Οι καλογυμνασμένοι κοιλιακοί μύες, ανάγλυφοι, καλοσχηματισμένοι, ευδιάκριτοι, ανεπτυγμένοι, αποτέλεσμα κοπιώδους γυμναστικής, άσκησης, αθλήματος ή και εργασίας.

Οι συγκεκριμένοι μυώνες απαιτούν ιδιαίτερα επίπονη και επί μακρόν άσκηση για ένα εντυπωσιακό και αξιοπρεπές αποτέλεσμα, η εμφάνιση του οποίου προσομοιάζει με σοκολατάκια σε εορταστική συσκευασία δώρου.

Δίκαια λοιπόν οι έχοντες και κατέχοντες δεν παραλείπουν, ευκαιρίας δοθείσης, να τους επιδεικνύουν στις παραλίες και αλλαχού.

  1. Στην πλαζ: - Καλέ κοίτα αυτόν με τα σοκολατάκια.

  2. - Τη βλέπεις τη μπάκα; Πα να πλακωθώ στους κοιλιακούς, μέχρι το καλοκαίρι θα χει γίνει σοκολατάκια.

(από iwn, 01/12/10)(από iwn, 01/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρατηρώ κάτι με κρυφό ενδιαφέρον, δήθεν φευγαλέα, με συγκεκαλυμμένη έντονη κτητική διάθεση και επιθυμία, είτε για πράγμα είτε για πρόσωπο.

Επίσης και επιθυμώ σφόδρα, γουστάρω ν' αποκτήσω, ψήνομαι να.

Από το βλέφαρο του ματιού.

Συνώνυμα: κοζάρω μπανιζοκοζαρίζω, μπανιζοκοζάρω, μπανίζω, ζαχαρώνω, κοιτάω, βλέπω, παίρνω μάτι.

Επίσης «ρίχνω βλέφαρο», που σημαίνει επίσης παρατηρώ, κοιτάζω, πλην όμως ελάχιστα ως προς τη χρονική διάρκεια και ενδιαφέρον και ως βάρος, αγγαρεία.

  1. Εκείνη: - Λάκη κάτσε φρόνιμα, σε είδα πως τη βλεφάριαζες όλο το βράδυ τη γκόμενα.

  2. Πριν την επίσκεψη στο WC: - Βάλε στην τσέπη το κινητό σου, γιατί ο τύπος στη γωνία το βλεφαριάζει άσχημα.

  3. Ο γκατζετάκιας: - Βλεφαριάζω από μέρες το καινούργιο iphone, θα πάω αύριο στο Πλαίσιο να το αγοράσω.

  4. Προς τον συνοικιακό γόητα: - Έλα βρε Μηνά, μην είσαι τόσο ακατάδεκτος, ρίξε και σε μας κάνα βλέφαρο.

  5. Ο αιώνιος: - Αύριο αρχίζει η εξεταστική, πα να ρίξω κάνα βλέφαρο στην αντοχή υλικών.

ΔΥΟ ΤΕΧΝΗΤΑ ΒΛΕΦΑΡΑ (από iwn, 01/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έγινε πουτάνα, πρόστυχη, του δρόμου, του πεζοδρομίου, τσούλα, πόρνη, άσεμνη, κλπ.

Από το τούρκικο meydan = πλατεία.

Συνώνυμα: βγήκε στο κλαρί, κάνει πεζοδρόμιο.

- Έμαθα ότι η κόρη της Αννούλας δουλεύει σε οίκο ανοχής.
- Α, έχει καιρό που βγήκε στο μεϊντάνι. Από τότε που 'μπλεξε με 'κείνον τον αγαπητικό κάτω απ' τ' αυλάκι.

Ο Λουδοβίκος για το μεϊντάνι (από joe909, 14/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η λύση, η θεραπεία.

Από το τούρκικο çare που σημαίνει ακριβώς το ίδιο.

  1. - Θα παιδευτούμε λίγο, αλλά στο τέλος θα βρούμε τσαρέ με δαύτον.

  2. - Τόσα χρόνια προσπαθώ, και δε μπόρεσα να βρω τσαρέ.

  3. - Θα πάω στο εξωτερικό μπας και βρω τον τσαρέ μου.

Ασθενής, απευθυνόμενος σε νοσοκόμα:Θέλω θεραπεία--Νοσοκόμα: Που τσαρές; (Που να σε θεραπεύσω;)   (από GATZMAN, 06/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παρατρεχάμενος υπουργού, μεγαλοεπιχειρηματία ή άλλου VIP, που του αναγγέλλει την άφιξη κάποιου επισκέπτη ενώ συχνά είναι επιφορτισμένος να «κόβει φάτσες» (ελληνιστί face control, screening).

Οι πασβάντηδες ή πασβάντες, ήσαν επί τουρκοκρατίας κάτι σαν νυκτοφύλακες, ενώ στα κύρια καθήκοντα τους ήταν να αναγγέλλουν την ώρα κτυπώντας με ραβδί σε πέτρα, ενώ ήσαν εφοδιασμένοι και με ρολόι.

Στο καφενείο του χωριού: - Πω πω πω, μεγάλος και τρανός ο Μήτρος στην Αθήνα. Πέρασα από 3 πασβάντηδες μέχρι να φτάσω στο γραφείο του.

ΧΑΡΗΣ ΠΑΣΒΑΝΤΙΔΗΣ (από iwn, 06/12/10)Serkisoff (από iwn, 06/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χαλάκι στη πόρτα εισόδου κατοικίας όπου σκουπίζουν και καθαρίζουν τις σόλες των υποδημάτων τους οι εισερχόμενοι.

Χρησιμοποιείται εναλλακτικά, για ποικιλία, αντί των συνώνυμων του: πατάκι, ταπέτο εξώπορτας, τσουλάκι.

Έτσι ακριβώς λέγεται και στη Τουρκία.

- Πριν μπεις, σκούπισε σε παρακαλώ τα πόδια σου στο πασπάς.

(από iwn, 06/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μάγκας, ο ασίκης, ο πολλά βαρύς, ο νταής, ο σκοτώνω, με περιπαικτική διάθεση όμως.

Ο Νταούφαρης ήταν παλιός γνωστός μάγκας (μάλλον κουτσαβάκι) της Αθήνας, της εποχής όπου ο Μπαϊρακτάρης, ως αστυνομικός διευθυντής, έκοβε το ένα μανίκι του σακακιού (σπάσιμο τσαμπουκά ντε) του μάγκα, με το σκεπτικό ότι δεν το χρειαζότανε καθ' όσον φορούσαν το σακάκι μόνο στο ένα μανίκι (επίδειξη μαγκιάς, και καλά).

Συνώνυμα: Ντίλιγκερ, Σορίν Ματέι, Ρωχάμης κλπ

Στον απαιτητικό μαγαζάτορα, ο πιο απαιτητικός οδηγός:
- Ίσα ρε νταούφαρη, που θα μας απαγορέψεις να παρκάρουμε μπροστά στο μαγαζί σου.

ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΙ (από iwn, 08/12/10)Ο ΘΡΥΛΙΚΟΣ ΜΠΑΙΡΑΚΤΑΡΗΣ (από iwn, 08/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γέρος, ο ηλικιωμένος, το χούφταλο, το ραμολιμέντο, ο χαρχάλης, ο υπέργηρος, το σαράβαλο, ο κωλόγερος.

Τουλάχιστον μπαμπαδισμός αν όχι... μπαμπαλισμός.

Η έκφραση, αναλόγως των περιστάσεων, χρησιμοποιείται με περιπαικτική διάθεση, κατανόηση και συμπάθεια, αντικαθιστώντας ή αποφεύγοντας βαρύτερους συνώνυμους χαρακτηρισμούς, αλλά και απαξιωτικά ή υβριστικά, είτε για άτομα περασμένης, τρίτης ηλικίας είτε για άτομα πάσης ηλικίας που εκφράζουν όμως, λόγω και έργω, άπιαστες, ανεπίτευκτες ανησυχίες και προσδοκίες νεώτερης ηλικίας.

Οι 20άρες φίλες στον 35άρη κορτάκια:
- Άντε βρε γερομπαμπαλή, που θέλεις και πιπίνια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση χρησιμοποιείται για να επισημανθεί, να καταδειχθεί, με παραλληλισμό, η ακατανίκητη προσήλωση, το εξαιρετικό ενδιαφέρον, η προσκόλληση, αλλά και ο ερεθισμός, η ισχυρή διέγερση, η αφύπνιση κάποιου, ιδιαιτέρως σε κάτι η από κάτι πολύ συγκεκριμένο.

Είναι αποδεδειγμένο ότι το κόκκινο χρώμα προκαλεί μια ιδιαίτερη ψυχική και συναισθηματική ένταση στους περισσοτέρους ανθρώπους, πολλώ δε μάλλον εντονότερη στους ψυχασθενείς.

Για τον τρίτο της παρέας, λάτρη του υπερβολικού στήθους, που έχει καρφωθεί στο πληθωρικό ντεκολτέ της διπλανής:
Ο πρώτος: - Μην καρφώνεσαι έτσι, ρε μαλάκα.
Ο δεύτερος:
- Τι να σου κάνει ο άνθρωπος; Το μάτι του τρελού στο κόκκινο κολλάει.

το μάτι του τρελού στο κόκκινο κολλάει (από iwn, 11/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άκομψη σε εμφάνιση και τρόπους γυναίκα, η άτσαλη, η άγαρμπη, η αδιάκριτη, η αγενής αλλά και (ή σε συνδυασμό με) παχύσαρκη, χοντρή, τόφαλος.

Από το θηλυκό του αγελαίου ζώου της Αφρικής βούβαλος, που συχνά εμφανίζεται σε σχετικά ντοκιμαντέρ.

Μεταξύ γυναικών για τη... φίλη τους:
- Α τη βουβάλα, δεν φτάνει που 'γινε τόφαλος, μας έρχεται κι άπλυτη, καθυστερημένη και μας το παίζει και γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified