(Ναυτικό): Έκφραση βαθμοφόρου (πιλαφιού), που σημαίνει: «Θα σου ρίξω / χώσω πειθαρχική ποινή (= φυλακή / στέρηση εξόδου / περιορισμό)».

Εικόνα, κατά την οποία, το πιλάφι αυτοπροσδιορίζεται ως «τοξότης», που μοιράζει βέλη (ποινές) εδώ κι εκεί. Συνήθως χρησιμοποιείται ως: «Σε πέτυχα (με τα βέλη)», δηλαδή «σε είχα από καιρό στο στόχαστρο και τώρα που έκανες τη μαλακία, θα πληρώσεις για όλες σου τις αμαρτίες».

Έχει είτε παροντική είτε μελλοντική έννοια κατάγνωσης πειθαρχικής ποινής. Κατά το σχήμα λόγου παροντικού ή παρελθοντικού χρόνου με έννοια μέλλοντα: «Σε γαμώ αν το ξανακάνεις» / «τη γάμησες!» (= Θα την γαμήσεις !) / «Σ' έχω γαμήσει αν το ξανακάνεις» (= θα σε γαμήσω) κτλ.

Βλ. και αρχαία ελληνικά: «Ωλούμην εί με λείψεις» = «Χάθηκα (δηλ. θα χαθώ) αν με εγκαταλείψεις».

Νέος, πάρε το χλωροκοπτικό και καθάρισε την αυλή και κοίτα κακομοίρη μου μη σου ξεφύγει κανάς θάμνος, γιατί σε πέτυχε ο οπλονόμος !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά έκφραση των πρεζάκηδων για το σουτάρισμα ηρωίνης, δηλαδή, τη λήψη ηρωίνης με σύριγγα, ενδοφλεβίως ή (κατ' ανάγκην) ενδομυϊκώς.

Την τοξοβολία αρχίζουν οι (φτωχοί) πρεζάκηδες, συνήθως όταν έχουν πλέον για τα καλά εθιστεί και στερέψουν από λεφτά, οπότε η λήψη με κάπνισμα / γιουφ, κατάποση ή η εισπνοή δόση, είναι πλέον πολύ ακριβό σπορ, δεδομένου ότι μ' αυτούς τους τρόπους, ο οργανισμός τους προσλαμβάνει μικρότερο ποσοστό της ουσίας της ηρωίνης, απ' ότι με την ένεση / τόξο / γκανάκι (εκ του αγγλικού gun), η οποία κεντράρει όλη την ουσία στο σύστημα.

Την τοξοβολία συνήθως ξεκινά κανείς, βοηθούμενος από άλλον εμπειρότερο πρεζάκια, τον οποίον εμπιστεύεται, διότι φοβάται την όλη φάση. Είναι δηλαδή μια διαδικασία μύησης, εξ ου και η δυσαναλογία δυσκολίας στη συναισθηματική έναντι στη σωματική απεξάρτηση του πρεζάκια.

Βέβαια, υπάρχουνε κι αυτοί που ξεκινούν αμέσως ή πρόωρα την τοξοβολία από μαλακία. Η ποικιλία δεν βλάπτει.

Η τοξοβολία είναι συνήθως το τελευταίο στάδιο του πρεζάκια. Την ακολουθούν η κατάντια, το έγκλημα, η φυλακή, το HIV, η ηπατίτιδα και λοιπές ασθένειες και εν τέλει ο θάνατος (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, που ούτως ή άλλως αν και απεξαρτημένοι, η ουσία έχει προκαλέσει στον εγκέφαλο ανήκεστη βλάβη και είναι σα ζόμπι).

Χαρακτηριστικό ρεμπέτικο :

[i]«... Απ' τη μυτιά που τράβαγα, άρχισα και βελόνι
και το κορμί μου άρχισε
σιγά-σιγά να λιώνει ... »

(Ανέστος Δελιάς : «Ο πόνος του πρεζάκια»)[/i]

Σ.Σ. Ο Ανέστος Δελιάς ή «Μαύρη Γάτα» ή «Αρτέμης», της ξακουστής τετράδος του Πειραιώς (Μάρκος, Μπάτης, Αρτέμης & Στράτος), πρεζάκιας κι ο ίδιος, περιγράφει την κατάσταση με το νι και με το σίγμα. Πέθανε στο τρελλάδικο το '44, γιατί τότε τους πρεζάκηδες, δεν ξέρανε τί να τους κάνουνε.

Την είδες τη Σωτηρία, πώς έχει καταντήσει ; Πετσί και κόκκαλο. Το' χει ρίξει στην τοξοβολία και ρουχλιάζει μ' εναν άλλο πεθαμένο απ' τη γειτονιά, κάτω στα τραίνα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικός χαρακτηρισμός πολιτικού, που υποθάλπει αυθαιρεσίες αστυνομικών.

Σύνθετο εκ του «μπάτσος» + «καρδιά» = Ο αρεσκόμενος εις την καταστολήν.

Πρόσφατα αξιωθήκαμε να δούμε τέτοια ρεζιλίκια, αλλά και στο εγγύς παρελθόν, υφίστατο πολιτικός τις, που, απευθυνόμενος στους μπάτσους, είπε το αμίμητο: «Εσείς είστε το Κράτος!»

Δεν είμαστε μακριά (καμιά 40αριά χρόνια μόνο), από την εποχή, που ένας γνωστότατος και αξιολογότατος (σκέψου!) κατά τα λοιπά πολιτικός, αποκάλεσε τη Μακρόνησο «Νέο Παρθενώνα»...

-Άκουσες τίποτα, ξήλωσε ο Παυλόπουλος τη Γ.Α.Δ.Α. μετά τη φάση στα Εξάρχεια;
-Το άλλο με τον Τοτό το ξέρεις; Μόνο που δεν τους έδωσε και συγχαρητήρια. Αφού ξέρεις τώρα τί μπατσόκαρδος είναι, τί μου συζητάς ;

Μακάριοι οι Μπάτσοι τη καρδία, ότι αυτοί τον Χριστόν Μπατσοκράτορα όψονται (αληθινή φωτό από Α.Τ., πηγή troMPAxtiko.blogspot (από xalikoutis, 03/05/14)"Ταῖς πρεσβείαις τοῦ ἁγίου Ἀρτεμίου, Κύριε μπατσοκράτορ σῶσον ἡμᾶς", βλ. διπλανό μήδι. (από Khan, 23/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός παχουλού ή χοντροκέφαλου (εξωτερικώς ή εσωτερικώς) παιδιού από συμμαθητές του.

Εκ του γνωστού φρούτου: πεπόνι.

Συνώνυμα : Μπαφούσκας, μπουχέσας, κουφιοκεφαλάκης κτλ.

  1. -Πάμε στην εξέδρα για βουτιές ; -Εγώ θα πέσω μπόμπα !
    -Μαλάκα πεπόνια, πρόσεξε μην πέσεις πάλι πατσά στα ρηχά, γιατί θα σηκωθεί τσουνάμι...

  2. -Την έλυσες την άσκηση ;
    -Ναι αμέ !
    -Μου δίνεις να τη γράψω κι εγώ ;
    -Ρε, πέντε φορές μας την εξήγησε ο δάσκαλος. Τί πεπόνιας είσαι!

(από xalikoutis, 03/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χυδαία ύβρις, ακολουθούμενη από επίδειξη του ανδρικού μορίου, που προσκαλεί σε πεολειχία.

Αναφέρεται στην γνωστή έκφραση όχι μόνο προσωποποίησης, αλλά και αγιοποίησης (!) της τσαπούς (βλ. «του Αγίου Πούτσου ανήμερα» = ποτέ/πάρα πολύ αργά σε χρονικό ορίζοντα), ως δήθεν υπαρκτή ημέρα του εορτολογίου, κατά την οποίαν καλούνται οι πιστοί να προσκυνήσουν (και να φιλήσουν) γονυκλινείς την εικόνα του τιμωμένου αγίου. Αν θέλουν μπορούν και να σταυροκοπιούνται.

Χρησιμοποιείται και ως εριστικό, υποτιμητικό και εκδικητικό σκώμμα μετά από πλήρη και οριστική επικράτηση εις βάρος του αντιπάλου, δηλαδή: πάρ' τα μωρή άρρωστη, πάρτα Λίζα και κάντα κορνίζα, πάρ' τ' αρχίδια μου κ.ο.κ.

(Μπάλα) :
-Πιάσ' το Μήτσοοοοο ! Ωχ...
-Γκόοοοοοολ ! Του Αγίου Πούτσου σήμερα αγόρι μου, έλα να προσκυνήσεις, έλα !

Προσκυνητής του Καθολικού St. Peon (από Vrastaman, 08/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικώς, κακής ποιότητας τσιγάρο, του οποίου ο καπνός μοιάζει με τις ξασμένες ξερές ίνες που είχανε μια φορά τα σάρωθρα, που έπλεκαν οι οίκοι τυφλών.

Ο τρακαδόρος Ζήκος παραπονέθηκε εντόνως για τη μάρκα τσιγάρων του Κιτσάρα, διότι εκτός του γεγονότος ότι ο κοντός μάγκας άλλαζε συχνά μάρκα, ήταν προφανώς και σκούπα και του είχανε κάνει λέει, το λαιμό τσαρούχι.

Συνώνυμα: Σανός, στούκας, ταφόπλακα κ.α.
Αγγλιστί: coughing nails (= χλεπόκαρφα).

- Πάρε ένα τσιγαράκι, θέλεις ;
- Και δε βυζαίνω καλύτερα το δάχτυλό μου; Πώς την καπνίζεις αυτήν τη σκούπα, δε μπορώ να καταλάβω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Σκωπτικό): Υπέρβαρος κοιλαράς τύπος, ο οποίος δίνει την εντύπωση πως θα σκάσει ώρα την ώρα. Οι πληθωρικές πρησμένες σάρκες του, που ξεχειλίζουν από παντού, δεν είναι προϊόν ασθενείας αλλά μάλλον έρωτος με το φαΐ. Λέγεται και μεταξύ παιδιών, που σχολιάζουν ανελέητα τυχόν σωματικά κουσούρια.

Κλασσικά κινηματογραφικά παραδείγματα είναι ο Μιχαλάκης (που τον έφαγε τελικά το αρνί στο «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα»), ο φαγανός monsieur Creosote, (στο «The meaning of life» των Monty Python) κ.α. Στην «Ωραία των Αθηνών», εμφανίζεται ο χοντρούλης μαίτρ (sic) της ταβέρνας και, αφού παίρνει παραγγελία, ο Σταυρίδης κάνει με νόημα στους Φωτόπουλο, Βρανά και Γιούλη, το λογοπαίγνιο: «Μπα! Ο φούσκας!»

Συνώνυμα: πεπόνιας, χλαπάτσας, κοιλαράς, σεκιουριτόπαιδο (= χοντρό παιδί που μοιάζει με φουσκωτό σεκιουριτά), φουσκωτός, μινιόν (ειρωνικά), απόψε κάνεις μπάμ! κτλ

Αγγλιστί: fatso, blob κ.α.

Παρήγορον για το είδος των, η ιταλική ρήσις: Uomo di panza = uomo di sostanza (δηλ. άνδρας με κοιλιά = άνδρας με υπόσταση, βλ. αντίστοιχο στην ελληνική: τα πάχη μου τα κάλλη μου), που απηχεί παλαιά εποχή, όταν χοντροί ήταν μόνον οι πλούσιοι και ισχυροί. Άλλωστε ο Edmond About και πλείστοι ευρωπαίοι περιηγητές, είχαν εκπλαγεί από τον αδύνατο, κοντό και μυώδη σωματότυπο των προεπαναστατικών Ελλήνων. Οι λιμασμένες έφοδοι στις μπριτζόλες είναι νεότατο φαινόμενο.

- Σιγά ρε μπαφούσκα, που τρως με σαράντα μασέλες, θα σκάσεις ρε ! Πες και κάνα «γεια μας», σε τραπέζι είσαι!
- Γιατί, ενοχλώ κανένανε; (μπουκωμένος)

(από Hank, 04/07/09)Παν-κάλος (από baznr, 04/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρυπαρή δημόσια πισίνα ή παραλία. Εκ του γνωστού ιερού ποταμού των Ινδών, όπου μαζί με τους λουομένους επιπλέουν κατανυκτικώς, πτώματα ζώων, τοξικά λύματα, κουράδες κτλ υπό τα γαλήνια βλέμματα των πιστών.

Οι πάλαι ποτέ πανέμορφες ελληνικές παραλίες, όλο και γαγγοφέρνουν η μια μετά την άλλη απ' τη μπίχλα, το σκουπίδι και το απόβλητο, επαληθεύοντας τις θεωρίες των ιστορικών, περί ινδοευρωπαϊκής προελεύσεως των Ελλήνων, τουλάχιστον κατά το ήμισυ.

Συνώνυμα: χαβούζα, βούρκος, σκατόλακκος κτλ.

- Πάμε για μπάνιο στον Άλιμο ;
- Πού ρε, στον Γάγγη; Ξέχασέ το φίλε! Τώρα τελείωσα τη θεραπεία για μυκητίαση που κόλλησα πέρυσι ...

(από patsis, 06/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απειλητική έκφραση, που σημαίνει: «Θα σε σκοτώσω!»

Χρησιμοποιείται και για απλούστατα πταίσματα όπως: «Θα σε καθαρίσω», «σ' έφαγα», «σε γάμησα», «θα σου φάω το μάτι» κτλ, αφού οι νεοέλληνες σπανιότατα πραγματοποιούν τις (βαρύτατες) απειλές που εκστομίζουν, δεδομένου ότι παρ' ημίν συνήθως η λεκτική βία κατισχύει της σωματικής.

Προέρχεται από το πληρέστερο «θα φάει χώμα ο κώλος σου» = θα πεθάνεις και ειδικότερα, θα εκτελεστείς. Δηλαδή έχουμε μετάθεση του υποκειμένου (κάπως λέγεται), αφού δεν θα φας εσύ το χώμα στην κυριολεξία, αλλά το χώμα εσένα (βλ. «θα σε φάει το μαύρο χώμα»).

Χρησιμοποιείτο κατά κόρον τις δεκαετίες 30, 40 και 50 από τους υποδίκους αντιφρονούντες (αλλά και τους διώκτες τους), οι οποίοι επρόκειτο να εκτελεσθούν με συνοπτικάς (!) διαδικασίας, κατ' ερμηνείαν των διατάξεων του «ιδιωνύμου» νόμου του Βενιζέλου (1929) και των αναγκαστικών νόμων 375/1936 του Μεταξά και 509/1947 του Τσαλδάρη.

Προς τιμήν των θυμάτων, πονηρά ο αγωνιστής Λάμπρος Κωνσταντάρας, προκειμένου ν' αποφύγει τη χουντική λογοκρισία έκανε έμμεση αναφορά στα ταραγμένα χρόνια με την ταινία «Τί 30, τί 40 τί 50», θέλοντας στην ουσία να καταδείξει την ταυτότητα και συνέχεια στο ανελεύθερο καθεστώς, παίζοντας τον τρελοπενηντάρη για ξεκάρφωμα.

Οι αντάρτες χρησιμοποιούσαν επίσης την έκφραση «τον έστειλαν στον μαϊμουδόκοσμο», προκειμένου για εκτελεσθέντα, ενώ η προσφιλής έκφραση του Άρη Βελουχιώτη ήταν «θα ιδωθούμε στα ταμπάκικα» = ραντεβού νεκροί στα βυρσοδεψεία, όπου θα κρεμάσουν οι εχθροί τα τομάρια μας ...

Να μην συγχέεται με την φράση «φάτε χώμα ρεεεεεεεεεεε», δεδομένου ότι κυριολεκτεί ο λέγων (γκαζολίν / γκαζοκίλλερ / γκαζοφονιάς / γκαζόκαβλος), αφού πατάει γκάζι στη μάπα του όπισθεν εποχουμένου και σηκώνεται κουρνιαχτόστ.

- Άμα σε ξαναπιάσω να μιλάς στην αδερφή μου, θα φας χώμα ! Τ' άκουσες ;
- Θα μου τα κλάσεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του Α.Σ.Ε.Π. + τουρκ. κατάληξη –τζής (άρρεν) / τζού (θήλυ) + παρεμβολή ευφωνικού «α», δηλ. αντί ασεπτζού, όπως π.χ. πασοκ-α-τζής έναντι του τουρκομερίτικου: πασοκζτή / πασοκτσή.

Σκωπτικό σχόλιο έναντι κατηγορίας γαμπριζόντων τακτοποιημένων νεαρών γυναικών, που λυσσάξανε να περάσουνε Α.Σ.Ε.Π., περάσανε, διορισθήκανε, λυσσάξανε να βυσματωθούν σε καλή θέση και κοντά στο σπίτι τους και τώρα λυσσάνε να βρούνε γαμπρό (μετά θα λυσσάξουνε να κάνουνε παιδί-να πάρουνε αβέρτα άδειες και να την πέσουνε κ.ο.κ.). Πρόκειται λοιπόν, περί νεάνιδος, ήτις βγάνει τα μάτια της στο διάβασμα, ουχί όμως εμφορουμένη υπό των υψηλών ιδανικών της γνώσεως, της προσφοράς εις το κοινωνικόν σύνολον, της ευγενούς άμιλλας κτλ αλλά διά να βολευθεί εις το Δημόσιον και εις την συνέχειαν να γιομίσει τον τόπο με τον κώλον της και με τους απογόνους της, διαρκώς γκρινιάζουσα διά την παρούσαν κατάστασίν της και διαρκώς αποβλέπουσα εις καλυτέραν θέσιν εις την κοινωνίαν, το οποίον συνήθως και επιτυγχάνει είτε με τον ένα είτε με τον άλλον τρόπον.

Ο εντοπισμός του είδους είναι ευχερέστατος, δεδομένου ότι συνήθως, χάνουν προώρως το χιούμορ τους και γερνάνε γοργά, δηλαδή μετατρέπονται σε θχιά ως διά μαγείας (αντιθέτως προς τον Φάουστ), ήτοι δίνουν ψυχήν και εις αντάλλαγμα παίρνουν αντίς να χάνουν χρόνια. Αι δοσοληψίαι με τον Εωσφόρον βλάπτουν.

Η μελλοντική πορεία του είδους είναι προδιαγεγραμμένη, το οποίον γνωρίζουν και αποδέχονται ανεπιφυλάκτως, ήδη προ των εξετάσεών τους ενώπιον της ονοματοδοτούσας το είδος των, ανεξαρτήτου αρχής: Τρέπεται εις κλώσσαν, διότι μόνον τα παιδιά της την ενδιαφέρουν, τα οποία φυσικά, στερουμένη και η ιδία ηθικών αρετών, θα γίνουνε σαν τα μούτρα της. Άλλωστε, δεν θα διστάσει να μυκτηρίσει ερήμην τους ακόμα και τα ίδια της τα τέκνα, των οποίων αποκρουστικά σκίτσα συνήθως φέροντα υπότιτλον προσφιλούς προσώπου των (βλ. «η μαμά», «ο μπαμπάς», «ο θείος Νικόλας» κλπ), θα αναρτά εις τον τοίχον, θεωρούσα αυτά «ταλέντα» και εαυτόν «ήρωα», (που τα καταφέρνει να τα φέρει βόλτα με τόσο μικρό μισθό, πολλή δουλειά, υποχρεώσεις, δύστροπο αφεντικό, μπήχτη προϊστάμενο κτλ), κουσκουσουρεύοντας με τας συναδέλφους της εν ώρα εργασίας, τας οποίας με την σειράν τους θα θάπτει, ότε κάθε μια απο δαύτες υπάγουν εκεί που και ο βασιλεύς μεταβαίνει ασυνόδευτος.

Ψυχοκοινωνικαί αντενδείξεις:

  • Η εργασία, αυτή καθ' αυτή, ποσώς θα την ενδιαφέρει και θα απεχθάνεται ιδιαιτέρως τας ευθύνας και τας πρωτοβουλίας.
  • Θα εκτελεί χειρωνακτικήν εργασίαν ως επί το πλείστον, δεδομένου ότι αι αρμοδιότητές της θα περιορίζονται εις το να νίπτει τας χείρας της (αλλά και ανομήματα συναδέλφων της), όταν πρόκειται περί ανάληψιν ευθύνης αλλά και εις το λιμάρισμα των ονύχων της, μετά ζήλου αποδρώντος καγκελοφάγου βαρυποινίτου των φυλακών Σινγκ-Σίνγκ.
  • Θα καταστεί η χονδροκώλα μανδάμ εις το πρωκτόκολλον (!) η οποία θα παραλάβει μετά θυμηδίας την αίτησίν σου και κατόπιν θα βγάλει παραπεμπτικόν για Άννα-Καϊάφα-Πιλάτο-Γολγοθά κλπ.

    Ιατρικά παραφερνάλια:

Θα παρουσιάζει απότομον πτώσιν του ενζύμου της ευγενείας, ενώπιον ευγενικών, νεαρών ή διστακτικών ατόμων, με ραγδαίαν απωλείαν της αισθήσεως του πληθυντικού αριθμού και της συναισθήσεως της πραγματικής θέσεώς της (βλ. κατωτέρω).

Θρησκευτικαί παρενέργειαι:

Θα προσηλυτισθεί εις το Καθολικόν δόγμα, εμφανίζουσα παράκρουσιν ταυτίσεώς της με δυτικόν προκαθήμενον, η οποία μετράται με την κλίμακα των καρδιναλίων, ήτοι:

  • Αν έχει θέσιν κλητήρος εις δικαστήριον, φέρει ύφος τουλάχιστον Αρεοπαγίτου = 40˚ cardin.
  • Αν έχει θέσιν πολιτικού προσωπικού εις στρατιωτικήν υπηρεσίαν, φέρει ύφος τουλάχιστον Αρχιστρατήγου = 50˚ cardin.
  • Αν έχει θέσιν νοσοκόμου πάπιας εις νοσοκομείον, φέρει ύφος τουλάχιστον Αρχιάτρου = 60˚ cardin.
  • Αν έχει θέσιν γραμματέως εις υπουργείον, φέρει ύφος τουλάχιστον Υπουργού = 70˚ cardin.
  • Αν έχει θέσιν αληθούς εξουσίας = tilt

    Οι κατά πεποίθησιν εργένηδες, οφείλουσιν να τας εξορκίζωσιν με τον απήγανον και να κάνουνε και κανά ευχέλαιον (καλού-κακού).

Οι λοιποί, ας δοκιμάσωσιν την τύχην των, προκειμένου να εξασφαλίσωσιν φαΐ και σεξ μετρίου ποιότητος (άνευ φαντασίας).

Ρε σύ, να πάρω τηλέφωνο τη Χριστίνα να φέρει τις φίλες της, να κάνουμε καμιά κατάσταση;
— Άσε με ρε, με τις ασεπατζούδες ! Δεν τις βλέπεις που κάνουνε κρά για γαμπρό; Δεν έχω καμία όρεξη να ξυπνήσω αύριο με καρούμπαλο στο κεφάλι και βέρα στο χέρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified