Λίγο, ελάχιστα, μέτρια, περίπου.
Συνήθως χαρακτηρίζει αξιολογικά την ικανότητα κατανόησης, ομιλίας, ανάγνωσης, γραφής ξένης γλώσσας.
Όρα και τσάτρα πάτρα.
- Το μιλάς το Γερμανικό;
- Τσατ πατ κάτι πιάνω.
Λίγο, ελάχιστα, μέτρια, περίπου.
Συνήθως χαρακτηρίζει αξιολογικά την ικανότητα κατανόησης, ομιλίας, ανάγνωσης, γραφής ξένης γλώσσας.
Όρα και τσάτρα πάτρα.
- Το μιλάς το Γερμανικό;
- Τσατ πατ κάτι πιάνω.
Got a better definition? Add it!
Είναι το το δάρσιμο, η χειροδικία, το κτύπημα, το βάρεμα, το ξυλοφόρτωμα, άσχετα αν χρησιμοποιηθεί ή όχι σανίδα βρεγμένη ή μη.
Παραλείπεται το «κτυπώ με» ή «δέρνω με» ή «βαρώ με» κλπ.
Πρόκειται για κυριολεκτικό ξυλοδαρμό όπου τη θέση του ξύλου καταλαμβάνει η σανίδα (πεπλατυσμένο, ευθύ τεμάχιο ξύλου, μικρού, πλάτους πάχους και μήκους) και μάλιστα βρεγμένη έτσι ώστε το αποτέλεσμα του πόνου, άμα και τσουξίματος, επί του δαρθέντος ατόμου, να είναι οδυνηρότερο.
Η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως σαν απειλή ή υπόσχεση τιμωρίας, ως επί το πλείστον, σε μαθητές δημοτικού-γυμνασίου.
Σε παλαιότερες εποχές, αυτό το είδος ποινής εκτελείτο από τον δάσκαλο, αυτούσιο, κανονικά και με το νόμο, σε μαθητές -όμως αντί σανίδας επιλέγονταν, ως προσφορότερη, η χρήση κλαδιού δέντρου, κοινώς βίτσα, την οποία προμήθευε και προσεκόμιζε στο σχολείο, όχι σπάνια, ο ίδιος ο μαθητής.
2- Ποια η γνώμη σας, για τους 300 της Βουλής;
- Α ρε, βρεγμένη σανίδα που τους χρειάζεται.
Got a better definition? Add it!
(Και ούντρα, εκ παραφθοράς - βλ. εδώ και εδώ).
Η βοήθεια, η αρωγή, η συμπαράσταση, η διάσωση, η βοήθεια που έρχεται στη δύσκολη στιγμή, ο από μηχανής Θεός, αλλά και το άτομο που βοηθάει, κυρίως στα στοιχειώδη αλλά σημαντικά για την επιβίωση.
Από το UNRRA: United Nations Relief and Rehabilitation Administration, η πιό γνωστή ως συμμαχική η αμερικάνικη βοήθεια.
Διεθνής οργανισμός που ιδρύθηκε το 1943, με αντικειμενικό σκοπό, να βοηθήσει τις πληγείσες χώρες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με αμφιλεγόμενη όμως αποτελεσματικότητα.
Αν και ακούγεται κατά κανόνα από παλαιότερους, η λέξη έχει επικαιροποιημένη σημασία, λόγω της παρούσας (2010) οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα.
Ήρθες σε ερημικό κάμπινγκ χωρίς φακό, χωρίς πασσαλάκια, χωρίς κινητό και τι περιμένεις; Να περάσει να σου ρίξει η ούνρα;
Η κυρία αυτή είναι γνωστή σαν «ΟΥΝΡΑ», επειδή κάθε πρωί φτιάχνει γάλα για τα παιδάκια της γειτονιάς.
- Δεν υπάρχει κομπιούτερ, προτζέκτορας, ίντερνετ... Και πώς θα γίνει το σεμινάριο;
- Καλά, άμα δε τα 'χεις φέρει από το σπίτι σου, περίμενε την ούνρα.
Got a better definition? Add it!
Αλλιώς η γερμανική, η αγγλική γλώσσα, κλπ.
Got a better definition? Add it!
Ο αργόστροφος, ο χαζός, ο βλαξ, ο ηλίθιος, ο μωρός, ο αχμάκης, ο χαζούτσικος, ο βαρεμένος αλλά και ο πρηξαρχίδας, ο πρήχτης κλπ κλπ..
Η ηχομιμητική αυτή απαξιωτική έκφραση, προήλθε απο το γεγονός οτι η ορθή και πιστή εννοιολογική απόδοση των ανωτέρω χαρακτηρισμών δέον όπως συνοδεύεται απαραίτητα με σύντομη, διαδοχική, ελαφρά, διπλή (τουλάχιστον) επίκρουση της κροταφικής περιοχής της κεφαλής του εκφέροντος, με το άκρον της πρώτης φάλαγγας, του δείκτου της άκρας χειρός του.
1- Μη δίνεις και πολύ σημασία στα λεγόμενα του, είναι λίγο τοκ-τοκ, αφού.
Got a better definition? Add it!
Ο αργόστροφος, ο βλαξ, ο χαζός, ο μωρός, ο ηλίθιος, o ξεκούτης, ο ξεμωραμένος, ο σερσέμης, ο ανόητος, ο αχμάκης, ο χαζούτσικος, ο τοκ-τοκ κλπ..
Και μπουνάκης, μπουνάκας, μπουνάκλας, μπονάκης.
Παίζει και το ρήμα συνήθως σε αόριστο, «μπουνακλάντισα», με την έννοια ότι εξουθενώθηκα, ταλαιπωρήθηκα, πρήχτηκα, κουράστηκα, χάζεψα.
Επίσης «μας μπουνακλάντισες», δηλαδή μας έπρηξες, μας κούρασες, μας χάζεψες , μας ταλαιπώρησες, μας κούρασες.
Από το τούρκικο bunak που εννοεί κάτι σαν τη γεροντική άνοια.
- Δεν παραξενεύομαι καθόλου μ αυτά που σου είπε, γιατί ξέρω τι μπουνακλάκης είναι.
Η Λάουρα: - Ίσα ρε μπουνακλάκη, που θες να μας πάρεις νυχτιά με 50 ευρώ.
- Πω Πω, πολύ κουραστικός είσαι μωρ' αδερφάκι μου, μας μπουνακλάντισες.
Από το πρωί, όλη μέρα τρέχω στις υπηρεσίες, ανέβα-κατέβα, αμάν πια, μπουνακλάντισα.
Got a better definition? Add it!
Βασικά το δώρο.
Αλλά και, ο φουσκωμένος (ή μη) λογαριασμός από ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΑΘ, κοινόχρηστα, εφορία, περαίωση, το πρόστιμο από κλήση τροχαίας ή αλλαχού, τα δίδακτρα των παιδιών, κλπ κλπ. Επίσης και τάματα, υποσχέσεις σεξουαλικής φύσεως.
Ειδικότερα όταν η ειδοποίηση για εξόφληση παραλαμβάνεται σε μέρες παραμονών των 2 μεγάλων εθνικοθρησκευτικών εορτών μας, προσάπτεται αναλόγως, προς έμφαση άμα και ειρωνεία, ο αντίστοιχος επιθετικός προσδιορισμός χριστουγεννιάτικος η πασχαλινός.
Παρεφθαρμένο και «μπουναμάς».
- Γιατί έρχεσαι έτσι συννεφιασμένος αγάπη μου, χρονιάρες μέρες;
- Μόλις βρήκα το χριστουγεννιάτικο μποναμά της ΔΕΗ στο γραμματοκιβώτιο.
Ο Μπάμπης: Μαρίτσα, πλύσου κι έρχομαι. Φέρνω και το μπασχαλιάτικο μπουναμά σου.
Got a better definition? Add it!
Περισσότερο πειρακτικός, και δευτερευόντως απαξιωτικός, υβριστικός χαρακτηρισμός προσώπου.
Κυριολεκτικά πρόκειται για τον γνωστό αδένα του αναπαραγωγικού συστήματος του άρρενος, άνευ κόμης (φαλακρό-καραφλιασμένο), είτε ένεκα κουράς, αποτρίχωσης, τριχόπτωσης, φυσικής μειωμένης τριχοφυΐας, τριχοτιλλομανίας κλπ
Με την απογύμνωση του ανδρικού trade mark, λόγω αποψίλωσης, αποπνέεται αίσθηση ελαττωμένου κύρους και συμβολισμός μειωμένης ισχύος, κατά το ιστορικό ανάλογο της κώμης του Σαμψών.
- Τι μαλακίες είν' αυτές που λες πάλι, βρε αρχίδι αμάλιαγο.
Got a better definition? Add it!
Ο κάτοχος υπερδιάστατου πέους.
Σε μέγεθος και σχήμα του ομώνυμου καρπού που τον παίρνει και τον κρατά, ζεστό-ζεστό και λαχταριστό, όλος ο κόσμος στο χέρι τα καλοκαιρινά βραδάκια, το μπαινοβγάζει λαίμαργα στο στόμα, ενώ στο τέλος σκουπίζει απ τα χείλη του τα υπο-λήμματα με τη χαρτοπετσέτα.
Αν του αρέσει ή δεν χορτάσει, γυρίζει πίσω και τον ξαναπαίρνει.
Αν έχει μεγάλη ουρά αναμονής και βιάζεται, πηγαίνει και τον παίρνει από πίσω.
- Τώρα που τον είδα με μαγιό, κατάλαβα γιατί τον φωνάζουν καλαμπόκα.
Got a better definition? Add it!
Η έκφραση υποδηλώνει:
Α. Σοβαρότατη σωματική, αλλά κυρίως νευρο-ψυχική και ψυχολογική καταπόνηση ένεκα στέρησης, καρτερίας, ταλαιπωρίας, δοκιμασίας, αναμονής, υπομονής, βασανισμού κλπ.
Το μάτι μαυρίζει εξαπανέκαθεν από 3 αιτίες:
α) μακιγιάζ
β) μπουκέτο
γ) μυδρίαση
Η γ' περίπτωση είναι κυρίως αυτή που υπαινίσσεται η έκφραση μεταφορικά, καθ' όσον η μέτρια μυδρίαση (διαστολή της κόρης του ματιού) αποτελεί σύμπτωμα σοβαρής νευρο-σωματικής πάθησης, ενώ η πλήρης μυδρίαση αποτελεί τυπική εικόνα του νεκρού.
B. Πλήθος ατόμων, πραγμάτων κλπ με μαύρο ή σκούρο εξωτερικό χαρακτηριστικό χρώμα όπως μελαψοί, ιερείς, μαυροφορεμένοι, κοράκια κλπ, όπου το μάτι μαυρίζει είτε εξ ανακλάσεως είτε από μείωση της φωτεινότητας.
Ιστορικό ανάλογο: «Καλύτερα, θα πολεμάμε υπό σκιάν», απάντησε ο Λεωνίδας στους πολυπληθέστερους Πέρσες, όταν απείλησαν τους Σπαρτιάτες ότι θα κρύψουν τον ήλιο με τα βέλη τους.
Γ. Συγκέντρωση μεγάλου πλήθους γενικότερα, ασχέτως χρωματικής απόχρωσης ή διαβάθμισης φωτεινότητας.
Σημ:. Η έκφραση-έννοια «μαύρισε το μάτι μου, από μπουνιά» παραλείπεται ως πλέον τετριμμένη.
- Μαύρισε το μάτι μας να περιμένουμε πότε θα μας προσλάβουν για δουλειά.
- Πού να σ'τα λέω; Ανακάλυψα μπουρδελάκι με Αφρικανές. Μπήκα μέσα και μαύρισε το μάτι μου.
- Μαύρισε το μάτι μου όταν είδα τις στίβες με τα χαρτιά στο γραφείο μου, όταν επέστρεψα απ την άδεια.
Got a better definition? Add it!