Από την Ιταλική λέξη zonta που σημαίνει σφήνα.

Χρησιμοποιήθηκε από τους Έλληνες ράφτες και τις Ελληνίδες μοδίστρες στην επιδιόρθωση και ανακαίνιση των ρούχων, όταν «προσέθεταν» ένα κομμάτι ύφασμα για να μεγαλώσουν/φαρδύνουν το αρχικό ρούχο. Κατόπιν το πήραν και άλλες κατηγορίες επαγγελμάτων, σιδηρουργία, βυρσοδέψες κλπ., πάντα με την έννοια του «προσθέτω» στο αρχικό υλικό.

Στην 10ετία του '60, έγινε συνώνυμο των εμβόλιμων σκηνών πορνό σε κάποιους κυρίως συνοικιακούς και απόμερους κινηματογράφους. Στην κανονική ταινία, προσέθεταν καμμιά δεκαριά μέτρα από άλλη ταινία, έβαζαν τσόντα δηλαδή, και ο κόσμος άρχισε να πηγαίνει ειδικά γι' αυτές τις εμβόλιμες σκηνές, τις τσόντες.

Μάλιστα όταν ο κινηματογράφος ήταν σχετικά άδειος, το φιλοθεάμον κοινό φώναζε:

«Δείξε τσόντα, θα πεινάσεις»

- Τσόντα ρεεεεε
- Χασάπη, δείξε τσόντα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που σε πιέζει να κάνεις κάτι και δεν έχει την υπομονή να περιμένει. Που σε αναγκάζει να το κάνεις εδώ και τώρα.

Επίσης πλασμένη από μικρό παιδί!

-Γιώργο τελείωνε με το βάψιμο.
-Τώρα ρε Δημήτρη, στάσου να κάνω και ένα τσιγάρο.
-Ρε άσε το τσιγάρο και τελείωνε είπαμε.
-Πω πω ρε αδερφέ μου, τί αναγκαζιάρης είσαι εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published

Απλά ξημερώνει.

Πλασμένη από μικρό παιδί!

-Άντε, σήκω και ξενυχτώνει.

Got a better definition? Add it!

Published

Ή «παίρνω αμπάριζα και βγαίνω».

Συχνότατα χρησιμοποιείται και σε παρελθόντα χρόνο, σαν «πήρα αμπάριζα», «πήρε αμπάριζα».

Η λέξη αμπάριζα είναι Αλβανικής προελεύσεως και σημαίνει ή «ορμητήριο» ή «φωτιά», δεν γνωρίζω ακριβώς.

Η δε φράση προέρχεται από την «αμπάριζα», ένα παλιό αγορίστικο παιδικό παιχνίδι ανοιχτού χώρου, που παιζόταν από δύο ομάδες:

Ένας παίκτης της μιας ομάδας έβγαινε από την αμπάριζά του και πλησίαζε την αντίπαλη αμπάριζα προκαλώντας και κοροϊδεύοντας τους παίκτες της. Τότε κάποιος αναλάμβανε να τον κυνηγήσει και ο πρώτος παίκτης υποχωρούσε προς το στρατόπεδό του, ώστε να ακουμπήσει την αμπάριζά του για να ανανεώσει την «φωτιά» και να είναι δυνατότερος από τον καταδιώκοντα. Ή, μπορούσε ένας άλλος παίκτης να «βγει» από την αμπάριζα για να καταδιώξει τον επελαύνοντα αντίπαλο. Όποιος δηλαδή «έβγαινε» τελευταίος από την αμπάριζα, ήταν πιο δυνατός. Και γι' αυτό το φώναζαν: «παίρνω αμπάριζα και βγαίνω». Δηλαδή; δεν υπολογίζω κανέναν και ορμάω μέσα σ' όλα.

Μέχρι φυσικά ν' ακουγόταν ένα νεότερο «παίρνω αμπάριζα και βγαίνω».

-Τί γίνεται, θα τα καταφέρεις με τους χτίστες;
-Βρε παίρνω αμπάριζα και ζήτω που χεστήκανε!

===

-Τα έβγαλε πέρα ο Γιώργος με τους συγγενείς του; -Ρε πήρε αμπάριζα σου λέω και δεν ξέρανε που να κρυφτούνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάπου είδα ότι ζητάμε την σημασία αυτής της φράσης.

Η προστακτική αυτή έχει τις ρίζες τις στον ομώνυμο δίσκο του Χάρρυ Κλυνν, που κυκλοφόρησε το 1979.

Στον δίσκο αυτό και στο ομώνυμο σατυρικό «σκετς», ο Κλυνν διακωμωδεί τον «παροιμιώδη μέσο ανθρωπάκο», ο οποίος είχε ήδη αρχίσει να βάζει την υπογραφή του στο κοινωνικό γίγνεσθαι της μεταπολίτευσης.

Ολόκληρος ο μονόλογος έχει ως εξής (αν είναι μεγάλος κόψ' τε κάτι):

«Φίλοι,συμπατριώτες πολίτες. Είμαι ο συνάνθρωπος σας...είμαι ΕΓΩ!

Εγώ τρέχω και σπρώχνω κι αγωνίζομαι για να μπω πρώτος στο λεωφορείο όταν οι άλλοι περιμένουν στην ουρά. Αυτοί είναι κορόιδα, εγώ είμαι ο έξυπνος.
Δοξάστε με!

Εγώ περνάω με κόκκινο παλικαρίσια. Ας φυλαχτούν οι άλλοι, οι δειλοί. Εγώ είμαι λεβέντης, αντέχω! Δοξάστε με!

Εγώ κράτησα το κεφάλι μου χαμηλά όταν ξεσηκωνόντουσαν οι άλλοι. Εγώ είπα: «Δεν είναι εποχή για ηρωισμούς». Το είδα έξυπνα το πράγμα! Δοξάστε με!

Εγώ σκέφτομαι πριν από σας για σας. Εγώ καίω τα δάση για να μπορέσετε να αγοράσετε οικόπεδο. Να χτίσετε κι εσείς το σπιτάκι σας να βολευτείτε. Δοξάστε με!

Εγώ δεν άφησα να καταστραφούν τα σάπια κρέατα, αλλά τα πούλησα για να μπορείτε να τα φάτε σιτεμένα. Δοξάστε με!

Εγώ, κι αν έκλεψα, κι αν αδίκησα, κι αν έγινα αιτία να πεθάνουν άλλοι, ανθρώπινα τα λάθη. Εξομολογήθηκα όμως. Πήρα συγχώρεση. Είμαι ήσυχος με την συνείδησή μου. Δοξάστε με!

Εγώ και φτύνω κάτω και πετάω σκουπίδια στον δρόμο! Εεεεε είμαι απελευθερωμένος. Δοξάστε με!

Ποτέ μου... ποτέ μα ποτέ δεν ζήλεψα τον ξένο πλούτο αν δεν ήταν πιο πολύς απ τον δικό μου.

Ποτέ δεν άρπαξα από κάποιον που μ' έβλεπε.

Ποτέ δεν είπα ψέματα όταν η αλήθεια δεν μου έκανε κακό.

Ποτέ δεν επιθύμησα την γυναίκα του πλησίον μου, αν δεν ήταν ωραιότερη από την δική μου!

Δοξάστε με!

Είμαι ο συνάνθρωπός σας. Είμαι ο μέσος εσείς! Είμαι....ώριμος

ΔΟΞΑΣΤΕ ΜΕ!!!».

Ε, δοξάστε με ντε!

(από vip, 18/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λίστα στην οποία δεν πρέπει να μπούμε πάση θυσία!

– Μου φαίνεται ότι η Μαιρούλα σε έβαλε στην black list.
– Μωρέ στην black list ας με έβαλε, στη βλακ λιστ μη με βάλει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναυτικός ορισμός του πούστη.

Η ετυμολογία της φράσης είναι η ίδια με αυτήν που δίνεται στην φράση το μπατάρισε στο ντήζελ.

- Τί γνώμη έχεις για τον Μάνο;
- Καίει ντήζελ του σκοτωμού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή, το 'χει μπατάρει στο ντήζελ

Ναυτική ιδιωματική φράση για κάποιον που έγινε πούστης.

Η πολυκύλινδρη μηχανή των μεγάλων πλοίων κατά την διάρκεια του πλου δουλεύει με «βαρύ», σχεδόν αφιλτράριστο, πετρέλαιο μαύρο, το επιλεγόμενο μαζούτ. Κατά κάποιον τρόπο, καίει «αντρίκιο» πετρέλαιο.

Όταν απαιτούνται συνεχείς αλλαγές στην ταχύτητα, όπως όταν το πλοίο εισέρχεται σε λιμάνι, τότε χρειάζεται «λεπτό» πετρέλαιο, καλά φιλτραρισμένο, που να καίγεται γρήγορα ώστε να υπάρχει ταχεία απόκριση της μηχανής. Αυτό είναι το ντήζελ το οποίο θεωρείται και κάπως «γυναικείο» πετρέλαιο λόγω του ραφιναρίσματος που έχει υποστεί.

Όταν το πλοίο πλησιάζει στο λιμάνι, γίνεται προετοιμασία της μηχανής, ώστε να μπορεί να γυρίσει από το κάψιμο του μαζούτ στο κάψιμο του ντήζελ. Να «μπατάρει» δηλαδή από το «αντρικό» στο «γυναικείο» καύσιμο.

'Ετσι και κάποιος όταν το μπατάρει στο ντήζελ, ε, είναι πουστάρα ... πώς να το κάνουμε δηλαδή;

  1. - Ρε συ! Ο Τάσος το μπατάρισε στο ντήζελ ή μου φάνηκε;
    - Τί σου φάνηκε, καημένε; Καίει ντηζελάκι εδώ και χρόνια.

  2. - Βρε, τον Βάγγο σαν κάπως αλλαγμένο τον βρήκα.
    - Ε ναι, αφού το 'χει μπατάρει στο ντήζελ.

γκούχου γκούχου... (από Τσακ εις την μέσην, 24/02/11)

Σχετικό: καίει ντήζελ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδικής κατηγορίας μαλακία ... τεχνικής φύσεως.

Απλώνεις στο τραπέζι στραγάλια, κατά προτίμησιν αφράτα. Κατόπιν αλείφεις την παλάμη σου (δεξιά ή αριστερή δεν έχει σημασία), με μέλι και την περνάς πάνω από τα στραγάλια. Οπότε έχεις ένα ανοιχτού τύπου ρουλεμάν για να επιτελέσεις το έργον με τις ελάχιστες τριβές.

Λέγεται για κάποιον «έξτρα» μαλάκα, γι' αυτόν που υπερβαίνει τον απλό χαρακτηρισμό του μαλάκα.

- Ρε συ ο Μητσάρας μου φαίνεται ξύπνιος λέμε.
- Τι ξύπνιος ρε; Αυτός έχει εφεύρει τη μαλακία ρουλεμάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified