Διόλου κολακευτική παρομοίωση για άτομο.
Αντίθετα, προσδιορίζει φυσιογνωμία πιο άσχημη κι απ' το χρέος.
Ειρωνικά:
- Τι ωραία γκόμενα που 'πιασε ο Μπάμπης; Σαν το σκύλο που χάσαμε.
Διόλου κολακευτική παρομοίωση για άτομο.
Αντίθετα, προσδιορίζει φυσιογνωμία πιο άσχημη κι απ' το χρέος.
Ειρωνικά:
- Τι ωραία γκόμενα που 'πιασε ο Μπάμπης; Σαν το σκύλο που χάσαμε.
Got a better definition? Add it!
Η προτροπή απευθύνεται σε κάποιον που, παραβιάζοντας την εντολή μίλα με κώλους, ν' ακούσεις πορδές, εμπλέκεται σε φραστικές διενέξεις με εγνωσμένα θεοπάλαβο, με τον τρελό του χωριού.
Η παρέα με ντεμέκ συμφιλιωτική διάθεση, προς τον φίλο που διαφωνεί φιλονικώντας και προσπαθεί μάταια να πείσει τον τρελό, άστεγο, ζητιάνο της πόλης.
- Άντε τώρα, φιληθείτε στόμα με κώλο.
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει :
Μ' έπιασε μια βροχή καθώς ερχόμουν, στάζω ολόκληρος.
Μ' αυτή τη ζεστή, στάζω.
- Δες σε παρακαλώ φιλενάδα, μήπως έκανε τσισάκια το μωρό; -Τι τσισάκια; αυτό καλέ στάζει. Παράτα τη μπιρίμπα κι έλα να τ αλλάξεις.
Ε καλά τώρα, τον έγραψαν για παρκάρισμα κι έσταξε η ουρά του γαϊδάρου. Αυτός μόλις βγήκε απ τη φυλακή.
Got a better definition? Add it!
Μέθοδος φωτισμού και αερισμού υπόγειων χώρων αλλά και μικρή αυλή στο πίσω μέρος, συνήθως μονοκατοικίας.
Από τo γαλλικό cour anglaise, αγγλική αυλή. Η διαμόρφωση συνηθίζεται πολύ σε εγγλέζικες και αμερικανικές μονοκατοικίες.
Επαγγελματική αργκό σε μηχανικούς.
Φέρ' τα σχέδια να δούμε, εδώ είναι το γκαράζ, εδώ το WC, κι εδώ ο κουραγκλές.
Got a better definition? Add it!
Είναι το σκότωμα (από το σκότος), δηλαδή κενό στη περιοχή του οπτικού πεδίου, όπου η ορατότητα είναι μηδενική, άσχετα από συνθήκες φωτισμού η φυσικών εμποδίων.
Οφείλεται σε ιδιαιτερότητα της οπτικής ικανότητας (ή ανικανότητας) του ματιού, και η ύπαρξη του δεν γίνεται αντιληπτή από το άτομο.
Επίσης στην οδήγηση, τυφλό σημείο λέγεται η περιοχή που δεν είναι ορατή στον οδηγό είτε με ευθείας όραση είτε από ανάκλαση μέσω των καθρεπτών του αυτοκινήτου.
Κατάθεση στη τροχαία:
- Δεν τον είδα καθόλου, που ερχόταν πίσω μου με το μηχανάκι. Ήταν μέσα στο τυφλό σημείο.
Δεν τον είδε. Ήταν μέσα στο σκότωμα.
Got a better definition? Add it!
Το δωμάτιο ή χώρος γενικότερα χωρίς παράθυρο, φεγγίτη η κάποια είσοδο φυσικού φωτισμού.
- Με πιάνει κατάθλιψη σ εκείνο το τυφλό δωμάτιο.
Got a better definition? Add it!
Κάτι μόνο του, χωρίς το ζευγάρι του, χωρίς το δίδυμό του, χωρίς το υπόλοιπο σετ, χωρίς τα συμπαρομαρτούντα, χωρίς τα υπόλοιπα εξαρτήματα, παρελκόμενα κλπ.
Κυριολεκτικά, ο όρος σημαίνει χωρίς γονέα, αλλά, μεταφορικά, ερμηνεύεται, συνήθως, χωρίς το αδερφάκι του.
1, Ρε γυναίκα, τι γυρεύει εδώ πέρα αυτό το ορφανό παπούτσι;
Βρήκα κι εδώ άλλη μια κάλτσα ορφανή.
- Γιατί έμεινε έτσι ορφανό;
- Χαθήκανε τα υπόλοιπα εξαρτήματα.
Got a better definition? Add it!
Το κοινό γάλα εβαπορέ.
Από το εβαπορέ (evaporated, αφυγραμένο, εξατμισμένο) και το βαπόρι (πλοίο, καράβι).
- Θέλεις φρέσκο γάλα στο καφέ.
- Όχι φρέσκο. Βαπορίσιο, ρε μάνα.
Got a better definition? Add it!
Ο αλήτης, ο ακαμάτης, ο ανεπρόκοπος, ο τεμπέλης, αλλά και ο περιθωριακός, ο περιθωριοποιημένος.
Απο το τούρκικο kopuk = αποκομμένος, αλήτης, κομμένος, ξεκομμένος.
Να μη συγχέεται με το κιοπέκ, από το επίσης τούρκικο köpek = σκύλος.
Λέγεται και κοπούκι.
-Τα 'μαθα τα μαντάτα για την αφεντιά του. Είναι μεγάλο κουπούκι.
Σχετικά: ξυσαρχίδας, καναπές, κοπρίτης, κούννος, βοηθός τεμπέλη, κουραδομηχανή, μαμκακανανύστας, μεξικάνος, μπάζο, χαραμοφάης
Got a better definition? Add it!
Αιτιολόγηση τσέπης, σχεδόν για κάθε τι επιστητό. Ξεχάστε όλα όσα ξέρατε μέχρι σήμερα για μακροσκελείς και δυσνόητες αιτιολογήσεις.
Η φρασούλα αυτή έρχεται να αντικαταστήσει τόμους σκεπτικών αιτιολογίας και ερμηνείας ζητημάτων. Ρίξτε τη φράση και μέσα σε λίγα μόνο δευτερόπλεπτα θα δείτε να αιτιολογούνται απαγορεύσεις, παύσεις, αναβολές και κάθε είδους παραξενιές σας.
Χορηγείται τόσο σε μικρά παιδιά όσο και σε ενήλικες.
Διατίθεται σε σπρέι για τους απανταχού προληπτικούς.
Θα τη βρείτε σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες.
Κυκλοφορεί και σε γιατί δεν πρέπει και γιατί δεν γίνεται.
1.- Μα γιατί μαμά, αφού θέλω να παίξω κι άλλο;
- Γιατί δεν κάνει.
- Και γιατί παρακαλώ πρέπει να αναζητήσω εγώ και όχι η υπηρεσία σας το συγκεκριμένο πιστοποιητικό;
- Γιατί δεν γίνεται.
Ο χαβαλές: - Γιατί Τετάρτη και Παρασκευή να μη ξεριζώνω τις κωλότριχές μου;
Ο προληπτικός (σοβαρά): - Γιατί δεν κάνει.
Got a better definition? Add it!