(Ναυτικό): Αγγαρεία, συχνάκις κακοβούλως διανεμηθείσα για πήξιμο. Χρησιμοποιείται ενεργητικώς ως: χώνω/ρίχνω μπαλάκι και παθητικώς ως: τρώω μπαλάκι.
Παράγωγα: Μπαλακοχώστης, μπαλακοφάγος, τρελό μπαλάκι, τενίστας, Γουίμπλεντον (υπηρεσία όπου βρίθουν τα μπαλάκια) κτλ.
Συνώνυμα: Χώσιμο, χώστης, χοσέ κουέρβο, χοσάδας, πήξιμο, πηξ λα μουν (και δυο χορεύουν), τρέξιμο, τρέξιμο στα 100 γκίγκα-πήξελ, τσουνάμι (έφαγα), κ.τ.λ.
Να μην συγχέεται με το «μ' έχουν κάνει μπαλάκι» (του Δημοσίου), από το οποίο μάλλον προέρχεται το ανωτέρω λήμμα, διότι αναφέρεται σε διοικούμενο που τον στέλνουν από τον Άννα στον Καϊάφα, λόγω (δήθεν) αναρμοδιότητος, παρά για σκόπιμο πήξιμο.
-Άσε, πήγα σα μαλάκας στη Β.Ε.Ν. (Βάση Ελικοπτέρων Ναυτικού) κι έχω φάει τρελλό μπαλάκι φίλος ! 3-1 με παίζει ...
-Εμ, αφού μου ονειρευόσουνα οτι θα' παιζες καθημερινή εξόδου, για να κάνεις τα μπανάκια σου στο Σχινιά. Στα' χα πεί εγώ.