Το ξύλινο παραθυρόφυλλο, η περσίδα, το πέτασμα. Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό kanat που σημαίνει φτερό, φτερούγα. Το pencere kanat στα τούρκικα είναι το παραθυρόφυλλο του παντζουριού.

Αντιγράφοντας 2 ετυμολογίες από το el.wiktionary.org :

1 κανάτι < μεσαιωνική ελληνική κανάτι < κανάτα < μεσαιωνική λατινική cannata < λατινική canna < αρχαία ελληνική κάννα (καλάμι) (αντιδάνειο) < ακκαδική (qanû: καλάμι) < σουμεριακή (gi.na)

2 κανάτι < τουρκική kanat < παλαιοτουρκικά kanat (φτερό) < πρωτοτουρκική **Kājnat*

Όχι τόσο συνηθισμένη, όμως χρησιμοποιείται η έκφραση στη Βόρειο Ελλάδα.

Πολύ σκοτείνιασε εδώ μέσα ρε παιδάκι μου, άνοιξε κάνα κανάτι να μπει λίγο φως.

κατασκευαστική λεπτομέρεια από σύγχρονα τούρκικα κανάτια αλουμινίου

φτερούγα κοτόπουλου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται από παλιούς (και νεότερους) μαγαζάτορες το ρολό (στόρι) μεταλλικού φύλου κυματοειδούς λαμαρίνας, που φράζει τη βιτρίνα καταστήματος, προκειμένου να ασφαλίζεται κατά τις ώρες μη λειτουργίας.

Στα παλιά μαγαζιά αποτελούσε σχεδόν τον αποκλειστικό τρόπο ασφάλισής τους.

Επίσης παλαιότερα το ανεβοκατέβασμά τους γίνονταν με το χέρι και με τη βοήθεια μιας μεταλλικής ράβδου με γάντζο στην άκρη της, ενώ σήμερα, όπου υπάρχουν, γίνεται συνήθως με ηλεκτροκινητήρα. Στη μέση υπάρχει μεταλλικός κρίκος για να περνάει στο τέλος και η κλειδαριά ασφαλείας.

Ο όρος σήμερα χρησιμοποιείται για κάθε είδους περιστρεφόμενο συρόμενο ή πτυσσόμενο προστατευτικό κάλυμμα βιτρίνας καταστήματος.

Από το τουρκικό kepenk, που σημαίνει ακριβώς το ίδιο.

- Άντε Κώστα πέρασε η ώρα, να κατεβάσουμε τα κεπέγκια και να πάμε σπίτια μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αλήτης, ο ακαμάτης, ο ανεπρόκοπος, ο τεμπέλης, αλλά και ο περιθωριακός, ο περιθωριοποιημένος.

Απο το τούρκικο kopuk = αποκομμένος, αλήτης, κομμένος, ξεκομμένος.

Να μη συγχέεται με το κιοπέκ, από το επίσης τούρκικο köpek = σκύλος.

Λέγεται και κοπούκι.

-Τα 'μαθα τα μαντάτα για την αφεντιά του. Είναι μεγάλο κουπούκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να πούμε ότι κάτι ήτανε πολύ καλό, όμως διάρκεσε για λίγο.

Παρόμοιες φράσεις “καλό αλλά λίγο”, “πολύ καλό για να κρατήσει πολύ”, ή το εγγλέζικο “too good to last” κλπ.

- Άσε, μόνο για την περασμένη Πέμπτη το PC-shop είχε έκπτωση 40% στους σκληρούς δίσκους και δεν το πρόλαβα.
- Εμ, έτσι είναι, κάθε θαύμα τρεις ημέρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ντραμίστας ή ντράμερ, drummer. Ο μουσικός που παίζει τα κρουστά σε ένα τυπικό ελληνικό παραδοσιακό λαϊκό ή δημοτικό μουσικό συγκρότημα. Προφανώς από το Jazz Band.

O όρος εμπεριέχει περιπαικτική διάθεση μιας και δημιουργήθηκε στο πρόσφατο παρελθόν, από λαϊκούς μουσικούς για να προσδιορίσει τους συναδέλφους τους μουσικούς, εκτελεστές των κρουστών, με δεδομένη την καχυποψία και ειρωνική διάθεση προς την ξενόφερτη τότε μουσική rock jazz latin pop κλπ και τους έλληνες θιασώτες της μουσικούς.

Συχνά ο τζαζμπανίστας ήταν ντραμίστας με ανησυχίες διεθνούς μουσικής καριέρας που ... κατέληγε σε λαϊκό ή δημοτικό συγκρότημα για βιοπορισμό.

Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι ... τζαζμπανίστες που έπαιξαν σε πάρα πολλές παλιές λαϊκές ελληνικές επιτυχίες, και τους απολαμβάνουμε στα τραγούδια μέχρι σήμερα, είναι ανεπανάληπτοι.

Επίσης το σύνολο των κρουστών μουσικών οργάνων (ντραμς, τύμπανα, πιατίνια κλπ) που στήνονταν στο «λαϊκό» πάλκο αναφέρεται και ως (η) τζαζ.

Μήτσο για το πανηγύρι στο χωριό μεθαύριο, θα πάρουμε για τζαζμπανίστα τον Γιώργο, που έχει και το αγροτικό τζιπάκι, για να μεταφέρουμε τη μικροφωνική, τους ενισχυτές και τη τζαζ.

(από iwn, 16/10/10)(από iwn, 16/10/10)(από iwn, 16/10/10)

Βλέπε και ντηλέυ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για άτομο αδέξιο, που δεν δείχνει ενδιαφέρον, ζήλο, προσήλωση η επιμέλεια στα έργα του, που κάνει πρόχειρη ανολοκλήρωτη δουλειά, σαν αγγαρεία, τεμπέλικα, βαρετά, στο γόνατο, στο πόδι, με ζημιές και κακοτεχνίες. Η σβάρνα είναι γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται στις καλλιέργειες για να ισιώνει το χώμα σε χωράφι και να σπάει σβόλους γης. Το ρήμα σβαρνίζω σημαίνει ότι σέρνω κάποιο αντικείμενο απρόσεκτα, πρόχειρα, χωρίς ιδιαίτερη προσοχή η προφύλαξη, αδιαφορώντας για τυχόν ζημία που μπορεί να υποστεί η να προκαλέσει.

  1. Στοιχείο λίστας

-Ωχ, σε ποιον πήγες και ανέθεσες αυτή τη δουλειά?! Είναι μεγάλος σβαρνιάρης. Στο τέλος θα αναγκαστείς να την κάνεις εσύ ο ίδιος.

  1. Στοιχείο λίστας

ο εργοδηγός στον εργάτη:- Αν συνεχίσεις να δουλεύεις έτσι σβαρνιάρικα θα πας στο σπίτι σου.

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που σημαίνει ότι διπλώνομαι, συρρικνώνομαι απ' τον πόνο, από την ταλαιπωρία, από αρρώστια, από εξασθένηση, από κακουχία, από γηρατειά κλπ.

Από το τούρκικο kat (πτυχή).

Συνώνυμη έκφραση: διπλώνομαι στα δύο απ' τον πόνο.

  1. Έφαγε μια μπουνιά στη κοιλιά κι έγινε δυο κάτια.

  2. Δε με βλέπεις πως γέρασα, έγινα δυο κάτια τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση συνώνυμη με το μπερδεύω την Πούτση με την Βούρτση.

Καντηλανάφτης: ο νεωκόρος του Ιερού Ναού, επιφορτισμένος με την έναυση (άναμμα) των κανδηλιών κλπ.

- Και γιατί τόσο ακριβό εισιτήριο εκεί, παρακαλώ;
- Α, όλα κι όλα, άλλη η δουλειά του ναύτη κι άλλη του καντηλανάφτη.

(από GATZMAN, 31/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

-Προχθές βρεθήκαμε με κάτι παλιούς φίλους και πήγαμε για κρασί. Μέσα σε δυο ώρες είχαμε γίνει ντάμπετερ.

Σημαίνει τελείως, εντελώς, πέρα ως πέρα, στα άκρα, στο τέρμα, δεν πάει άλλο, δε σηκώνει περισσότερο, έχει λήξει, δεν χωράει άλλο, δεν παίρνει άλλο, δεν πάει παρά πέρα κλπ Λέγεται και ντάμπιτερ η και νταμπιτέρ. Απο το τούρκικο “da biter” που σημαίνει τέλος, άκρη τελειώνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Μεταφορικά) Πάρα πολύ, υπερβολικά, τα πλείστα.

kantar = καντάρι, είδος ζυγαριάς, < kantarci = κανταρτζής, ζυγιστής

  1. Έφαγε ξύλο με το καντάρι.

  2. Έβρεξε με το καντάρι.

  3. Λέει τις μαλακίες με το καντάρι.

  4. Πουλάς τρέλλα με το καντάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified