Βασικά το δώρο.

Αλλά και, ο φουσκωμένος (ή μη) λογαριασμός από ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΑΘ, κοινόχρηστα, εφορία, περαίωση, το πρόστιμο από κλήση τροχαίας ή αλλαχού, τα δίδακτρα των παιδιών, κλπ κλπ. Επίσης και τάματα, υποσχέσεις σεξουαλικής φύσεως.

Ειδικότερα όταν η ειδοποίηση για εξόφληση παραλαμβάνεται σε μέρες παραμονών των 2 μεγάλων εθνικοθρησκευτικών εορτών μας, προσάπτεται αναλόγως, προς έμφαση άμα και ειρωνεία, ο αντίστοιχος επιθετικός προσδιορισμός χριστουγεννιάτικος η πασχαλινός.

Παρεφθαρμένο και «μπουναμάς».

  1. - Γιατί έρχεσαι έτσι συννεφιασμένος αγάπη μου, χρονιάρες μέρες;
    - Μόλις βρήκα το χριστουγεννιάτικο μποναμά της ΔΕΗ στο γραμματοκιβώτιο.

  2. Ο Μπάμπης: Μαρίτσα, πλύσου κι έρχομαι. Φέρνω και το μπασχαλιάτικο μπουναμά σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αργόστροφος, ο βλαξ, ο χαζός, ο μωρός, ο ηλίθιος, o ξεκούτης, ο ξεμωραμένος, ο σερσέμης, ο ανόητος, ο αχμάκης, ο χαζούτσικος, ο τοκ-τοκ κλπ..

Και μπουνάκης, μπουνάκας, μπουνάκλας, μπονάκης.

Παίζει και το ρήμα συνήθως σε αόριστο, «μπουνακλάντισα», με την έννοια ότι εξουθενώθηκα, ταλαιπωρήθηκα, πρήχτηκα, κουράστηκα, χάζεψα.

Επίσης «μας μπουνακλάντισες», δηλαδή μας έπρηξες, μας κούρασες, μας χάζεψες , μας ταλαιπώρησες, μας κούρασες.

Από το τούρκικο bunak που εννοεί κάτι σαν τη γεροντική άνοια.

  1. - Δεν παραξενεύομαι καθόλου μ αυτά που σου είπε, γιατί ξέρω τι μπουνακλάκης είναι.

  2. Η Λάουρα: - Ίσα ρε μπουνακλάκη, που θες να μας πάρεις νυχτιά με 50 ευρώ.

  3. - Πω Πω, πολύ κουραστικός είσαι μωρ' αδερφάκι μου, μας μπουνακλάντισες.

  4. Από το πρωί, όλη μέρα τρέχω στις υπηρεσίες, ανέβα-κατέβα, αμάν πια, μπουνακλάντισα.

(από iwn, 19/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αργόστροφος, ο χαζός, ο βλαξ, ο ηλίθιος, ο μωρός, ο αχμάκης, ο χαζούτσικος, ο βαρεμένος αλλά και ο πρηξαρχίδας, ο πρήχτης κλπ κλπ..

Η ηχομιμητική αυτή απαξιωτική έκφραση, προήλθε απο το γεγονός οτι η ορθή και πιστή εννοιολογική απόδοση των ανωτέρω χαρακτηρισμών δέον όπως συνοδεύεται απαραίτητα με σύντομη, διαδοχική, ελαφρά, διπλή (τουλάχιστον) επίκρουση της κροταφικής περιοχής της κεφαλής του εκφέροντος, με το άκρον της πρώτης φάλαγγας, του δείκτου της άκρας χειρός του.

1- Μη δίνεις και πολύ σημασία στα λεγόμενα του, είναι λίγο τοκ-τοκ, αφού.

  1. Αγανακτισμένος: Καλά, ε! Είσαι και πολύ τοκ-τοκ, ρε αδερφάκι μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς η γερμανική, η αγγλική γλώσσα, κλπ.

  1. - Το μιλάς το εγγλέζικο;
    - Τσατ πατ, κάτι πιάνω.

  2. Στη Ρόδο:
    - Άσε τις γκόμενες επάνω μου, τό 'χω το γαλλικό.

(από iwn, 19/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Και ούντρα, εκ παραφθοράς - βλ. εδώ και εδώ).

Η βοήθεια, η αρωγή, η συμπαράσταση, η διάσωση, η βοήθεια που έρχεται στη δύσκολη στιγμή, ο από μηχανής Θεός, αλλά και το άτομο που βοηθάει, κυρίως στα στοιχειώδη αλλά σημαντικά για την επιβίωση.

Από το UNRRA: United Nations Relief and Rehabilitation Administration, η πιό γνωστή ως συμμαχική η αμερικάνικη βοήθεια.

Διεθνής οργανισμός που ιδρύθηκε το 1943, με αντικειμενικό σκοπό, να βοηθήσει τις πληγείσες χώρες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με αμφιλεγόμενη όμως αποτελεσματικότητα.

Αν και ακούγεται κατά κανόνα από παλαιότερους, η λέξη έχει επικαιροποιημένη σημασία, λόγω της παρούσας (2010) οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα.

  1. Ήρθες σε ερημικό κάμπινγκ χωρίς φακό, χωρίς πασσαλάκια, χωρίς κινητό και τι περιμένεις; Να περάσει να σου ρίξει η ούνρα;

  2. Η κυρία αυτή είναι γνωστή σαν «ΟΥΝΡΑ», επειδή κάθε πρωί φτιάχνει γάλα για τα παιδάκια της γειτονιάς.

  3. - Δεν υπάρχει κομπιούτερ, προτζέκτορας, ίντερνετ... Και πώς θα γίνει το σεμινάριο;
    - Καλά, άμα δε τα 'χεις φέρει από το σπίτι σου, περίμενε την ούνρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το το δάρσιμο, η χειροδικία, το κτύπημα, το βάρεμα, το ξυλοφόρτωμα, άσχετα αν χρησιμοποιηθεί ή όχι σανίδα βρεγμένη ή μη.

Παραλείπεται το «κτυπώ με» ή «δέρνω με» ή «βαρώ με» κλπ.

Πρόκειται για κυριολεκτικό ξυλοδαρμό όπου τη θέση του ξύλου καταλαμβάνει η σανίδα (πεπλατυσμένο, ευθύ τεμάχιο ξύλου, μικρού, πλάτους πάχους και μήκους) και μάλιστα βρεγμένη έτσι ώστε το αποτέλεσμα του πόνου, άμα και τσουξίματος, επί του δαρθέντος ατόμου, να είναι οδυνηρότερο.

Η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως σαν απειλή ή υπόσχεση τιμωρίας, ως επί το πλείστον, σε μαθητές δημοτικού-γυμνασίου.

Σε παλαιότερες εποχές, αυτό το είδος ποινής εκτελείτο από τον δάσκαλο, αυτούσιο, κανονικά και με το νόμο, σε μαθητές -όμως αντί σανίδας επιλέγονταν, ως προσφορότερη, η χρήση κλαδιού δέντρου, κοινώς βίτσα, την οποία προμήθευε και προσεκόμιζε στο σχολείο, όχι σπάνια, ο ίδιος ο μαθητής.

  1. Προς τον άτακτο μαθητή.
    - Κάτσε φρόνιμα, μην αρχίσω και σε περιλάβω με τη βρεγμένη σανίδα.

2- Ποια η γνώμη σας, για τους 300 της Βουλής;
- Α ρε, βρεγμένη σανίδα που τους χρειάζεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λίγο, ελάχιστα, μέτρια, περίπου.

Συνήθως χαρακτηρίζει αξιολογικά την ικανότητα κατανόησης, ομιλίας, ανάγνωσης, γραφής ξένης γλώσσας.

Όρα και τσάτρα πάτρα.

- Το μιλάς το Γερμανικό;
- Τσατ πατ κάτι πιάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Μεταφορικά) Πάρα πολύ, υπερβολικά, τα πλείστα.

kantar = καντάρι, είδος ζυγαριάς, < kantarci = κανταρτζής, ζυγιστής

  1. Έφαγε ξύλο με το καντάρι.

  2. Έβρεξε με το καντάρι.

  3. Λέει τις μαλακίες με το καντάρι.

  4. Πουλάς τρέλλα με το καντάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή την υπηρεσία επικαλούνται, αγανακτισμένοι - ή, επιζητούν την ίδρυση και λειτουργία της - στα σινάφια των μουσικών και τραγουδιστών, προκειμένου να τους απαλλάξει από τους ατάλαντους, άσχετους, φάλτσους, αριβίστες, καλαμπόρτζηδες, κακοφωνίξ συναδέλφους τους.

Πολύ καλαμπόρτσος ο κιθαρίστας. Όλο πράσινες παίζει. Αν υπήρχε μουσική αστυνομία θα τον είχε συλλάβει.

(από GATZMAN, 15/11/10)(από GATZMAN, 15/11/10)(από GATZMAN, 15/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο τιποτένιος, μηδαμινός, ασήμαντος, ευτελής, ανάξιος λόγου ή προσοχής.

Το μικρό μέγεθος και η σχετικά χαμηλή τιμή των οσπρίων, παρά την σημαντική διατροφική τους αξία, τους προσέδωσαν αυτή την δευτερεύουσα απαξιωτική εννοιολογική σημασία.

- Ασταδιάλα ρε. Όσπριο !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified