/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην χρηματιστηριακή αργκό: η μετοχή τρώω φόλα. Κυριακή χαρά, Δευτέρα λύπη. Το υψηλού κινδύνου κωλόχαρτο.

- Πήρα 10.000 τεμάχια Φουμαρέξ και σε μιά βδομάδα χάνω 60 %.
- Να το χαίρεσαι το σαπάκι που φορτώθηκες.

Χώστα όλα μάρκετ, μπάς και σώσουμε τίποτα... (από Marco De Sade, 14/03/09)

Σχετικά κουβάς αλλά και μπιζνεσαίος, μαρίδα, η.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παλιό, σκουριασμένο αυτοκίνητο. 30ετίας και πάνω. Η ντροπή των δρόμων.

Άντε ρε, κάνε στην πάντα το σαπάκι να περάσουμε...

Στην άκρη, λούγκρες με τα καινούργια... (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που αρέσκεται στην τραμπάλα.

Συγκεκριμένα: αυτή που καβαλάει τον αντρικό λεβιέ και τραμπαλίζεται προκαλώντας ευχαρίστηση και στον εραστή της, ο οποίος ξεκουράζεται ανάσκελα και μερικές φορές με τα χέρια πίσω από το κεφάλι σε στάση απόλυτης άνεσης.

Η ξεκωλιάρα, η πασαγαμιόλα, η χαμούρα.

Απαντά και ως «πουτσοτραμπαλέτα» ή «ψωλοτραμπαλέτα».

Επιτέλους, λίγος σεβασμός στις κυρίες που σκοτώνονται να μας ευχαριστήσουν.

Η Σίσυ είναι τραμπαλέτα ολκής. Μετά από μιά βραδιά μαζί της, θυμάσαι όλες τις παιδικές χαρές που είχες πάει μικρός.

Προσοχή: γειτονιά με 15χρονες τραμπαλέτες  (από Marco De Sade, 14/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified