H έκφραση σημαίνει τι κακό ειν' αυτό που με βρήκε, αμάν τι έπαθα, τι συμφορά ήταν αυτή κλπ, όμως όταν αναφερόμαστε σε ήσσονος σημασίας ατυχίες, αναποδιές.

Η προέλευση της είναι από παλιό ρεμπέτικο τραγούδι.

Μόλις έμαθε ότι δεν του εγκρίθηκε καταναλωτικό δάνειο 1000 ευρώ:
- Μη χειρότερα Θεέ μου, έσπασα το ναργιλέ μου.

(από iwn, 28/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια λέξη που περιγράφει το ανδρικό γεννητικό όργανο. Συνήθως υπονοεί μικρο μεσαίο μέγεθος.

Συνώνυμα: ψωλή, τσουτσού, πέος, πούτσα, κλπ κλπ

- Τη κοντή τη τσούρα το μαλλί της φταίει.

Θανάσης Τσούρας (από Vrastaman, 28/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειναι γνωστόν εξαπανέκαθεν οτι ο πατήρ και η μήτηρ δεν αποτελούν εδέσματα προς βρώση.

Η συγκεκριμένη φράση αποτελεί άλλη μια διατύπωση ότι φάγαμε τον αγλέορα.

Μετά το γάμο βάλανε τραπέζι και κάτσαμε και φάγαμε τον πατέρα μας και τη μάνα μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παθητική φωνή του ρήματος τσουτσουριάζω.

Περιγράφει γενικώς την έγερση, αλλά, ειδικότερα, όταν επιστρατεύεται από την εφεδρεία, περιγράφει τις σηκωμάρες του ανδρικού πέους. Χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά στο γ' ενικό πρόσωπο του αορίστου.

Είναι προσφιλής έκφραση των σιγανοπαπαδιών.

Το βάσανο:
- Αχ μωρό μου, τι βλέπω, μου ακόμα δεν πρόλαβα να ξεντυθώ και σου τσουτσουρώθηκε.

(από iwn, 28/10/10)Τσουτσουρώνονται κυρίως στην Κρητη (από perkins, 29/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυνανισμός, η μαλακία η κοινή.

Ο όρος παραπέμπει με διάθεση παλιμπαιδισμού στη βρεφική ηλικία, όπου το γνωστό και αθώο βρεφικό παιχνίδι διακτινίζεται αυτούσιο στην εφηβική και ενήλικο διαδεδομένη αυτοϊκανοποιητική δραστηριότητα.

Προς τον μαλάκα που συνεχίζει ακατάπαυστα τις μαλακίες: - Βάρα, μαλάκα, βάρα την πεοκουδουνίστρα.

(από iwn, 28/10/10)(από GATZMAN, 28/10/10)(από GATZMAN, 28/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κάτοχός τους χαρακτηρίζεται από ανυπέρβλητο ανδρισμό, μεγαλειώδες θάρρος, μυθώδη γενναιότητα, ολύμπια αταραξία και φιδίσια ψυχραιμία.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος γράφει για τον διαρρήκτη χρηματοκιβωτίων:

«...ο κασαδόρος είναι άνθρωπος με μπρούτζινα αρχίδια...»

(από iwn, 28/10/10)(από iwn, 28/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος έξυπνος, με μυαλό ξουράφι, ντερβισόμαγκας, τσάκαλος, μέχρι επικινδυνότητας, που δε του φαίνεται, δεν το δείχνει, δεν το καταμαρτυρεί το σουλούπι του, δεν τον πιάνει το μάτι σου, ή που απλά περνά αφανής και απαρατήρητος.

Σαν τη φωτιά που ενώ σιγοκαίει αθέατη, παραχωμένη κάτω από τις στάχτες, είναι έτοιμη ανά πάσα στιγμή να φουντώσει και να κάψει τα πάντα.

- Μη τόνε βλέπεις έτσι μουλωχτό, είναι φωτιά παραχωμένη σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεμπέτι ονομάζεται χρόνια τώρα, χαϊδευτικά, το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης στο Δήμο Σταυρούπολης και συγκεκριμένα στη περιοχή Λεμπέτ.

Συνεπώς, όποιος διακριτικά και με νόημα παραπέμπεται εκεί, ασφαλέστατα και σε καμιά περίπτωση δεν υπονοείται κάποια μετάθεση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, αλλά ότι είναι τρελός για δέσιμο, για τα σίδερα, θεότρελος, παλαβός, γκάου-μπίου και τα συμπαρομαρτούντα.

Η περιοχή ονομαζόταν έτσι κατά μία εκδοχή γιατί εκεί βρίσκονταν τα κτήματα του πασά Λεμπέτ, κατά μία άλλη, γιατί εκεί βρίσκονταν εγκαταστάσεις (στάβλοι) του συμμαχικού στρατού που χρησιμοποιήθηκαν κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Τι μου λες γι αυτόνε τώρα; Αυτός παιδάκι μου είναι για το Λεμπέτι.

Σύγκρινε: για τ' Ασβεστοχώρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτική, haute couture πρόταση-άποψη που απευθύνεται σε κάποιον που διερωτάται αγωνιωδώς και με πρόδηλη ανησυχία για την επιλογή της επιούσιας φορεσιάς του, προσφέροντάς του μιαν απολύτρωση και καταπραΰνοντας την ταραχή στην οποία έχει περιέλθει, ένεκα της ενδυματολογικής του απελπισίας.

- Αχ, καλέ Τάκη, δεν ξέρω τι να φορέσω απόψε.
- Βάλε το πετσί σου ανάποδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση απευθύνεται σε μοσχαναθρεμμένους, δηλαδή σε άτομα χωρίς εμπειρία ζωής, χωρίς επίγνωση δυσκολιών, ασθενειών, φτώχειας και γενικότερα δύσκολων καταστάσεων.

Κατά κυριολεξία, το τομάρι ενός ζώου είναι ολόκληρο το δέρμα του, για το οποίο η επιστήμη της βιολογίας δεν έχει αποφανθεί τελεσίδικα για τις γνωστικές και γνωσιολογικές του ικανότητες.

Όμως το τομάρι ενός εκάστου, ως αδιάψευστος και αεί παρών μάρτυρας, γνωρίζει καλύτερα απ' οποιονδήποτε άλλο, καταγράφοντας σαν κρυφή κάμερα τις προσωπικές δυσκολίες και κακουχίες που έχει υποστεί και αντεπεξέλθει.

- Καλέ Βαγγέλη, είδες πώς αντέχει ο σκύλος χωρίς ρούχα, στη παγωνιά του χειμώνα;
- Χμ ...το τομάρι του το ξέρει.

(από iwn, 30/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified