Από το αγγλικό ουσιαστικό relic (= λείψανο, αντικείμενο πολύ παλιό και μεγάλης θρησκευτικής ή ιστορικής αξίας). Το ρήμα relic, ελληνοποιημένο ως ρελικάρω, είναι νεότερο και δηλώνει κάτι εξειδικευμένο:

Ρελικάρω σημαίνει παλαιώνω τεχνητά ένα μουσικό όργανο, κυρίως ηλεκτρικό και ιδίως ηλεκτρική κιθάρα, ώστε να αποκτήσει ένα ταλαιπωρημένο και αξιοσέβαστο λουκ. Υπάρχουν και έτοιμες προ-ρελικαρισμένες ηλεκτρικές κιθάρες, κάτι σαν τα έτοιμα ταλαιπωρημένα και φθαρμένα μπλουτζήν ένα πράμα. Αν το κάνεις μόνος σου θα χρειαστείς γυαλόχαρτα, εργαλεία, χημικά, στόκο (!) και άλλα τέτοια - υπάρχουν και κατατοπιστικά βιντεάκια στο youtube.

Τώρα γιατί κάποιος θα προτιμήσει να ρελικάρει την κιθάρα του για να πουλήσει μούρη, παρά να την λιώσει στο παίξιμο και να γίνει και καλύτερος μουσικός ταυτόχρονα είναι ένα ζήτημα.

Στα ακουστικά όργανα κατά κανόνα δεν γίνεται ρελικάρισμα γιατί η φυσική κατάσταση των υλικών επηρεάζει τον ήχο τους. Εκτός κι αν κάποιοι επιλέξουν να υποβαθμίσουν και τον ήχο για χάρη του φαίνεσθαι, άβυσσος η ψυχή τους, τι να πω.

Λιγότερο χρησιμοποιούμενος είναι ο τύπος ρελικιάζω > ρελίκιασμα.

Προσοχή στην αντιδιαστολή: Βίντατζ (vintage) όργανο είναι το πραγματικά παλιό, π.χ. μια κιθάρα, που έχει αξία για διάφορους λόγους, ή, καταχρηστικά, αυτό που είναι μεν καινούριο αλλά χρησιμοποιεί μια παλαιότερη και γενικά ξεπερασμένη τεχνολογία από άποψη, π.χ. ενισχυτές με λυχνίες. Η λέξη βίντατζ χρησιμοποιείται και εκτός μουσικής, π.χ. στον κινηματογράφο: vintage porn.

  1. Από εδώ:

- Όχι όχι δεν επηρέασαν τον ήχο...αλλά βασικά ποιον ήχο;;;πριν δεν είχε ήχο... είχε σκατούλες (με τους μαμίσιους epiphone καταλαβαίνεις...)
Θα βάλω και το πίσω μέρος μόλις μπορέσω.
- Ωραίος!! τέτοια projects χρειάζονται να γίνονται κ ας είναι «καγκούρικα», κακόγουστα ή οτιδήποτε... εμένα πάντως μ' αρέσει το αποτέλεσμα...
- Πάντως για να είναι ολοκληρωμένο το αποτέλεσμα θα έπρεπε να ρελικάρεις και το hardware... γέφυρες, κλειδιά κλπ πρέπει να φαίνονται κι αυτά ''ταλαιπωρημένα'' ;)

  1. Από εδώ:

Οι κιθάρες που πραγματικά σιχαίνομαι είναι αυτές που έρχονται από το εργοστάσιο προ-ρελικιασμένες. Πρέπει να είσαι πραγματικά πολύ ΦΛΩΡΟΣ για να πάρεις μια τέτοια κιθάρα. Η αγορά μιας τέτοιας κιθάρας συνεπάγεται πολύ απλά ότι είσαι ΑΝΙΚΑΝΟΣ να πάρεις μια ολοκαίνουργια κιθάρα και να την καταντήσεις σαν τα μούτρα σου. Οι άνθρωποι ( ; ) που ψωνίζουν ΤΕΤΟΙΕΣ κιθάρες, εκτός από υπερβολικά χαζοί (μιας και είναι πανάκριβες και χαλασμένες) είναι επικίνδυνοι για το κοινωνικό σύνολο, θα πρέπει να απομονώνονται και να εξαναγκάζονται σε ακρόαση country και demo blackmetal συγκροτημάτων ΕΝΑΛΛΑΞ. Αν επιζήσουν από αυτήν την διαδικασία (η πιθανότητα αυτή τείνει στο μηδέν) θα υποχρεώνονται να κάνουν ΔΩΡΕΑΝ τηλεφωνική υποστήριξη σε πελάτες καμένους από τα προϊόντα της μικρομαλακής αε για το υπόλοιπο της θλιβερής τους ύπαρξης.

Επίσης δεν μου αρέσουν οι φέντερ.

  1. Από εδώ:

- Σε κάποιους αρέσει και για το χρησιμοποιημένο / broken-in feel.
- Στο παίξιμο εννοείς; Τι αλλαγές περιλαμβάνει το ρελικάρισμα σε αυτό;
- Ναι. Συνήθως όσο πιο απογυμνωμένο είναι το μανίκι από το βερνίκι και φθαρμένο / φαγωμένο το ξύλο, τόσο πιο «εύκολο / ευχάριστο / γρήγορο» θεωρείται στο παίξιμο.
- Ναι κατάλαβα, αν και αυτό γίνεται και ανεξαρτήτως υπόλοιπης εμφάνισης.

Απίστευτα εγκλήματα σε μια αθώα, γέρικη κιθάρα. (από patsis, 06/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ’ αρχήν, το εγκεφαλικό επεισόδιο. Μακριά από μας.

Καθ' υπερβολήν λέμε «παθαίνω εγκεφαλικό» όταν μαθαίνουμε άσχημα νέα, συνειδητοποιούμε μόλις το μέγεθος μιας αναποδιάς. Κι αυτό γιατί μας έρχεται μια σκοτοδίνη, μια θολούρα στο μυαλό, από το βάρος των κακών μαντάτων των οποίων τις συνέπειες το μυαλό μας αρνείται να συλλάβει μονοκόμματα. Μ’ άλλα λόγια: μας έρχεται νταμπλάς, παθαίνουμε ντουβρουτζά.

Από την σκοπιά της ψύχραιμης επιστημονικής γλωσσολογίας ή φιλολογίας ή και γλωσσοφιλίας αν θέλετε, η έκφραση κινείται μεν στα πλαίσια της σλανγκιάς, αλλά νταξ, είναι κάπως. Γίνεται πιο ενδιαφέρουσα όταν μπαίνει στον πληθυντικό ή όταν αναφέρεται σε θετικό γεγονός ή και τα δύο.

Εάν εννοήσουμε άλλο προσδιοριζόμενο ουσιαστικό, εγκεφαλικό μπορεί να είναι το σεξ, μια ταινία, μια οποιαδήποτε εμπειρία που προσφέρει περισσότερο διανοητική παρά συναισθηματική ή σωματική απόλαυση.

  1. Από εδώ (διασκευή):
    Πριν χρόνια είχα ένα laptop της HP. Μου χαλάει το cd-writer το πάω στο service και μου ζητάνε για αντικατάσταση περίπου 400 euro . Τρελαίνομαι και ψάχνω στο Internet, βρίσκω το ιδιο cd στα 90 euro καινούργιο + έξοδα αποστολής. Η πλάκα: το cd τελικά δεν είναι χαλασμένο. Αφου παθαίνω μερικά εγκεφαλικά στέλνω πλήρως ενημερωτικό email στην εταιρία (USA) και έπειτα στην Ελλάδα. Αφού με παίρνουν τηλ. για τις απαραίτητες συγνώμες [μπλα μπλα]

  2. Από εδώ:
    Η Νότα συνέχιζε να λέει τρέχω εγώ ψάχνω το δελτίο, πουθενά το δελτίο. Κάνω τον κόσμο άνω κάτω, το ανακαλύπτω μέσα στο τσεπάκι του πουκαμίσου στα άπλυτα. Μπαίνω στην σελίδα του ΟΠΑΠ και βλέπω .... 1 2 3 4 5 και joker .... OΛΑ !!!! Πάω να δω 1 επιτυχία στην κατηγορία 1..... Παναγιά μου δώδεκα εκατομμύρια είναι δικά μου .... παθαίνω ένα εγκεφαλικό και ένα έμφραγμα και εντελώς ξαφνικά ξυπνάω μούσκεμα στον ιδρώτα.

  3. Από εδώ:
    Ξαναγυρίζω λοιπόν στη Συγγρού. Όπου πάνω στη μηχανή εκεί στις 4 τα ξημερώματα, έχω γυρίσει το κεφάλι δεξιά και ψάχνω για πουτάνες που ξεμείνανε. Εκεί λίγο μετά το Πάντειο, δίπλα στη στάση, παθαίνω το εγκεφαλικό. Επί της Συγγρού -όχι στον παράδρομο, πάνω στον κεντρικό δρόμο- βλέπω… έναν κώλο! Έναν αντρικότατο, ολόκληρότατο, ξυρισμενότατο, κώλο. Ο τύπος φόραγε ψηλοτάκουνα, καλσόν, μπλούζα και… τίποτα από κάτω! [...] Σας πλιζάρω λοιπόν αγαπητά μου τραβελουάρ. Μαζευτείτε λίγο. Μην περνάτε τα όρια. Εμείς σας σεβόμαστε. Σεβαστείτε και εσείς εμάς ε;

  4. Από εδώ:
    Κι εκεί, που λες, που το ματς κυλούσε μια χαρά, γίνεται ανακοίνωση από τα μεγάφωνα της Τούμπας: «Αλλαγή για τον ΠΑΟΚ, στο παιχνίδι μπαίνει ο… Γιασεμάκης Γιασεμή!» Με το που τον βλέπω, γιατρέ, να μπαίνει στο γήπεδο, παθαίνω δέκα εγκεφαλικά!

  5. Από εδώ: Γιατί, ἑνάμισυ δισεκατομμύριο Κινέζων παθαίνουν τέσσερα ἐγκεφαλικὰ ἐν σειρᾷ, ἂν φᾶνε σκορδαλιά; Γιατὶ οἱ Κρητικοὶ δὲν ἀντέχουν τὸ κλαρίνο; Γιατὶ οἱ πρωτοκαπετάνιοι Κρητίκαροι, λιποθυμοῦν ἀπὸ φόβο καὶ ἐπὶ τῇ θέᾳ ἀκόμη τῆς καυτερῆς πιπεριᾶς, ποὺ λαίμαργα λατρεύουν οἱ Μακεδόνες; (Σ.ς.: wtf;)

Got a better definition? Add it!

Published

Μοτορόλες είναι οι ασύρματοι VHF, που χρησιμοποιούνται όταν απαιτείται μεν φορητότητα αλλά και μεγάλη εμβέλεια εκπομπής και λήψης.

Οι ασύρματοι αυτοί χρησιμοποιούνται κυρίως από την αστυνομία (η οποία έχει δεσμεύσει ένα εύρος συχνοτήτων αποκλειστικά για τις ανάγκες της), αλλά και από ραδιοερασιτέχνες, διασώστες, οδηγούς οχημάτων (φορτηγά, βλ. και σιμπί - CB) το στρατό και διάφορα μικρά ή μεγαλύτερα πλοία. Στο στρατό, βέβαια, στα φορτηγά και στην θάλασσα οι ασύρματοι συνήθως είναι μεγαλύτεροι και όχι απαραίτητα φορητοί.

Η λέξη έχει συνδεθεί περισσότερο με τους ασυρμάτους της αστυνομίας και προέρχεται από την γνωστή εταιρεία ηλεκτρονικών Motorola.

Παρεμφερείς πληροφορίες εδώ. Πρβλ. και ρακαλάκι.

  1. Από εδώ:

αν έπρεπε να ανησυχώ για τα ραδιοκύματα θα έπρεπε να κρυφτώ σε σπηλιά στα βάθη της γης. (Κι εκεί έχει ηλεκτρομαγνητικά κύματα). Διότι κι εσύ που τα αποφεύγεις τρως τις ακτινοβολίες και τα κύματα: του ραδιοφώνου, της ΤιΒι, των δορυφόρων, του GPS, των κινητών, τηλεφώνων (συσκευών και κεραιών), του ασύρματου τηλέγραφου, των ραδιοερασιτεχνών, από τις μοτορόλες των μπάτσων, συν το Wi Fi και το ασύρματο τηλέφωνο του γείτονα...

[Σ.σ. Φωσφορίζουν τ’ αρχίδια του δηλαδή...]

  1. Από εδώ:

Αστυνομικοί της Διεύθυνσης Ηρακλείου είχαν πληροφορίες ότι καταστηματάρχες της περιοχής είχαν ασυρμάτους συντονισμένους στη συχνότητα της αστυνομίας και γνώριζαν ανά πάσα στιγμή πότε θα γίνει έλεγχος στα μαγαζιά τους, ενώ με μοτορόλες ενημέρωναν και τους συναδέλφους τους. «Χοντρός», «μαύρος», «παππούς» και «καμπούρης» ήταν μερικά από τα ψευδώνυμα που είχαν δώσει στους ντόπιους αστυνομικούς, [...]

  1. Από εδώ:

Το Εθελοντικό Τμήμα αυτή τη στιγμή [...] διαθέτει μοτορόλες, σχοινιά, κράνη, ειδικά φορεία, είδη καταυλισμού και ένα μικρό λεωφορείο, προσφορά του Δήμου Άργους Ορεστικού.

Στο 4:30. (από patsis, 08/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικός όρος για τους φορητούς ασυρμάτους με μικρή ή μέση εμβέλεια, το πολύ μερικών χιλιομέτρων. Τα ρακαλάκια έχουν συνήθως τρία με πέντε κανάλια που είναι αριθμημένα με απλούς αριθμούς (1, 2, 3 κλπ) και όχι ρυθμιστικό συχνότητας.

Καλύπτουν τις ανάγκες μοτοσυκλετιστών που κάνουν ταξίδι με δύο ή παραπάνω μηχανές, ορειβατών, εργαζομένων που κινούνται συνεχώς σε μεγάλους χώρους (αποθηκάριοι, σεκιούριτι κλπ). Τώρα πια έχουν μικρό μέγεθος χωρώντας ακόμα και σε τσέπη, παλαιότερα όμως ήταν ογκώδη και με μεγάλη κεραία. Γενικό χαρακτηριστικό των ασυρμάτων είναι η μονόδρομη επικοινωνία, στην ίδια συχνότητα δηλαδή μπορεί να ακούγεται μόνο ένας πομπός. Γι’ αυτό οι ασύρματοι έχουν κουμπί push to talk ή κάτι ανάλογο που ενεργοποιεί την εκπομπή μόνο όταν το πατήσουμε.

Η λέξη είναι ελληνοποίηση της επωνυμίας Racal, μιας βρετανικής εταιρείας που προμήθευε ασυρμάτους τον ελληνικό στρατό και τα σώματα ασφαλείας.

Πρβλ. και μοτορόλα.

  1. Από εδώ:

Φυσικά είχαμε τον σπορτ-μπιλη (DJMIKE) που είχε τα πάντα (έξτρα μπαταρίες για το ρακαλάκι μου, έξτρα ρακαλάκι για όταν τελείωσαν οι μπαταρίες,και φυσικά 3-4 ζευγάρια αλυσίδες για παν ενδεχόμενο :-D )

  1. Από εδώ:

εγώ που είμαι κοντά που θα σας περιμένω;(λόγω που είμαι σχετικά κοντά και θα έρθω από Άγρα Έδεσσα) να έρθω κατευθείαν η να περιμένω κάπου ενδιάμεσα;; (έχω και ρακαλάκι)...

  1. Από εδώ:

Θυμάμαι κυκλοφορούσαν κάτι κοστουμαρισμένοι τύποι που κρατούσαν κινητό που θύμιζε ρακαλάκι –σαν αυτά του στρατού- και τους κοροϊδεύαμε. Αυτοί βέβαια είχε ένα τουπέ τέτοιο, που νόμιζες ότι ήρθαν από το διάστημα, από έναν άλλον πολιτισμό, πιο προχωρημένο από τον δικό μας.

Got a better definition? Add it!

Published

Από το αγγλικό bot, συντομογραφία του robot. Λέγεται φυσικά και μποτ, χωρίς χαϊδευτικά.

Μποτάκια είναι οι εικονικοί παίκτες σε ένα παιχνίδι, κυρίως FPS, τους οποίους χειρίζεται ο υπολογιστής. Ο σκοπός τους είναι να γεμίζουν έναν σέρβερ με «κόσμο» ώστε να μη διστάζει κάποιος πραγματικός παίκτης να μπει και να παίξει. Μποτάκια χρησιμοποιούνται π.χ. στο Counter-Strike, στο Quake, στο Unreal Tournament.

Πρόκειται για λύση ανάγκης, ιδίως παλαιότερα που οι ταχύτητες του ίντερνετ δεν ήταν καλές και το παιχνίδι online σήμαινε ένα μεγάλο ρίσκο για την ψυχική σου υγεία (τον έχεις στο σκόπευτρο για ένα απολαυστικό kill και κολλάει η γραμμή - επανέρχεται και ανακαλύπτεις ότι είσαι ήδη νεκρός). Το πρόβλημα έγκειται στην τεχνητή νοημοσύνη του μποτ που είναι, συνήθως, σκατά. Βλέπεις δηλαδή τους δήθεν παίκτες να κουτουλάνε πάνω σε τοίχους, να σκαλώνουν σε πόρτες και άλλα εκνευριστικά. Ή, ακόμα χειρότερα, βλέπεις να κοιτάνε αλλού, ότι ντεμέκ και καλά δεν σε είδανε και, μόλις φάνε την πρώτη σφαίρα, γυρίζουν 180 μοίρες σε μισό κλικ του δευτερολέπτου και σε πετυχαίνουν με την πρώτη σφαίρα στο κεφάλι.

Μποτάκια επίσης υπάρχουν σε ιστοτόπους με τη μορφή εικονικών χρηστών. Είναι το αποτέλεσμα λογισμικού που «καταλαβαίνει» το πώς γίνεται το sign in και εγγράφει αυτόματα χρήστες με τυχαία ονόματα και απώτερο σκοπό είτε να καταχωρεί διαφημιστικά σχόλια τ. «Για δωρεάν ταινίες που μόλις βγήκαν σε κινηματογράφους επισκεφθείτε εδώ», είτε απλώς να σπαμάρει.

Αυτός ο εκνευριστικός, μη ανθρώπινος συνδυασμός μηχανιστικής ηλιθιότητας και ανέμπνευστης σκέψης με εκλάμψεις απροσδόκητα καταστροφικής δράσης είναι που οδήγησε το μποτάκι να ενσωματωθεί και σε μη gaming περιβάλλοντα. Μποτ ή μποτάκι λοιπόν, όταν αναφέρεται σε ανθρώπους, είναι ο άκυρος, ο ανεκδιήγητος, ο οφ. Ο τραγικός, ο πειραγμένος, ο αλέν ντελόν, ο γεια σου.

  1. - Άντε μπείτε στην dust!
    - Τι να μπούμε ρε μαλάκα, με μποτάκια θα παίζουμε τώρα; Πάμε σε καμιά άλλη να γουστάρουμε σφαγή.

  2. - Άνοιξε κάνα παράθυρο ρε φίλε, ντουμανιάσαμε εδώ μέσα.
    - Πώς ανοίγει το γαμίδι... κρατς! μπαμ! ντουπ!
    - Σιγά! Σιγά ρε μποτάκι, γύρνα πρώτα το χερούλι και μετά τράβα, για όνομα να πούμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τουρκικό şaşkın που σημαίνει σαστισμένος, μπερδεμένος σε σύγχυση. Σαν χαρακτηρισμός ανθρώπου μπορεί να εκτείνεται και μέχρι χαζός, βλάκας, ντελήσαββας, ντελημπάσχος.

Δεν είναι ιδιαίτερα βαρύς χαρακτηρισμός, γι' αυτό και λέγεται και περιπαικτικά. Ακούγεται στην Βόρεια Ελλάδα. Βλ. και σερσερής, σερσέμης.

  1. - Λοιπόν, πάρε τα σάντουιτς, βάλε και δυο κοακόλες σε μια άλλη σακούλα και πάν' τα στον Τέξας, στο προποτζίδικο.
    - Ναι.
    - Κόκα-κόλες σε είπα.
    - Α, ναι.
    - Σε άλλη σακούλα.
    - Α, ναι, ναι.
    - Τι ναι και ναι, άντε, τελείωνε. Πού πας ρε σασκίνη, τα σάντουιτς δεν θα τα πάρεις;
    - Α ναι...

  2. - Θα δούμε τον αγώνα απόψε, έτσι;
    - Αμάααν! Το ξέχασα και κανόνισα με το μωρό σινεμά.
    - Α βρε σασκίνη, κάτσε τώρα να δεις τον Κισλοφσκι σου ενώ παίζει η Παοκάρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην Βόρεια Ελλάδα (Νομός Πέλλας σίγουρα) είναι το τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο. Στην υπόλοιπη χώρα η λέξη χρησιμοποιείται μόνο για το ιταλικό ποτό που συγγενεύει με το τσίπουρο, την grappa.

Σε αντίθεση με την λέξη «τσίπουρο», όπου συνήθως πρέπει να διευκρινίσεις αν θέλεις με γλυκάνισο ή χωρίς, με την γράπα η συνεννόηση είναι γκαραντί. Και το ποτό έρχεται, συνεπώς, γρηγορότερα.

- Μάστορα! Βάλε δυο τσίπουρα και δυο-τρεις μεζέδες!
- Με γλυκάνισο το τσίπουρο;
- Όχι, φέρε γράπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξικογραφημένο για τις περισσότερες σημασίες του, π.χ. στον Τριανταφυλλίδη. Κυρίως έλειπε η τέταρτη παρακάτω περίπτωση.

Ο έλεγχος, η ρύθμιση, η επιβολή της εξουσίας μου σε ανθρώπους ή καταστάσεις, η χορήγηση δεσμευτικών οδηγιών. Ειδικότερα:

  1. Ο εξουσιαστικός έλεγχος επί ανθρώπων. Όποιος κάνει κουμάντο είναι ο φανερός ή παρασκηνιακός επικεφαλής. Ο λόγος του είναι προσταγή για τους εμπλεκομένους.

  2. Ο έλεγχος σε άψυχα (συνών: κάνω καλά, κάνω ζάφτι). Η ρύθμιση καταστάσεων, η δρομολόγηση των διαδικασιών. Ο καταμερισμός των ρόλων, ο προγραμματισμός των δαπανών και των πόρων. Βλ. και τα κουμάντα μου, με τα ενδιαφέροντα και συμπληρωματικά του παρόντος σχόλια.

  3. Η επικράτηση μιας προσωποποιημένης δύναμης (το άψυχο σαν υποκείμενο).

  4. Οι οδηγίες ενός πεζού στον οδηγό αυτοκινήτου για να κάνει έναν δύσκολο ελιγμό (κυρίως παρκάρισμα/ξεπαρκάρισμα). Άσχετο: Στα τεθωρακισμένα αυτός που κάνει κουμάντο τον οδηγό του άρματος λέγεται οδηγός εδάφους.

Εκ του ιταλικού comando=εντολή, διαταγή.

Παράγωγα: κουμαντάρω (ρ.), κουμανταδόρος (ουσ.), κουμανταδόρικος (επίθ.).

  1. - Μεγάλη μονάδα ρε συ, να έρθουμε καμιά μέρα να κάνουμε κρούση για τα μηχανήματα με τα αναψυκτικά. Για πες εσύ που ξέρεις, ποιος είναι διοικητής εδώ;
    - Γάμα τον διοικητή, ένας κοιμήσης είναι, συνέχεια βολτάρει με το τζιπάκι. Τον υπόδικα να πιάσεις, αυτός κάνει κουμάντο εκεί μέσα.

2α. - Χαλβαδιάζω μια hayabusa τελευταία...
- Σιγά μην πάρεις και εφ δεκάξι. Ρε άκυρε, ακόμα το παπί δεν μπορείς να κάνεις κουμάντο, μου θες και χαγιαμπούσες.

2β. - Στο γλέντι έχουμε συγκεκριμένες θέσεις;
- Α μπα, έχω βάλει όμως τον Γιωργάκη να κάνει κουμάντο τους καλεσμένους, να στέλνει της νύφης από 'δω του γαμπρού από 'κει, του κουμπάρου παρακεί και τέτοια.

2γ. - Αφεντικό έχω χάσει την μπάλα με τις πληρωμές.
- Θέλει μια μέρα να βάλουμε κάτω τους λογαριασμούς και να κάνουμε ένα κουμάντο ποιος έχει να παίρνει τι, γιατί αλλιώς θα την πατήσουμε.

  1. - Καλά ρε, γιατί δεν σηκώνει κανένας το ανάστημά του εκειπέρα, που κάθονται και ακούνε τις μαλακίες του κάθε χτεσινού προϊσταμένου;
    - Φίλε, ο φόβος κάνει κουμάντο στην εταιρεία, έχουν ακουστεί πολλά για απολύσεις τελευταία.

  2. - Ε ρε πστ! Πιο κολλητά δεν μπορούσε να παρκάρει αυτός; Έχει και κοτσαδούρα και δεν μπορώ να υπολογίσω...
    - Να βγω να σου κάνω κουμάντο;
    - Άσε, την παλεύω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθαρά τραπεζική αργκό, εκ του γαλλικού valeur που σημαίνει αξία, από τότε που οι Γάλλοι επηρέαζαν μεγάλο τμήμα της οικονομικής, πνευματικής αλλά και καθημερινής (βλ. ορολογία αυτοκινήτου) ζωής στην Ελλάδα.

Καθόλου βρώμικη λέξη ή λέξη της πιάτσας, αναφέρεται αυτούσια σε πλείστα έγγραφα, τραπεζικά αλλά και νομοθετικά· θεωρώ ωστόσο ότι η παρασπονδία της καταχώρησής της συγχωρείται από την μη εκτεταμένη χρήση ελληνικού αντίστοιχου όρου, την ιδιομορφία της ίδιας της έννοιας αλλά και το γεγονός ότι αφορά όλους (μα όλους) τους πελάτες τραπεζών.

Βαλέρ είναι η ημερομηνία αξίας μιας συγκεκριμένης καταχώρησης σε έναν λογαριασμό, η οποία συχνά διαφέρει από την πραγματική ημερομηνία της πράξης. Αξία εδώ σημαίνει την παραγωγή αποτελεσμάτων - πριν από την επέλευση αυτής της ημερομηνίας το καταχωρηθέν ποσό εμφανίζεται μόνο λογιστικά, σαν φάντασμα, χωρίς να επηρεάζει κατ’ ουσίαν τον λογαριασμό. Με νομικούς όρους, άλλες φορές παραμένει υπό αίρεση (δηλαδή με την προϋπόθεση ότι θα συμβεί ή δεν θα συμβεί ένα γεγονός) και μετά είτε «επικυρώνεται» είτε ανατρέπεται («αντιλογίζεται») και άλλες φορές παραμένει υπό προθεσμία (ως δικαίωμα ή υποχρέωση που περιμένει να «ωριμάσει»).

Πάμε κατευθείαν σε παραδείγματα για να μην χαθούμε:

  • Σύμφωνα με τα μέχρι πρότινος ισχύοντα, αν καταθέσω σήμερα μετρητά στον λογαριασμό μου, αυτά θα αρχίσουν να τοκίζονται από αύριο. Από αύριο, επίσης, θα μπορώ να τα αναλάβω (να τα «σηκώσω»). Μέχρι αύριο θα φαίνονται στο υπόλοιπο αλλά όχι στα «διαθέσιμα» του λογαριασμού. Εδώ έχουμε βαλέρ επομένης (ενν. εργάσιμης ημέρας).
  • Αν καταθέσω προς είσπραξη μια επιταγή που μου έδωσε κάποιος (π.χ. ένας πελάτης μου) σήμερα στην τράπεζα που γράφει πάνω η επιταγή, θα συμβεί το ίδιο με το προηγούμενο παράδειγμα (εκτός κι αν είναι πέτσινη). Αν την καταθέσω σε άλλη τράπεζα, όπως έχω την επιλογή χάρη στο σύστημα ΔΙΑΣ, η βαλέρ θα είναι δύο ημερών (εκτός από επιταγές μερικών συνεταιριστικών τραπεζών και επιταγές εξωτερικού).
  • Αν καταθέσω χρήματα στον λογαριασμό της πιστωτικής κάρτας ή δανείου, η βαλέρ κανονικά θα πρέπει να είναι επομένης το αργότερο. Αυτό σημαίνει ότι και με την τσίμπλα στο μάτι να πάω στο κατάστημα για να πληρώσω, τους τόκους εκείνης της ημέρας μάλλον θα τους χρεωθώ.

Σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, η βάση της πρακτικής αυτής είναι δίκαιη και εύλογη - οι δόλιες καταχρήσεις της είναι που λειτουργούν σε βάρος των πελατών. Πιο συγκεκριμένα:

Στην περίπτωση της κατάθεσης μετρητών η αξία τους γίνεται μετρήσιμο μέγεθος για την τράπεζα κατά το κλείσιμο του ταμείου. Πολύ σχηματικά, κατά τις πέντε το απόγευμα, η Διεύθυνση Λογιστικού θα πει στα μεγάλα κεφάλια «μάγκες τόσες καταθέσεις έχουμε αυτήν τη στιγμή». Τότε μόνο μπορεί η τράπεζα να διαχειριστεί (εκμεταλλευτεί) τα ποσά αυτά. Για τις επενδυτικές ενέργειες της τράπεζας η μέρα έχει, θεωρητικά, χαθεί ως προς τα χρήματα που βάλαμε το πρωί - την άλλη μέρα θα μπορέσει να τα τοποθετήσει όπου επιλέξει. Εδώ έχουμε την προθεσμία που λέγαμε. Να σημειωθεί ότι εδώ έγκειται η δεύτερη μετάφραση του όρου: τοκοφόρος ημερομηνία.

Αλλά και στην περίπτωση της επιταγής υπάρχει λογική, μόνο όμως στο σκέλος της κατάθεσης π.χ. μιας επιταγής Eurobank σε λογαριασμό Alpha. Η πρώτη τράπεζα δεν μπορεί να ξέρει νωρίτερα από μεθαύριο για το αν μια επιταγή έχει αντίκρυσμα, καθώς τόσο κάνει το σύστημα ΔΙΑΣ να απαντήσει, επομένως ούτε να δώσει τα λεφτά μπορεί (εκτός αν τα δανείσει, άλλο εκείνο) ούτε να τοκίσει, αφού περιμένει να δει αν θα πληρωθεί ή όχι. Πολλοί καημένοι τραπεζικοί έχουν πληρώσει είτε από την τσέπη τους είτε με πειθαρχικά και απολύσεις επιταγές που από ευπιστία ή απροσεξία κατέθεσαν με βαλέρ συντομότερη απ’ ό,τι έπρεπε, μόνο για ν’ αποδειχθεί ότι η φάση ήταν στημένη: επέστρεψε απλήρωτη και ο κομιστής είχε ήδη σηκώσει το ποσό και εξαφανιστεί. Εδώ κολλάει και η έννοια της αίρεσης.

Βαλέρ υπάρχει σε πολλές συναλλαγές, π.χ. με συναλλάγματα κλπ. Μια ενδιαφέρουσα χρήση της λέξης είναι για την ημερομηνία κατά την οποία αποκτά επίπτωση μια μη χρηματική μεταβολή, εκτός λογαριασμών κλπ. Βαλέρ είναι η (συνήθως πλασματική) ημερομηνία ενός βαθμού στην επετηρίδα των τραπεζικών υπαλλήλων. Αν για παράδειγμα πάρω το πτυχίο μου τον Ιούνιο, τα βαθμολογικά και μισθολογικά οφέλη μπορεί να ξεκινήσουν αναδρομικά από την αρχή του έτους. Τότε λέμε ότι «έγινα λογιστής Β’ με βαλέρ Ιανουαρίου».

Ελληνοποιημένα παράγωγα: βαλεριακός (επίθ.), βαλεριακά (επίρ.).

Συγγνώμη για το μέγεθος, ελπίζω να ήμουν κατατοπιστικός. Διαβάστε επίσης: πληροφορίες ενός insider, έγγραφο της ΤτΕ, συνοπτική πληροφόρηση της www.dolceta.eu.

  1. Από εδώ:

Μόλις σήμερα παρατήρησα πως η Τράπεζα **** δεν έχει βαλερ στις καταθέσεις... ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΤΟ ΣΤΑΜΑΤΗΣΑΝ!

  1. Από εδώ:

- H valeur έχει να κάνει με το από πότε τοκοφορεί το ποσό που έβαλες, το λεγόμενο βαλεριακό υπόλοιπο ότι το διαθέσιμο. Συνήθης πρακτική είναι και στην κατάθεση και στην ανάληψη να έχουν valeur την επόμενη εργάσιμη. Αν το σύστημά τους έχει μπερδέψει το βαλεριακό με το διαθέσιμο, τότε απλά είναι για τα μπάζα, αλλά και έτσι να είναι δεν θα δει το σύστημά τους ότι υπάρχει υπόλοιπο την επόμενη μέρα για να τραβήξει το υπόλοιπο ; Τσέκαρέ το όμως, σίγουρα δουλεύουν έτσι ;
- Η ***** όντως έχει αυτό το κακό. Αν κάνεις κατάθεση χρημάτων, αυτά είναι διαθέσιμα την επόμενη ημέρα (όχι απαραίτητα εργάσιμη). Έχει δηλαδή 24ωρο βαλέρ κατά το οποίο τα χρήματα δεν είναι διαθέσιμα αλλά λογίζονται μόνο ως λογιστικό (και όχι διαθέσιμο) υπόλοιπο. Στη μόνη περίπτωση που είναι άμεσα διαθέσιμα τα χρήματα είναι αν γίνει μεταφορά από τρίτο στην ίδια τράπεζα.

  1. Από εδώ:

Την ερχόμενη Τρίτη θα πληρωθούν μέρος των οφειλομένων οι εργαζόμενοι στον Καλλιτεχνικό Οργανισμό του Δήμου Βόλου. Τελικά δεν πληρώθηκαν χθες επειδή το ποσό των 150.000 ευρώ κρατήθηκε για δύο ημέρες, «βαλέρ», από την τράπεζα.

Σ.σ.: Τα ονόματα των τραπεζών έχουν λογοκριθεί γιατί με τον ν. 3862/2010 τα δεδομένα άλλαξαν και οι τράπεζες, θέλουν δεν θέλουν, ήδη συμμορφώνονται (λέμε τώρα), κάνοντας επίφοβη για το σάιτ την ανάρτηση παλαιών πληροφοριών. Καμία σχέση δεν έχει ότι διαθέτουν στρατιές δικηγόρων. Όποιος επιθυμεί περαιτέρω πληροφορίες επισκέπτεται τις παραπομπές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν πάχυνα, ξεχάστηκα! Χιουμοριστική ατάκα του μερακλή με κοιλίτσα ή κοιλάρα (μπυροκοιλιά κλπ) όταν παρατηρούν ότι είναι ετοιμόγεννος. Γιατί το πιο εύκολο κόλπο για να μην φαίνονται οι σκεμπελιακοί είναι να τους ρουφάς όταν περνάει μια γκόμενα ή, γενικά, όταν είσαι ακάλυπτος, π.χ. στην παραλία. Ακολουθεί αναρρόφηση σκεμπέ εκ των έσω και αναζήτηση θέσης πίσω από τραπέζι, εφημερίδα ή βυτιοφόρο για απόκρυψη του φαινομένου.

Προσοχή χρειάζεται να μην ξεχαστείς, γιατί μόνο οι γκουρού του είδους μπορούν να μιλούν και να ρουφάνε την κοιλιά τους ταυτόχρονα.

Βλ. επίσης και σκεμπεδιακοί.

- Πόπο ρε Παναή, πώς πάχυνες έτσι μέσα σε μια βδομάδα;
- Δεν πάχυνα, ξεχάστηκα! (ιουσφφφφσχχ! - κράταει την αναπνοή του) Τώρα;
- Μπράβο ρούφηγμα... στο στρατό τα μάθατε αυτά;

Άσχετα:
1. Συζυγικό δράμα: Ερωτεύτηκα τον άντρα μου γιατί ήταν σιωπηλός και είχε ωραίο κορμί! Αργότερα κατάλαβα ότι δεν μπορούσε να μιλάει και να ρουφάει την κοιλιά του ταυτόχρονα....
2. Σε μια έϊτιζ βιντεοκασέτα του Κώστα Βουτσά υπάρχει μια απίστευτη σκηνή που ξεδιπλώνει μια κοιλάρα μέχρι το πάτωμα και την ρουφάει μέχρι την πλάτη μόλις γυρνάει η γκόμενα της υπόθεσης να τον δει. Όποιος το βρει στο youtube κερδίζει γλυφιτζούρι. Ατάκες Βουτσά σε απανωτά γυρίσματα της τύπισσας, ρουφώντας ταυτόχρονα την κοιλιά του: «Γύρνα από την άλλη αγάπη μου, ντρέπομαι! Γύρνα από την άλλη! Γύρνα από την άλλη θα σκάσω!»

Του Édika. (από patsis, 28/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published