Τουρκογενές επιφώνημα κυρίως προτρεπτικό κινήσεως, με θετικό ή αρνητικό περιεχόμενο. Προέρχεται από το τούρκικο Ya Allah (παλιότερα στρατιωτικό πρόσταγμα εφόδου στο όνομα του Μεγαλοδύναμου, όπως γιουρούσι-γιούρου-γιάγμα κ.λπ. και νεωστί: Για τ’ όνομα του Θεού, άντε στην ευχή του Θεού κ.α. αντίστοιχα στα εγκλέζικα Jesus Christ, by Jove, Godspeed, κέλτικα Begorrah, ιταλικά Dio Santo, ισπανικά por Dios, γερμανικά zum Donnawetter/um Gotteswillen κ.λπ.). Οι Τούρκοι σταμπουλούδες ταρίφες (που οδηγούσαν τα Μουράτ=Φίατ ταξί αυτοκίνητα), το χρησιμοποιούν κατά κόρον, εν είδει «άιντε, κουνήσου μαλάκα ξημερώσαμε!» (δηλ. ντούρ!/γκίτ!).

Όπως και με πολλές άλλες τούρκικες λέξεις, συμβαίνει να συμφύρεται η έννοια της με αντίστοιχη εν μέρει ομόηχη ελληνική δηλ. γιάλα - για έλα < έρχομαι (όπως π.χ. μέραμπα - καλημέρα, μπρε - μωρέ / βρε / ρε / ορέ Ρούμελη-Μοριάς / βορέ Κεφαλλονιά κ.λπ)., ώστε συχνά να αλλοιώνεται τεχνηέντως η ετυμολογία τους. Ομοίως, οι απόψεις για την προέλευση του προτρεπτικού μορίου ά(ι)ντε διίστανται: Προέρχεται από το ιταλο-ισπανικό andar(e) (προστακτική: anda!=περπάτα, προχώρα) ή από το τούρκικο hayti = άντε / μπρος (π.χ. hayti bacalum = άντε να δούμε); Μάλλον το δεύτερο.

Στην Ελλάδα σχετίζεται περισσότερο με τα τσακίσματα του ρεμπέτικου, δηλαδή είτε ως επιφώνημα επιδοκιμασίας για τις τσαλκάντζες του τραγουδιάρη (π.χ. Έλα, άντε, δώσ' του, αμάν-αμάν τα βεραμάν, ωχαμάνα άλα της, ολούρμι, γιαχαμπίμπι, έτσι, γκιουζελίμ, αυτά είναι, ώπα, γειά σου, ντιριντάχτα, να μου ζήσεις, μπιραλλάχ, σσσσσ... κ.λπ.), είτε ως προτροπή προς χορευτή, να φέρει τις βόλτες του με όμορφες (αλλά απέριττες) φιγούρες. Αξιοσημείωτο είναι, ότι παλιότερα σφύριζαν χαρούμενα οι θαμώνες των καφωδείων κι ακόμη παλιότερα έριχναν και πιστολιές στον αέρα (ή στο ταβάνι), σαν την Άγρια Δύση!

Εκτός της συνηθισμένης χρήσης του, το νατουραλιζέ ελληνικό πλέον «γιάλα» (εκ του υποτιθέμενου «έλα»), συνέχισε και μετά το ’50 να προσφωνεί ειρωνικά τους βλαχόμαγκες, που σηκώνονταν να τσουρο-χορέψουν (βλ. γιέλλλα!). Συγκεκριμένα, ο Τσιτσάνης το’ λεγε συχνά είτε κοροϊδευτικά, είτε γιατί έτσι του 'βγαινε αφού ήταν από τα Τρίκαλα κι οι Πειραιώτες ρεμπέτες τον αποκαλούσαν υποτιμητικά «Βλάχο» ή «Πονηρό» ή «Τσίλα» (=Βασίλης στα βλάχικα), καθώς έσκωπταν όσους έμπαιναν στο ταράφι και δεν προέρχονταν από 3-4 πόλεις (λιμάνια) που διέθεταν βιομηχανικό υποπρολεταριάτο.

Τέλος, σημειωτέον ότι υφίσταται και νεο-κουτούκι με τη λογοπαιγνιώδη επωνυμία «Πάμε γι’ άλλα», στα Εξάρχεια.

- Μαέστρο παίξε ένα απ’ τα δικά μου!
- Έγινε Γιώργο μου! (Ακολουθεί ταξίμι)
- Γιάλααααααα! Αυτός είσαι!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σκωπτικός χαρακτηρισμός για παλιό ή κατεστραμμένο αυτοκίνητο (δηλαδή όπως κατάντησε το ολοκαίνουριο αμάξι του Αλεξανδράκη η φίλη της Βουγιούκλως στη «Σοφερίνα» 1964), αλλά ήδη εν γένει άχρηστο μεταλλικό αντικείμενο και
    ευρύτερα οτιδήποτε μεγάλης ηλικίας (πράγμα ή και πρόσωπο) π.χ. ηλεκτρική συσκευή, πουράκλα κλπ.

  2. Παλιά έκφραση για το μακρύ ξίφος που έσερναν μαζί τους οι αξιωματικοί των σωμάτων ασφαλείας προ αιώνος και

  3. Μετωνυμικώς, περιπαιχτικό σχόλιο για τους ίδιους τους αξιωματικούς (παλιο-σακαράκας=καραβανάς).

Ιταλικής προελεύσεως (αλλά δεν θυμάμαι από πού), που υπέστη σημασιολογική φθορά με την πάροδο των χρόνων, όπως άλλωστε και η παλιοκαιρίσια λέξη γαζέτα (εφημερίδα <ιταλ. gazetta σήμερα giornale/quotidiano-a, που κληρονομήσαμε όμως από τους Τούρκους που ακόμα λεν τον δημοσιογράφο/ρεπόρτερ gazeteci=γαζετατζή ή haberci=χαμπερτζή), της οποίας η παλαιότερη χρήση αναφέρονταν σε μεγάλο στρατσόχαρτο<ιταλ. straccia carta (σεντόνι) και ιδίως τεράστιο χαρτονόμισμα μηδαμινής αξίας, (συνήθως ένεκα υποτιμήσεως της μονέδας).

Συνώνυμα: Κάρο, καρούλι, ψαροκασέλα (βλ. «Ο Ταξιτζής» με τον Χατζηχρήστο 1964), παντόφλα, καφεκούτι, σαράβαλο, μπα(γ)κατέλα, σαπάκι, κωλοκοτρωνέικο (π.χ. σουγιάς) κ.α.

- Πάμε Σαλονίκη το σουκού;
- Ναι αμέ! Με τί θα πάμε;
- Με το τουτού!
- Ποιό μωρέ; Με τί; Με τη δική σου τη σακαράκα;
- Γιατί δε σ’ αρέσει;
- Μωρέ μ’ αρέσει, αλλά μας βλέπω να τρώμε σουβλάκια στον Πασιάκο περιμένοντας την ΕΛΠΑ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η προέλευση της έκφρασης δεν χρειάζεται περαιτέρω επεξηγήσεις (Τουρκία πούρα και ντούρα).

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει αδιαφορία για κακοπάθημα του λέγοντος και να οριοθετήσει αναρμοδιότητα του συμπάσχοντος.
Δηλαδή: Τι σε κόφτει εσένανε;

Εκ των τούρκικων dert (πρόβλημα, ενόχληση, θλίψη, βάσανο, σεκλέτι, σεβντάς –βλ. και νουσουμπέτι, νταμπλάς κλπ) και kasvet (σκοτάδι, σκοτούρα).

Ρε σύ τί έκανες με τις επιταγές; Τις πλήρωσες;
— Με τί ρε; Με μούσμουλα; Αφού το ταμείον είναι μείον...
— Μα καλά, θα σου βγάλει διαταγή πληρωμής ο Τσιφουτίδης!
— Καααλά! Άμα είναι, θα τον πάρω τηλέφωνο να του πώ να περιμένει να σπάσω τίποτα άλλες.
— Δεν τον ξέρεις καλά τον Τσιφουτίδη μου φαίνεται. Αυτός δε δίνει του αγγέλου του νερό.
— Είπαμε, θα δούμε! Ώωωχου μωρ' αδερφέ μου! Δικό μου ντέρτι, δικό σου κασαβέτι; Τί με τρώγεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο τάβλι υφίσταται μια εθιμοτυπία. Δεν είναι ούτε μπριτζ ούτε σκάκι, να παίζεται στα μουγκά.
Δεν είναι γνωστό αν ο Θεός παίζει ζάρια, αλλά είναι σίγουρο ότι ο Μακιαβέλι θα ήταν τρανός ταβλομάχος.

Η εν λόγω, είναι μια από τις πολλές ειρωνικές και ψευδο-αφελείς εκφράσεις, που χρησιμοποιούνται όταν η ενδεικνυόμενη κίνηση είναι ηλίου φαεινότερη και η νίκη βέβαιη. Ο έχων το πάνω χέρι χαζο-διερωτάται, πώς να παίξει την οφθαλμοφανώς ευνοϊκή ζαριά, πράγμα που κρύβει σαδισμό, αφού καλείται (δήθεν) ο γαμούμενος αντίπαλος να υποδείξει τον τρόπο με τον οποίον θα πουτσισθή...

Η έκφραση μπορεί να λεχθεί αφού ο παίκτης φέρει την ευνοϊκή ζαριά (π.χ. εξάρες), αλλά και (υποθετικά) πριν ακόμα ρίξει, δηλαδή μόλις τελειώσει το παίξιμό του ο αντίπαλος, που έχει αφήσει ανοικτούς λογαριασμούς στο ενδεχόμενο να φέρει στην συνέχεια ο παίκτης μια συγκεκριμένη ζαριά, με την οποίαν π.χ. θα πλακώσει πούλι του αντιπάλου, θα κάνει εξάπορτο κλπ. Έτσι, λέει ο παίχτης π.χ.: (Αν φέρω) «τα πεντάρια μου, πώς θα τα παίξω;» Πολλές φορές, ο εκνευρισμένος αντίπαλος θα αναγκασθεί να πει: «Βρέ, παίξε εκεί τώρα»...

Σημειωτέον η επικαλούμενη ευνοϊκή ζαριά (π.χ. ντόρτια, έξι-πέντε κλπ αναλόγως), πάντοτε συνοδεύεται από την κτητική αντωνυμία «μου», δηλαδή δικαιωματικά μου ανήκει-αξίζει να φέρω αυτό το συγκεκριμένο ζάρι, γεγονός το οποίον παραπέμπει αφ’ ενός στην δεισιδαιμονία των τζογαδόρων πριν να κάτσει η ζαριά, αφ’ ετέρου αφού κάτσει, επιρρωνύει το ταβλαδόρικο, αυτο-εξιλεωτικό της κωλοφαρδίας θέσφατο: «Ο καλός ο παίκτης έχει και καλό ζάρι-δεν συμβαίνει όμως απαραίτητα και το αντίστροφο».

Αν δεν έρθει η καλή ζαριά, τότε ο αντίπαλος λέει: «Έχει και τέτοια μέσα!» και τραβάει (κρυφά) μια βαθιά αναπνοή...

Στη συνέχεια, ο παίκτης σε περίπτωση που κάθεται η ευνοϊκή (γι’ αυτόν) ζαριά, συνήθως καμώνεται ότι παραπονιέται, π.χ. λέει «πάλι;», «όχι ρε γαμώτο!» κλπ και χτυπά τον αντίπαλο δήθεν δύσθυμος, για να μην διαπράξει ύβρι τρόπον τινά, ενώ ταυτόχρονα σπάει τ’ αρχίδια του αντιπάλου κωλυσιεργώντας, αφού τον γαμεί και τον φουμάρει κι από πάνω.

Αντίθετα, αν ο αντίπαλος αφού τελειώσει το παίξιμό του, μένει εκτεθειμένος σε ενδεχόμενη ψωλιά, είτε ένεκα αβλεψίας, είτε γιατί δε γίνεται αλλιώς (φορσέ), τότε ο παίκτης του δείχνει το έκθετο πούλι και ταυτόχρονα λέει πριν τραβήξει: «Τούτο;» ή «Τούτο νυφούλαμ’;» ή «Τούτο μαρ’ νύφ’;» (Ρούμελη), δηλαδή δήθεν διερωτάται με συμπόνοια τί θ’ απογίνει το έρημο το πούλι σε περίπτωση που το τσακώσει, φέρνοντας ένα συγκεκριμένο συνδυασμό.

Αν όμως ο αντίπαλος έχει στην πραγματικότητα πενταετές πλάνο υπ’ όψη του και αποκοιμίζει τον παίκτη, περί δήθεν μαλακισμένης κινήσεώς του, τότε απαντά απαθώς: «Εγώ θα το παίξω κι αυτό» ή «για πάρτη μου», (το τελευταίο λέγεται και στο μπαρμπούτι).

Παρά ταύτα, όσο στο τάβλι το βάθρο του νικητή θα έχει θέση μόνο για έναν, τόσο η αφελώς εύστοχη ερώτηση του Νάντο (αδελφού της Μαφάλντα) «τότε ο άλλος γιατί παίζει;» θα παραμένει επίκαιρη...

(Πλακωτό):
- Έτσι παίζεις; Μου αφήνεις το πεντάρι ανοιχτό;
- Για δούλευε ζάρι, να βλέπω!
- Και τα εξάρια μου, πώς θα τα παίξω;
- Καλά, φέρ' τα πρώτα και μετά βλέπουμε...
- Εξάρια! Πελάααααατες μουουου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταυτόσημο με την κλασσική έννοια χρονικό επίρρημα, αλλά στην καγκουριάρικη αργκό χρησιμοποιείται ευρέως αδόκιμα, από μαγκάκια που εξακολουθούν να τσιμπάνε λόγιες λέξεις δώθε-κείθε και τις σερβίρουνε όπου κι όπως λάχει (βλ. λήμμα στυλιανοπούλου).

  1. - Τί έχεις σκοπό να κάνεις, μόλις απολυθείς;
    - Φίλο, πιάνω δουλειά ακαριαία γιατί δε μου’ χει μείνει φράγκο!
    - Έχεις τίποτε στα σκαριά;
    - Με περιμένει ο θείος μου να δουλέψω στο μαγαζί του.

  2. - Που λες, βλέπω χτες στο μαγαζί ένα γκομενάκι μούρλια, παραγγέλνω κάτι σφηνάκια να χωθώ και μέχρι να γυρίσω είχε φύγει ακαριαία...
    - Φτου σου γκίνιαααα! Και τί έκανες;
    -Τα κοπάνησα μόνος μου στην υγειά της, τί να κάνω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτικός περιπαιχτικός όρος για την εμφάνιση κληρωτού στρατιώτη, του οποίου το σουσούμι τραβάει τα επανειλημμένα χωσίματα σαν μαγνήτης.

Σε ανάλογο στυλ έχουμε την σκατόφατσα, την βλαχόφατσα, την εξακριβωσόφατσα (μανιαουρίστικη φάτσα-σουλούπι, που βάζει σε πειρασμό τους μπάτσους να του ζητάνε κάθε τόσο στοιχεία) κλπ. Άλλωστε, οι χαφιέδες λένε χαρακτηριστικά «άμα δώ μια φάτσα, δεν την ξεχνάω»...

Όταν ένας κατάδικος στη φυλακή παραπονείται για τις επανειλημμένες βαριές κι άδικες ποινές που του επιβάλλονται κάθε τόσο από τα δικαστήρια, οι άλλοι λένε με σημασία «τραβάει η μάπα του».

Λέμε γνωρίζω κάποιον «φατσικώς». Σε γνωρίζω από τη φάτσα δηλαδή κι όχι από την κόψη. Εξ άλλου το πρόσωπο κι η προσωπικότητα είναι ομόρριζα, όπως το ό(γ)νομα και ο (ο)νοματέος με το ρήμα γιγνώσκω (λατιν. cognosco).

Δεν ξέρω. Ορισμένοι άνθρωποι διαθέτουν χαρακτηριστικά σουλούπια, που για κάποιο παράξενο λόγο (φερομόνες;) προδιαθέτουν είτε θετικά είτε αρνητικά τους γύρω τους.

Έτσι π.χ. αν στραβοπατήσει μια μοσκομούνα τα τακούνια της και τσακιστεί, μπορεί να προκαλέσει είτε τα χάχανα είτε τη συμπόνοια των παρισταμένων, μερικοί άνθρωποι έχουν τόσο κουτοπόνηρα μάτια που σου’ ρχεται αηδία, οι διάσημοι των τεχνών και των γραμμάτων αποπνέουν μιαν υποβλητική (πλην κάλπικη) εσάνς, οι μετρημένοι άνθρωποι είναι σεβαστοί, κάποιοι συμπολίτες μας έχουν μια μουτσούνα που αυθόρμητα προσκαλεί ένα δεύτερο βλέμμα, άλλου πάλι ο σβέρκος κλαίει για φάπα, ένα ντούρο ορθοβύζι φόρα-παρτίδα σε βαθύτατο ντεκολτέ κάνει τους άρρενες πιο διαχυτικούς, το καλουπαρισμένο βλέμμα των εκπαιδευμένων ζητιάνων προξενεί οίκτο κ.ο.κ.

Είπαμε. Στη φυλακή, ό,τι είσαι έξω είσαι και μέσα. Ο Ντενίρο το είπε καλά στο «Ξανα-ανάλυσέ το»: οι άνθρωποι οσμίζονται σαν κτήνη τυχόν αδυναμίες σου. Ο ντετερμινιστής Λομπρόζο έψαχνε αγνώστους ενδοκρινείς αδένες στ’ άχυρα, προκειμένου να θεμελιώσει μη εθελούσια ροπή των δραστών στο έγκλημα. Ορισμένοι άνθρωποι διαθέτουν έναν (ακούσιο;) τρελομαγνήτη. Είναι η ματιά τους, που δηλώνει προδιάθεση να σηκώνουν το βάρος κάθε ταλαιπωρημένου άλλου (που ψάχνει να το εναποθέσει κάπου). Βέβαια, τα μάτια μπορεί να αλλάζουν όψη και περιεχόμενο με την πάροδο των χρόνων (και των κατραπακιών), όπως λέει η Τανάγρη («τα μάτια σου τα μαύρα γίναν μπλε και είν’ αλλιώς») στον «Θανατηφόρο πυρετό», όπως λέει κι ο Βασίλης («ύστερα άρχισε η ματιά σου να ραγίζει») στη «Βικτώρια».

Λένε ότι ο χαρακτήρας σου αποτυπώνεται στο πρόσωπό σου μετά τα 40, με την συνήθη έκφραση που έχεις. Η Ίντιρα Γκάντι διετύπωσε την επαγωγή «πρόσεχε τις σκέψεις σου γιατί γίνονται λέξεις - πρόσεχε τις λέξεις σου γιατί γίνονται πράξεις - πρόσεχε τις πράξεις σου γιατί γίνονται συνήθειες - πρόσεξε τις συνήθειές σου γιατί διαμορφώνουν τον χαρακτήρα σου».

Υπάρχει η παραπονιάρα έκφραση αγανάκτησης για τα διαρκή κακοπαθήματα «Τί διάολο; Έχω καμιά ταμπέλα μαλάκας στο κούτελο;»

Είναι κατανοητό να συμπλέουν πολλοί εξωτερικοί παράγοντες στα κοινωνικά κριτήρια διαμόρφωσης άποψης για το ποιόν ενός ατόμου (π.χ. ντύσιμο, χτένισμα, περιποίηση, αξεσουάρ, ομιλία, συμπεριφορά κλπ).

Στο στράτευμα όμως, που (υποτίθεται ότι) εξαλείφεται η ατομικότητα (που συμπαρασέρνει και την προσωπικότητα), η αναγκαστική ανομοιογένεια ερείδεται prima faciae σε ατόφια ατομικά χαρακτηριστικά του προσώπου και του σώματος, μεγεθυμένα εις τη νιοστή, ελλείψει άλλων διαθεσίμων (αφού απαγορεύονται). Οι άνδρες στην Ελλάδα πάνε φαντάροι συνήθως πολύ πρίν τα σαράντα, οπότε αποκλείεται να έχει εντυπωθεί στη μάπα τους ο χαρακτήρας τους. Κάπως έτσι, όλοι θα πάνε αγγαρεία για μια τουλάχιστον φορά. Θα κληθεί όμως εκ νέου και επανειλημμένως, όποιος φέρει την ελάχιστα αποτελεσματική (ή και καθόλου) αντίσταση.

Όταν όμως ο φαντάρος είναι νέος και βρίσκεται άγνωστος μεταξύ αγνώστων και δεν του έχει δοθεί η ευκαιρία να προβάλει την προσωπικότητά του, το κριτήριο διανομής χοσέ κουέρβο αποκρυσταλλώνεται εκ των ενόντων, π.χ. από τη μάπα του, αν είναι πολύ κοντός ή ψηλός, αν είναι υπέρβαρος, αν είναι ατσούμπαλος, λέτσος, αλλοσούσουμος, πολύ πειθήνιος, ήσυχος, φοβισμένος κ.α. και εν τέλει αν δεν διαθέτει τον απαιτούμενο «αέρα» για να τη βγάλει καθαρή.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, το καλύτερο που έχει να κάνει ο στρατευμένος (και όχι μόνο), είναι ν’ ακολουθήσει τη συμβουλή των Χρήστου Καστανά («Απολύομαι και τρελαίνομαι») και Heinrich Theodor Böll («Το λυπημένο μου πρόσωπο»), δηλαδή να προσπαθήσει να μην έχει καθόλου πρόσωπο...

- Παπαδημητρίου!
- Μάλιστα κύριε Λοχαγέ!
- Μόλις τελειώσεις με τη σκουπιδιάρα, τράβα ν’ αλλάξεις τον Πετρόπουλο στο Φ-4!
- Μα δεν είμαι σήμερα ένδον κύριε Λοχαγέ...
- Άκουσες τί σου είπα; Ή μήπως θες να βγεις στη σέντρα;

(Μετά)

- Τί έγινε ρε μαλάκα, πάλι σ’ έχωσε ο καραβανάς;
- Όχι πάλι εγώ γερμανικό ρε πούστη κι είχα έξοδο σήμερα!
- Εμ, με τέτοια αγγαρειόφατσα που’ χεις, τί περίμενες; Μ’ αυτά τα μούτρα θα κάνεις Πάσχα μωρ’ αδερφάκι μου;

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική έκφραση για υπερτιμημένο αντικείμενο ευτελούς ποιότητας και αξίας χρήσης, άραγε μικρής διαρκείας. Συνήθως οι μανάδες αναφέρονται μ’ αυτήν την έκφραση στα παραχρήμα ελαττωματικά παιχνίδια ή αξεσουάρ που παίρνουν στα παιδιά τους (μετά από επιμονή των τελευταίων), θρηνώντας μαζί μ’ αυτά. Οι μεν για τα όβολα που σκάσανε, οι δε για άγνωστη αιτία...

Αν το παιχνίδι – αξεσουάρ μικρότερου δικαιούχου χάλασε εις χείρας μεγαλύτερου αδερφού, τότε αυτός σπεύδει να παραπλανήσει λέγοντας: «Κοίτα! Μπαίνει και βγαίνει (δις) / είναι συναρμολογούμενο / έτσι είναι το σχέδιό του / έτσι τα φοράνε τώρα» κλπ.

Συνώνυμα: Μάρκα «μ’ έκαψες», της πλάκας, ψευτοπράματα, αγιοβασιλιάτικο, το βρήκες στα γαριδάκια (βλ. ιταλικά trovato nell uovo di Pasqua = Το βρήκες σε πασχαλινό αβγό / di Topolino = παιχνίδι του Μικυμάου κ.α.), του κώλου, μπακατέλα, σαπάκι, για τον πούτσο, της φωτιάς / πυρκαγιάς, μέηντ ιν Τσάινα, κουάρτζ κλπ.

- Μαμά-μαμά! Θα μου πάρεις τη στολή του Σούπερμαν;
- Είπαμε όχι!
- Μα αφού μου το υποσχέθηκες! Έλα τώρααααα!
- Πέρσι που σου πήρα εκείνη με τον άνθρωπο-αράχνη με τη μπέρτα, δώσαμε ένα κάρο λεφτά και την έβαλες μια φορά όλο κι όλο. Δε θυμάσαι που σου σκίστηκε με την πρώτη, στο πάρτυ του Βασίλη; - Και πώς θα πάω στο πάρτυ;
- Αυτά τα ετοιματζίδικα είναι Κυριακής χαρά – Δευτέρας λύπη! Θα σου ράψω εγώ μια ωραία στολή, που θα ζηλεύουν όλοι!
- Καλά, άσε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νταρντάνα και ζόρικη γκόμινα, εκ του ομωνύμου άσματος της Μοσχολιού.

Στάνταρ μαμίσιος εξοπλισμός: κλαρωτή φούστα, τζήν μπουφάν γύρω από τη μέση, ευρεία χρήση αργκό, παντελής έλλειψη (όποιας) θηλυκότητας, κατανάλωση σκληρών αλκοολούχων, αβέρτα τσιγάρο και ανάλογη φωνή εξηντάρας κουμκανα-juice, ανεξαρτήτως ηλικίας.
Φούλ έξτρα: αναρχο-ρεμπέτικη εσάνς, που συνοδεύεται θαυμάσια από βρωμερές μάρτενς.

Συχνά αποτελεί αντιστάθμισμα μπαζοσύνης.

- Θες να σου κάνω κατάσταση με τη Μαίρη;
- Άσε με ρε, με τη γιαλαλαού. Γυναίκα είν’ αυτή; Αυτή δαγκώνει...

στο 3:59 γιάλαλάου (από ironick, 19/10/09)Βίκυ Μοσχολιού, "η Γιαλαλάου", στίχοι μουσική, ουδόλως τυχαίως ο Σταμάτης Κραουνάκης. (από Khan, 19/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση είναι παλιά και σήμαινε την πουτάνα νέτα-σκέτα (όπως και η παξιμαδοκλέφτρα).

Σήμερα, έχει λάβει τη σημασία της μεσόκοπης και σε καμία περίπτωση νεάζουσας γυναίκας, που εξακολουθεί να σφύζει από λάγνο πάθος για τον ανώμαλο έρωτα κι αυτό φαίνεται (όχι με την πρώτη ματιά).

Φωνή βαριά (κοκοροβηχιάρας κουμκανα-juice), φυσική σιλουέτα μετά από πεντ' έξι γέννες, λίγο λαϊκούρα στήσιμο, νύχι ασημί (συχνά έχει ξεφτίσει το χρώμα), τσιγάρο σλιμ ή Oscar-Dunhill-Davidoff ή με χρυσαφί φίλτρο, θεοσεβούμενη, δεν δίνει δικαιώματα στη γειτονιά, τσάντα και ένδυση συντηρητικότατη έως ακαλαίσθητη και ανάλογη της ηλικίας της, φτηνατζούρα άρωμα, πρόστυχο (όπτιοναλ) ή ρώσικο μακιγιάζ (σκιά ABBA, με πράσινη βλεφαρίδα και ροζ κραγιόν) και βλέμμα πολυσήμαντο.

Σε εξεζητημένες περιπτώσεις, μπορεί να διακρίνει κανείς και χρυσή αλυσιδίτσα στο πόδι (πάνω απ’ το καλτσόν), έστω κι αν δεν ταιριάζει με το ανσάμπλ. Δίχως να είναι η θεία μου η χίπισσα, φορεί περιορισμένο αριθμό και εύρος λιλιών μιας παρωχημένης εποχής και ιδίως σταυρό στο στήθος (συνήθως όξω απ’ το πουλόβερο).

Αν σταυροκοπιέται κιόλας κάθε τόσο, παναπεί γαμιέται ασύστολα (υπάρχει εξήγηση αλλά δεν είναι της παρούσης). Δεν είναι ούτε μίλφ ούτε τζιλφ και κατ’ οίκον φορεί ρόμπα καπιτονέ. Δεν είναι απαραιτήτως ούτε τεκνατζού ούτε άπιστη σύζυγος.

Ενδημεί σε όλες τις ελληνικές πόλεις και σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι αν είναι αντακάβα πρώην πουτάνα, που παρασταίνει στα υστερνά την οσία θείτσα. Παλαιότερα κουβαλούσε τις Κυριακάδες, κάτι στραπατσαρισμένα ανώνυμα χαρτόκουτα συνοικιακών ζαχαροπλαστείων για να πάει επίσκεψη με το τρόλεϊ, πριν αντικατασταθεί από εξοδούχους αλλοδαπούς.

Μακριά και με τον απήγανο επίδοξε Ντάστιν, εκτός κι αν η Μπάνκροφτ σου πέφτει μικρή...

- Κοίτα πώς μας κοιτάζει αυτή!
- Πού;
- Να, αυτή απέναντι, που ταΐζει τα περιστέρια...
- Ποια ρε μαλάκα, την κωλόγρια λές;
- Ναι την παπαδοξηλώτρα! Σαν ξερολούκουμα μας κοιτάζει...
- Ρε σε, αυτή όπου να’ ναι αγιάζει! Καλά αγόρι μου, μου φαίνεται πρέπει να σε κλείσουμε σε πουρολογική κλινική!
- Βρε άκου που σου λέω...

(από GATZMAN, 30/10/09)παξιμάδι και σία  (από GATZMAN, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Έκφραση φιλοφρονήσεως-θαυμασμού προς οικείο, όπως «γεια σου ρε μαγκίτη / αλάνι / αλανάρχη / άλαν / μάγκα / μαγκιόρε / τσίφτη / τσικ-λεβέντη / καραμπουζουκλή» κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως ως «πού’ σαι ρε παίχτη;» ή «σωστός ο παίχτης!»

Παράγωγα: Παίχτουρας, παιχτούκλα, παιχτάκι κλπ.

Άλλωστε η έκφραση «παίζε μπάλα», μπορεί να σημαίνει και «παίζε κει πέρα» στο τάβλι, συνέχισε να εξηγείς (όπως «κάνε σενάριο»), «δούλευε ζάρι», κάνε τη δουλειά σου κι άσ' τα σάπια, χτύπα τη γκόμενα (το πεδίο είναι ελεύθερο) κλπ.

  1. Στην κλασσική αργκό του περασμένου αιώνος, το κομπολόι ή μπεγλέρι (αν και σήμερα λέγεται έτσι αυτό με τις δυο χάντρες που παίζεται νευρικά με τον αντίχειρα).

Συνήθως είχε δεκα-τρείς χοντρές χάντρες (κεχριμπάρι που σήμερα είναι πανάκριβο) και ουδεμία λειτουργική σχέση είχε (ούτε έχει) με το ροζάριο ή το κομποσκοίνι...
Απαραίτητο αξεσουάρ του κουτσαβάκη μαζί με:

  • Καβουράκι με «χλίψη» (=θλίψη δηλ. μαύρη περιμετρική ταινία πένθους για τους φόνους που διέπραξε ο φέρων) και βουλιάγματα στα πλαϊνά του πίλου ή τραγιάσκα με κουμπί (βλ. ρεμπέτικο «Βαρβάκειο») ή κούκο (εργατικό μονοκόμματο καπέλο με μικρό γείσο όχι πλατύ και τετράδιπλο σαν «του σκηνοθέτη»),
  • γιλέκο (ή μεϊντανογέλεκο)
  • παντελόνι «τρόμπα» (τζογέ),
  • σακάκι ανάρριχτο και κοστούμι ασορτί και κοκέτικο (!) με βαριά όμως πάντα χρώματα (μαύρο, γκρίζο ή καφέ βλ. αυτοβιογραφία Μ. Βαμβακάρη),
  • χτένα και μαντήλι στην κωλότσεπη (για στιγμιαίο σουλούπωμα-γυάλισμα/ξεσκόνισμα αφού οι δρόμοι δεν είχαν ασφαλτοστρωθεί τότε και σηκώνονταν κουρνιαχτός με το παραμικρό βλ. και Ζήκο εν έτει 1963 στην Αθήνα, να λέει «τα παράπονά σας στο Δήμαρχο που δεν καταβρέχει», διότι περνούσε η υδροφόρα του Δήμου με τρύπια καζάνια, που έσταζαν νερό στο δρόμο για να κατακάτσει το χώμα),
  • κερασέα (μαγκούρα για εκφοβισμό πολιτικών αντιπάλων),
  • «σίδερο» ή «κούφιο» ή «κουμπούρι» (πιστόλι και «δαμάσκηνα» ή «μούσμουλα»: σφαίρες),
  • «γκαρδιακιά» ή «σκανταλιάρα» ή «ισόβια», ή «διμούτσουνη» (=μαχαίρι) βλ. και Ν. Φέρμα ως κουτσαβάκη Νταούφαρη στην «Ανθισμένη Μυγδαλιά» (1959),
  • ζωνάρι (αρβανίτικα, ζινάρι) το πάτημα του οποίου σήμαινε πρόκληση σε μονομαχία όπως και σε όλους τους Ουραλο-αλταϊκούς λαούς,
  • στιβάλια τριζάτα (συνήθως υποχρέωναν τον τσαγκάρη να βάλει δυο φέτες πετσί βουτηγμένο σε πετρέλαιο ανάμεσα στον πάτο και τη σόλα για να κάνει γούτσου-γούτσου),
  • «πίττες» ή αφέλειες (κολλημένο τσουλούφι στο μέτωπο με μεδουλάρι: ζωικό λίπος),
  • ψεύτικες ελιές ζωγραφιστές ή σταμπαρισμένες με γραφίδα,
  • τσαμπουκάδες (ανορθόγραφα τατουάζ ή χαρακιές) στα χέρια και στο στήθος,
  • επιβλητικός μύσταξ (περιποιημένος με «μαντέκα»=ζωικό λίπος και διορθωμένος με μολύβι ή κάρβουνο),
  • βλοσυρό ύφος («συναχωμένο» βλ. «Συνάχης» Μ. Βαμβακάρης),
  • αργκό με ιδιαίτερη προφορά (συνήθως αρβανίτικη), και
  • σχετικούς ακκισμούς (πάτημα των τακουνιών πρώτα, απότομα τίναγμα του κεφαλιού προς τα πίσω, στρίψιμο μουστακιού, μονόμπαντο βάδισμα βλ. έκφραση «σιγά τα βαρίδια» κλπ).

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

  • Ο Τζογές, 1926, νεότερη έκδοση Βραδυνής 1937, Σώτος Πετράς,
  • Τα Παιδιά της Πιάτσας, Ν. Τσιφόρου α΄ έκδοση Ταχυδρόμος 1965, (ιστορία “Κονόμι συνταγματικό”), Αθήνα 1979, Ερμής,
  • Υπόκοσμος και Καραγκιόζης, Ηλίας Πετρόπουλος 1996 Αθήνα, Νεφέλη,
  • Τουμπεκί, Π. Πικρός 1927, Αθήνα, Κάκτος,
  • Ο Πατροκατάρατος, Μαρίνος Παπαδόπουλος Βρετός, Αθήνα 1845 (ημιτελής δημοσίευση σε συνέχειες στην εφημ. Ανεξάρτητος. Βλ. Μαρίνος Παπαδόπουλος Βρετός, Ο πατροκατάρατος και άλλα αφηγήματα. Φιλολογική επιμέλεια Λάμπρος Βαρελάς, Αθήνα, Νεφέλη, 2004 («Η πεζογραφική μας παράδοση», αρ. 64), σσ. 111-142),
  • Αθηνών Απόκρυφα, Γεώργιος Ασπρίδης, (Αθήνα, ύστερα από το 1844. Σώζεται μόνο το πρώτο δεκαεξασέλιδο φυλλάδιο),
  • Η Επτάλοφος ή Ήθη και Έθιμα Κωνσταντινουπόλεως, Πέτρος Ιωαννίδης ο Αγέρωχος, Μυθιστόρημα, τόμος Α΄, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Η Ανατολή Ευαγγελινού Μισαηλίδου, 1855 (β΄ έκδ. με τον τίτλο: Απόκρυφα της Κωνσταντινουπόλεως, Αθήνα 1866),
  • Απόκρυφα Σύρου, Δημοσθένης Ν. Λυμπερίου, Μυθιστορία, τόμος Α΄, Ερμούπολη, τυπ. «του Έθνους», 1866 (α΄ δημ. εφημ. Σάλπιγξ της Ελευθερίας, Ερμούπολη 1863, β΄ έκδ. 1882),
  • Απόκρυφα Κωνσταντινουπόλεως, Χριστόφορος Σαμαρτσίδης, Μυθιστόρημα. Μέρος πρώτον, τόμος Α΄, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Επταλόφου, 1868, τόμος Β΄ (1868), τόμος Γ΄ (1868) – Μέρος δεύτερον, τόμος Α΄. Δαπάνη Δημητρίου Α. Φέξη, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Il Commercio Orientale, 1868, τόμος Β΄ (1868) – Μέρος τρίτον, Δαπάνη Δημητρίου Α. Φέξη, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Il Commercio Orientale, 1868 [β΄ έκδ. του πρώτου μέρους 1869],
  • Οι μυστηριώδεις νυκτοκλέπται, Μηνάς Δ. Χαμουδόπουλος, Διήγημα πρωτότυπον, Σμύρνη, τυπ. Σμύρνης, 1871,
  • Συνέπεια της αμαρτίας, Νικόλαος Β. Βωτυράς, Μυθιστόρημα πρωτότυπον, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Βυζαντίδος, 1873 (α΄ δημ. στο περ. Παλλάς Σύρου 1871-1872, β΄ έκδ. με τον τίτλο Η μάγκα του Ωρολογίου ήτοι Τα αποτελέσματα μιας αμαρτίας. Ιστορικόν διήγημα πρωτότυπον, Αθήνα 1877, γ΄ έκδ. Αθήνα 1884),
  • Έν ζακύνθιον απόκρυφον, Σωκράτης Ζερβός, Μυθιστόρημα, Ζάκυνθος, τυπ. Ο Ζάκυνθος διευθυνόμενον υπό Δ. Α. Φραγγοπούλου, 1875,
  • Τα φάσματα της Αιγύπτου, Μαρία Π. Μηχανίδου, Διηγήματα πρωτότυπα. Σειρά πρώτη: Η καρτερία του Παύλου, Αθήνα, τυπ. Θ. Παπαλεξανδρή, 1875,
  • Απόκρυφα Αθηνών ή Τα μυστηριώδη εγκλήματα κακούργων τινών, Δημ. Κ. Αλβανόπουλος, Αθήνα, τυπ. της Μυθιστορικής Βιβλιοθήκης Δ. Α. Φέξη, 1884,
  • Τα δράματα της Κωνσταντινουπόλεως, Κωνσταντίνος Δ. Γουσσόπουλος, Πρωτότυπον κοινωνικόν μυθιστόρημα, τόμ. Α΄-Δ΄, Κωνσταντινούπολη 1888,
  • Κοινωνικαί εικόνες. Οι κακούργοι, Ιωάννης Σ. Ζερβός, Πρωτότυπος μυθιστορία, Κέρκυρα, τυπ. Νικολάου Πετσάλη, 1889,
  • Η απορφανισθείσα κόρη, Γεώργιος Κ. Κουτσούρης, Πρωτότυπον κοινωνικόν μυθιστόρημα, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Νομισματίδου, 1889,
  • Πέραν απόκρυφα, Επαμεινώνδας Κ. Κυριακίδης, Πρωτότυπον κοινωνικόν μυθιστόρημα, τόμ. 1-2, Κωνσταντινούπολη,, τυπ. Ν. Γ. Κεφαλίδου, 1890,
  • Μυστηριώδης αποκάλυψις, Άγγελος Μωρέττης, Μυθιστορία πρωτότυπος, Αθήνα 1890 (ημιτελής δημοσίευση σε συνέχειες στο περ. Σοσιαλιστής),
  • Τα απόκρυφα των Αθηνών και αι περιπέτειαι του Άγγλου περιηγητού Τζωνν Τζάκετ, Αθήνα 1890,
  • Απόκρυφα της Αιγύπτου, Ζ. Ζαννής (Ιωάννης Σ. Ζερβός), Εκδότης Αργύριος Δρακόπουλος, Αθήνα, τυπ. Βλαστού Βαρβαρρήγου, 1894 και
  • Οι Άθλιοι των Αθηνών, Ιωάννης Δ. Κονδυλάκης, Το πρώτον εικονογραφημένον ελληνικόν μυθιστόρημα, εν Αθήναις, τυπ. Π. Ζανουδάκη, 1895.
  1. - Ασσέοι πολλοί!
    - Πώς θα τους παίξεις;
    - Εγώ!
    - Μου κλείνεις το πεντάρι και το εξάρι ε; Σωστός ο παίχτης...

  2. Ο κυρ-Θόδωρας φώναξε δυνατά την παραγγελία του στον ταμπή και ακολούθως, απίθωσε τον παίχτη του στο τραπέζι κι έβγαλε το πακέτο και τα σπίρτα του απ' τη μέσα τσέπη.

Βλέπε και παίκτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified