Έκφραση στα σινάφια των μουσικών και τραγουδιστών.

Σημαίνει έχω μελετημένο, προβαρισμένο λεπτομερειακά ένα συγκεκριμένο μουσικό κομμάτι ή τραγούδι, και γνωρίζω επαρκώς να το εκτελέσω, να το ερμηνεύσω, ή και να το διδάξω, κατά κανόνα (όχι υποχρεωτικά) από μνήμης. Συνεπώς υπάρχει η δυνατότητα να εκτελεστεί δημοσίως.

Η έκφραση αφορά κυρίως πολύ πρόσφατα μουσικά κομμάτια, πρόσφατες μουσικές επιτυχίες (σουξέ), ενώ για τα παλαιότερα χρησιμοποιούνται οι απλούστερες εκφράσεις, τό 'χω ή «δεν τό 'χω».

Πρόβα σε σκυλάδικο Τρικάλων.
Ο μπουζουξής στην αοιδό:
- Μαρίτσα, τό 'χεις περασμένο το καινούργιο σουξεδάκι της Βανδή, να το πούμε απόψε;
Η αοιδός:
- Τό 'χω ψιλοπερασμένο. Θα μου το περάσεις στον τόνο μου;
Ο μπουζουξής:
- Να σου το περάσω. Πάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφράζει αντίθεση, αντιδιαστολή, διαφορετικό τρόπο.

Συνώνυμα: εξ αντιθέτου, ίσα-ίσα, αντιθέτως, αντίθετα, αντιθέτως μάλιστα, απ την άλλη, τουναντίον κλπ.

-Και πήγες σπίτι της;
-Κάθε άλλο, εκείνη ήρθε στο δικό μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η προσβολή, η δημόσια (ή και prive') βλάβη, ή, ακόμα, και η απόπειρα πρόκλησης βλάβης της τιμής και υπόληψης δι' έργων, λόγων ή παραλείψεων.

Σαν έκφραση της αίσθησης απαξίωσης, διαβαθμίζεται ως κατώτερη της προσβόλας που αποτελεί την κορωνίδα της προσβολής.

- Α, όλα κι όλα, δεν είμαι απ αυτούς που σηκώνουν το πρόσβολο. Θα καθαρίσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζεται το φουσκωτό μουνί, σα μπουμπούκι έτοιμο να σκάσει, σαν φουσκωμένο κάστανο, σανπρόσφορο, που εξέχει εγερμένο ανάμεσα στα λαγόνια, ενώ διαγράφονται ανάγλυφα οι 3D ανατομικές του λεπτομέρειες επάνω στο ένδυμα, απαρέγκλιτα στενό παντελόνι η μαγιό και αναδεικνύεται κατά τη νωχελική, λικνιστική βάδιση της κτήτορος, που το επιδεικνύει ηθελημένα η μη. Κατά τη διέλευση του ακούγονται βαθείς αναστεναγμοί, εκφράζονται καημοί, επιφωνήματα πόνου, αλαλαγμοί, μέχρι πολεμικές ιαχές.

Συνώνυμο: μουνί τριζάτο

- Πάρε μάτι τι περνάει. Μουνί βιτρινάτο.

βλ. και μουνί καμηλό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενεργώ με τρόπο πλάγιο, ανορθόδοξο, παρακαμπτήριο, ημινόμιμο, ψιλοπαράνομο, ή και παράνομο, σαλτοπηδηχτό, καουμπόικο κλπ.

Πιθανότατα ο όρος έχει διαμορφωθεί από τις παλιές καλές Γαλλικές ταινίες με Φαντομά, Λουί Ντε Φινές, Μπουρβίλ, Μπελμοντό κλπ.

- Ρε συ, πού πας; Απαγορεύεται η αναστροφή.
- Σώπα. Θα την κάνουμε α λα γαλλικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοτοποδήλατο ή μηχανοκίνητο δίκυκλο, μικρού κυβισμού, περί τα 50 cc, κατά κανόνα δίχρονο, δεκαετίας τουλάχιστον.

Η ταχύτητά του είναι αντιστρόφως ανάλογη του διαπεραστικού άμα και εκκωφαντικού θορύβου (εξ ου και η ηχομιμητική ονομασία του) απο την τρύπια, αφαιρεμένη η (σκόπιμα) χαλαροσφιγμένη εξάτμισή του.

Παρά το μικρό του μέγεθος, οι εκπομπές ρύπων του συναγωνίζονται στα ίσα λιγνιτικό θερμοηλεκτρικό εργοστάσιο της ΔΕΗ.

Για τον ιδιοκτήτη του, το συνεργείο συντήρησης και επισκευής δικύκλων αποτελεί terra incognita.

Για όσους έχουν προβλήματα ακοής, θα το ξεχωρίσουν οπτικά και αλάθητα από τις μαύρο-γαλαζωπές πυκνές τουλίπες καπνού (ελληνιστί ντουμάνι) που εκπέμπονται. Προσέτι, απο το «κάψιμο» στο λαιμό και την οσμή της άκαυστης βενζίνης μαζί με το ορυκτέλαιο ανάμιξης 2Τ.

Θα το συναντήσετε να κυκλοφορεί όχι μόνο σε πόλεις και χωριά ή στο κέντρο της πρωτεύουσας αλλά και να παρελαύνει δίπλα από την Τροχαία.

Η νόμιμη και απρόσκοπτη κυκλοφορία του στην Ελλάδα αποτελεί άσκηση για το συνέδριο του Κιότο.

Να μη συγχέεται με το παπάρι.

- Καλά ρε Σωτήρη, εσύ κοτζάμ τροχονόμος, πού το βρήκες και τ' αγόρασες αυτό το μεταχειρισμένο παρπάρι;

βλ. και πραπρά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος ευκτικής μέλλοντος μαζί με υποτακτική.

Σημαίνει και αντικαθιστά ενδεικτικά τα παρακάτω:

  • θα ήθελε να
  • θα έπρεπε να
  • θα πρέπει να
  • θα όφειλε να
  • θα μπορούσε να
  • θα μπορεί να κλπ

    Λέγεται λίγο αστεία, περιπαικτικά, ειρωνικά, φολκλορικά, ερωτηματικά.

  1. - Και δε μου λες; Πώς θαλανά δουλέψει αυτό το μαραφέτι;

  2. - Και τώρα, όλοι μαζί θαλανά πάμε εκεί και μετά να γυρίσουμε;

  3. - Σήμερα το βράδυ αυτός θαλανά 'ρθει εδώ.

  4. - Καλά φτάσαμε στο χωριό σου. Τι θαλανα κάνουμε τώρα μες σ' αυτή την ερημιά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο τιποτένιος, μηδαμινός, ασήμαντος, ευτελής, ανάξιος λόγου ή προσοχής.

Το μικρό μέγεθος και η σχετικά χαμηλή τιμή των οσπρίων, παρά την σημαντική διατροφική τους αξία, τους προσέδωσαν αυτή την δευτερεύουσα απαξιωτική εννοιολογική σημασία.

- Ασταδιάλα ρε. Όσπριο !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή την υπηρεσία επικαλούνται, αγανακτισμένοι - ή, επιζητούν την ίδρυση και λειτουργία της - στα σινάφια των μουσικών και τραγουδιστών, προκειμένου να τους απαλλάξει από τους ατάλαντους, άσχετους, φάλτσους, αριβίστες, καλαμπόρτζηδες, κακοφωνίξ συναδέλφους τους.

Πολύ καλαμπόρτσος ο κιθαρίστας. Όλο πράσινες παίζει. Αν υπήρχε μουσική αστυνομία θα τον είχε συλλάβει.

(από GATZMAN, 15/11/10)(από GATZMAN, 15/11/10)(από GATZMAN, 15/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Μεταφορικά) Πάρα πολύ, υπερβολικά, τα πλείστα.

kantar = καντάρι, είδος ζυγαριάς, < kantarci = κανταρτζής, ζυγιστής

  1. Έφαγε ξύλο με το καντάρι.

  2. Έβρεξε με το καντάρι.

  3. Λέει τις μαλακίες με το καντάρι.

  4. Πουλάς τρέλλα με το καντάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified