Η έκφραση χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει ένα άτομο που κατορθώνει και επιβιώνει η βιοπορίζεται η μεγαλουργεί νόμιμα και αξιοπρεπώς με θεμιτά μέσα, ευστροφία, ικανότητα αλλά και με πονηριά, χωρίς να χρειάζεται να κοπιάσει σωματικά ιδιαίτερα.

Στη παρέα

ΕΡΩΤΗΣΗ:-Καλά ρε συ, για πες μας το μυστικό?! Πως τα καταφέρνεις? Εμείς δουλεύουμε απ το πρωί μέχρι το βράδυ και δεν μπορούμε να σταυρώσουμε δραχμή.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ:- Α παιδιά όλα κι όλα, ο βλάχος κρασί πίνει, αλλά αμπέλι δεν σκάβει.

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει κρεββάτι, όμως χρησιμοποιείται και σαν φωλίτσα, στρώμα, κατάλυμα, κόγχη. Από το τούρκικο yatak, που σημαίνει κρεββάτι.

"... απάνω στο γιατάκι σου, φίδι νωθρό κοιμάται.." από το ποίημα "Θεσσαλονίκη" του Νίκου Καββαδία.

Got a better definition? Add it!

Published

Η έκφραση χρησιμοποιείται για να περιγράψει βιοπορισμό, περιορισμένη επαγγελματική δραστηριότητα, διαχείριση κατάστασης η χειραγώγηση προσώπου.

1) -ΕΡΩΤΗΣΗ:-και πως τα φέρνεις βόλτα?
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:-πουλάω μαλλί της γριάς στα πανηγύρια.

2) -Πάλι τον έφερε βόλτα τον προϊστάμενο και κατάφερε να πάρει 2 φορές αύξηση στον ίδιο χρόνο.

3) -Μου 'πέσαν δέκα προβλήματα μαζεμένα στο κεφάλι και δεν ξέρω πώς θα τα φέρω βόλτα.

4) -Πρώτο καμάκι ο Ντίνος, την έφερε βόλτα τη Σουηδέζα.

Got a better definition? Add it!

Published

Η λύσσα είναι μια νόσος που οφείλεται σε ιό. Μεταξύ των άλλων συμπτωμάτων της, συνοδεύεται με απώλεια της ψυχικής ισορροπίας και κατά κανόνα καταλήγει στο θάνατο. Μεταφορικά, πρωτίστως η έκφραση χρησιμοποιείται ως δήλωση δυσαρέσκειας για μαγειρεμένο φαγητό που περιέχει πολύ αλάτι. Σε ευρύτερη όμως χρήση και για να επισημάνει ότι κάποιος υπερβάλει η επιμένει σε μια κατάσταση αρχικά αποδεκτή.

Α. ο σύζυγος:-Αμάν ρε γυναίκα, πόσο αλάτι έβαλες πια στο φαγητό!? Λύσσα το 'κανες.

Β. Προς τον φίλο της παρέας που επιμένει να λέει κρύα ανέκδοτα του ιδίου τύπου: -Φτάνει πια ρε φίλε, λύσσα το 'κανες. λύσσα το 'κανες λύσσα το 'κανες

Got a better definition? Add it!

Published

Μην μπερδεύεστε. Το λήμμα δεν αποτελεί ούτε προσταγή, ούτε προτροπή. Είναι επιθετικός προσδιορισμός που χαρακτηρίζει περιφραστικά μια γυναίκα θελκτική, παθιάρα, με ωραίες αναλογίες και καμπύλες, με σαγηνευτικό ντύσιμο και βλέμμα, έναν κόμματο, μια μουνάρα, μια θεογκόμενα και πάει λέγοντας.

Ο αφηγητής στην αντροπαρέα: -Κι εκεί που καθόμαστε στο καφέ, σκάει η Σούλα μαζί με την ξαδέλφη της απ το χωριό, που ήρθε να την δει στην Αθήνα. Μια γκόμενα, μα τι γκόμενα ?! :"μαζευτείτε να την παίξουμε".

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει και κύκλος. Είναι το ντέφι, μουσικό όργανο (στα Περσικά dayereh). Αποτελείται από τσιτωμένη μεμβράνη δέρματος πάνω σε ξύλινο στεφάνι με κύμβαλα (η χωρίς).

"βάρα νταγερέ":το γνωστό τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου με την Χάρις Αλεξίου-Γιώργο Νταλάρα απο το άλμπουμ Βυζαντινός Εσπερινός.νταγιερέ

βάρα νταγερέ νταγερέ

Got a better definition? Add it!

Published

Έτσι λέγεται η χρεωκοπία, η πτώχευση, η οικονομική καταστροφή, η μεγάλη οικονομική ζημιά, από κακή η από μη συνετή οικονομική διαχείριση. Από το τούρκικο μπατμά (batma) που σημαίνει ναυάγιο.

Ο πατέρας προς τους γιους του που έχουν αναλάβει πρόσφατα τα ηνία της οικογενειακής επιχείρησης:-Λεβέντες μου περικοψτε τα έξοδα γιατί θα πάθουμε κάνα μπατμά. λεζάντα εικόνας

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που απαντάται σε χρήση παραπλήσια με την κυριολεκτική της σημασία αλλά και μεταφορικά όταν κάποιος δυσμενώς,είτε χειρίζεται καταστάσεις είτε ενεργεί, χωρίς να επιδεικνύει την επιβεβλημένη διάκριση μεταξύ εμφανώς διαφοροποιημένων καταστάσεων.

Η σβάρνα, ως γνωστόν, είναι βαρύ μεταλλικό γεωργικό εργαλείο ισοπέδωσης χωραφιών και διάλυσης σβόλων γης, καθιστώντας τα πιο εύφορα, με σκοπό την ευχερέστερη και βελτιωμένη καλλιέργεια αγροτικών προϊόντων.

Ότι παρασύρει λοιπόν μια σβάρνα στο πέρασμά της, καταστρέφεται, διαλύεται, σκορπάει ισοπεδώνεται.

  1. -Προχθές στην εθνική οδό μια νταλίκα χωρίς φρένα πήρε σβάρνα όλα τα αυτοκίνητα που συνάντησε στο πέρασμά της

  2. -Αυτός είναι να μην ανοίξει το στόμα του στη Βουλή. Θα τους πάρει όλους σβάρνα.

  3. πούστης τον πούστη αγαπά, πουτάνα την πουτάνα, κι ο Μήτσος ο κολομπαράς τους παίρνει όλους σβάρνα

παρόμοιες εκφράσεις: μικρό μεγάλο παστρεύει, όλα στο ίδιο τσουβάλι, ισοπεδώνω.

Got a better definition? Add it!

Published

ή και "χασάπη κάρβουνο". Η προτροπή-προσταγή απευθύνονταν από αρκετούς θεατές παλαιών κινηματογραφικών αιθουσών προς τον μηχανικό προβολής του σινεμά, όταν σκοτείνιαζε η εικόνα στην οθόνη προβολής, ελλείψει ισχυρού φωτισμού και αποτελούσε κυριολεξία. Η μηχανή προβολής της κινηματογραφικής ταινίας λειτουργούσε με ισχυρό φως που παράγονταν από το ηλεκτρικό τόξο δύο ηλεκτροδίων άνθρακα μαζί με έντονη θερμότητα, που συχνά προκαλούσε εμφανές λιώσιμο και διακοπή της ταινίας και που ο μηχανικός έπρεπε να αποκαταστήσει με ειδικό εξοπλισμό που διέθετε. Προϊούσης της προβολής τα ηλεκτρόδια φθείρονταν και ο μηχανικός έπρεπε να φροντίζει για την σωστή απόσταση τους η την αντικατάστασή τους. Συχνά όμως δεν το αντιλαμβάνονταν και του το υπενθύμιζαν οι θεατές με σκαιό τρόπο. Είναι βέβαιο ότι ελάχιστοι θεατές είχαν γνώση του τρόπου λειτουργίας της μηχανής προβολής, μολονότι χρησιμοποιούσαν την έκφραση. Η προσφώνηση "χασάπη" προήλθε κυρίως από κινηματογράφους β' προβολής, με φθηνότερο εισιτήριο και πιο λαϊκό κοινό, όπου οι celluloid ταινίες ήταν ήδη "ταλαιπωρημένες" από τα πολλά κοψίματα (εξ ου και χασάπης) και κολλήματα λόγω του ήδη μεγάλου αριθμού προβολών, ενώ συχνά απουσίαζαν μεγάλα τμήματα της ταινίας και η ασυνέχεια της σεκάνς ήταν πολύ εμφανής και ενοχλητική.

στο σινεμά οι θεατές όταν σκοτείνιαζε η προβολή: -χασάπη βάλε κάρβουνοοοο!!!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο χαρακτηρισμός, πού κυριολεκτικά σημαίνει νεαρή αγελάδα, προσιδιάζει σε γυναίκα σχετικά νέα, ευτραφή, κατά προτίμηση με υπερβολικό μπούστο, χοντροκομμένη , άξεστη, γλωσσού, φωνακλού, αγενή, με κακούς τρόπους, επιθετική.

το πειραχτήρι της παρέας αναφωνεί, ανάμεσα σε πλήθος για ξεκάρφωμα και προς αποφυγήν παρεξήγησης, όπου παρευρίσκεται και η εν λόγω δαμάλα, και ο νοών νοείτω: -ίσα, μωρή δαμάλα!!

Got a better definition? Add it!

Published