Άλλος ένας κινηματογραφογενής χαρακτηρισμός γυναίκας, που σερβίρει κοτσάνες ένεκα αγνοίας της ελληνικής, είτε απλοϊκά είτε και με ύφος.

Η συμπαθής κατά τα λοιπά, ονοματοδοτούσα τον όρο ηθοποιός, αμόλαγε καδένα τα μαργαριτάρια (π.χ. αφίχθη ψες αεροπλανικώς, ο αστήρ ντεμπουντέρνει αύριο, τον εβάρεσε στο ζοριλίκι < Ζορό κλπ), στις ελληνικές ταινίες, όπου τα δουλικά αντιμετωπίζονταν με προκατάληψη (απλοϊκές χωριατοπούλες π.χ. την Κυριακή έχω έξοδος, το ολοκαύτωμα του Ζαρκαδίου κλπ, αστοιχείωτες π.χ. η Βάσια Τριφύλλη «Ο δασκαλάκος ήταν λεβεντιά» που έλεγε για το γαϊδούρειο ίππο και τον Οιδίπου τον τυραγνισμένο κλπ, επηρμένες π.χ. «Η σοφερίνα», γλωσσούδες π.χ. «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», φαντασμένες π.χ. «Αχ αυτή η γυναίκα μου» ιδίως όταν παραβάλλονταν με τις σικ (sic) κυράδες τους (συνήθως την ανακτοπριμοδοτημένη κι ατάλαντη βουγιούκλω)…

Τη ρεβάνς όμως την πήραν στον «Ηλία του 16ου» (1959), όπου το δαιμόνιο ντουέτο Σακκελάριου-Γιαννακόπουλου κατάφερε αφ’ ενός καίριο πλήγμα στους νεόκοπους ψευτο-αστούς, (ξεφτιλίστηκαν μες στην Αστυνομία που ξεσκεπάστηκαν αφού είχαν φορτώσει τις ανομίες τους στο φτωχοκόριτσο), αλλά και νομιμοποίησε (!) την κλοπή εξ ανάγκης, κατά το σπανιόλικο θέσφατο «όποιος κλέβει κλέφτη έχει εκατό χρόνια συγχώρεση» (el que roba un ladron, tiene cien anos de perdon).

Αυτό το ζώο, που θέλησε να κάνει ριμέικ για να τα κονομήσει, τίποτα δεν κατάλαβε από το ειδικό πολιτικό βάρος του έργου…

Αλλά η εσφαλμένη χρήση της ελληνικής, εκτός απ’ τα στρατά και τη λαϊκούρα (που στο φινάλε-φινάλε δικαιολογούνται), γινόταν και γίνεται ακόμα κι από τους ελλιπούς παιδείας μεγαλουσιάνους (βλ. δημοσιογρ-ύφος), ιδίως όταν πρόκειται να προσδώσουν κύρος στο λόγο τους (όπως νομίζουν), χρησιμοποιώντας σόλοικους αρχαϊσμούς ή και αντζελισμούς, κατά το φαινόμενο της υπερδιόρθωσης (π.χ. το κατέστημα, τα κυανούν ύδατα, οι δικασθές κλπ), το οποίον είναι μάλλον ψυχο-κοινωνική παρά γραμματική πάθηση.

Τούτο ανάγεται στο γλωσσικό ζήτημα (δεν θα μακρηγορήσω κ. πρόεδρε) και στους βαυαρούς, που λυσσάξανε ότι η καθομιλουμένη ελληνική είναι δήθεν παρακατιανή της αρχαίας (ποιάς απ’ όλες;) Χώρια που, πάνω απ’ όλα υπερίπταντο τα γαλλικά (βλ. ένα κάντρο του πιρκασόν, λακριντί κλπ).

Ούτω πως, οι νεοέλληνες επί 150 χρόνια δεν εδικαιούντο να ομιλούν τη μητρική γλώσσα τους (τέτοιος ενδορατσισμός υφίσταται και σήμερα με τις διαλέκτους), πράγμα που ούτε οι Οθωμανοί τόλμησαν να ονειρευτούν!

Έτσι, ακόμα και τα μαγκάκια, που σέρνονταν από τμήμα σε δικαστήριο και τανάπαλιν, ψαρεύανε δώθε-κείθε τις ελληνικούρες του επισήμου Κράτους και μετά λέγανε τα δικά τους, π.χ. η αναγκαιότη, εφτακούνητο (αυτοκίνητο), τα πετριπαράδοτα, ένεκα λόγοι τιμής (δικαιολογία συνήθως κατόπιν ξυλοδαρμού-μαχαιρώματος αντιπάλου ή ξουρίσματος-μαδήματος αδελφής), ο πάσα ένας, περιδιαγραμμάτου, προσωπιδοφόρο επάγγελμα κλπ.

Βλ. ρεμπέτικα με λόγιες εκφράσεις που δεν κολλάνε με τα συμφραζόμενα:

«…φεύγεις και μ’ αφήνεις μοναχό μου
κι έχω την κατακραυγή του κόσμου,
γουστάρησες να μου την αμολήσεις
με άλλονε να πας να βρεις να ζήσεις…»

«…Τα βάσανα μου μ' έριξαν στα ξένα
και μ' έχουν της ζωής κατάδικο
αχάριστη δεν πόνεσες για μένα
κι αυτό το βρίσκω να 'ναι άδικο…»

«… και στο πέμπτο όλη η λαθρεμπορία
και στο έκτο όλη η σκευωρία…»

- Άχ, παίξτε μας λίγο Σοπενάουερ στο πιάνοοοο!
- Άιντε να χαθείς μωρή στυλιανοπούλου! Ρεζίλι μ’ έκανες στους ανθρώπους…

(από Khan, 03/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κασσάνδρεια προφητική έκφραση, που προοιωνίζει την εκουσία-ακουσία αλλαγή θέσεων μεταξύ αρρένων ομοφύλων συνεύνων, που πλησιάζει με δρασκελιές, κατά τα δημώδη «Αλλάξαμε θέση, μ’ αρέσει-μ’ αρέσει» και το «Άλλαξε ο κολλιές».

Η έκφραση αυτή πλήττει θανάσιμα το κύρος της λαϊκής δοξασίας, σύμφωνα με την οποίαν, ο αρεσκόμενος σε μπαξέδες με λουλούδια, δεν χάνει την αρρενωπότητά του, παρά μάλλον δοκιμάζει απελευθερωμένα το σέξ παντοιοτρόπως, δήθεν για ποικιλία και για χόμπι-χόμπι (βλ. «Τον αράπη και τον πλένεις» με το Βουτσά).

Μάλιστα, γίνεται αναφορά (Ν. Τσιφόρος «Τα παιδιά της πιάτσας» ιστορία «Εκόλ Πολυτεκνίκ» και Η. Πετρόπουλος «Εγχειρίδιο του Καλού Κλέφτη», κεφάλαιο «Ο έρως της κωλοτρυπίδας»), ακόμα και σε άρρενες που υποδύονται περιστασιακά και επ’ ανταλλάγματι το θήλυ, όπως τα παλιά κιοστέκια / κιουτσέκια (τούρκ. kocek), χωρίς να παύουν να κουσουμάρουν (δήθεν αλώβητοι) για ζεϊμπέκια!

Περί ορέξεως, δεν είναι ντης πουτάντουμ βέβαια, αλλά εφιστάται η προσοχή στη λεπτή κόκκινη γραμμή μεταξύ των από πάνω και των από κάτω (τους οποίους οφείλουν να προσέχουν οι πρώτοι κατά τον Θου-Βου).

Σαφής η αναφορά στην επί χρήμασι κωλομπαρδία στο «Από την άκρη της πόλης» του Γιάνναρη, όπου ο πεπειραμένος λομπίσκος προειδοποιεί τον συνάδελφό του, σαν συνεπής επαγγελματίας, να μην αφεθεί στη γλύκα του πάθους και διαβεί το Ρουβήκωνα…

Σχετικές φράσεις:

- Πούστης τον πούστη αγαπά, πουτάνα την πουτάνα κι ο Γιώργης ο κωλομπαράς τους παίρνει όλους σβάρνα!
- Όποιος βλέπει πλάτη, θα δει και μαξιλάρι (!)

- Τονε βλέπεις το Γιώργο; Μεγάλη λόμπα! Παλιός ποδηλατάς βλέπεις…
- Περσινός κωλομπαράς-φετινός πούστης! Αυτό ξέρω εγώ…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναυτική αργκό για άπαρτο μπάζο ή για σμήνος σβούρων.

Προέρχεται από το αρκτικόλεξο Όρμος Παροπλισμένων Πλοίων, του Πολεμικού Ναυτικού, όπου μισοβουλιάζουν κάτι ρημαδιασμένοι κι αναξιόπλοοι σκυλοπνίχτες, μέχρι να βρεθεί τριτοκοσμική χώρα που θα ζητήσει να τα αγοράσει, (όπως κάναμε κάποτε κι εμείς με τα Λίμπερτυ)!

Εννοείται ότι τα σκάφη έχουν απογυμνωθεί από χρήσιμο εξοπλισμό, από τους αετονύχηδες πιλάφαρους, που τον πουλάνε όξω.

- Όπα, να και τα μωράαααα! Τί λες, τα χτυπάμε;
- Ποιά ρε; Τα ο.π.π.; Καλά γκαβός είσαι; Πόσον καιρό έχεις να γαμήσεις;
- Πολύ φίλε...
- Ε καλά, τότε πάμε, να βελτιωθεί κι η όρασή σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά έκφραση του υποκόσμου, που σήμαινε είτε το αστυνομικό τμήμα είτε τη φυλακή (βλ. Ιησού του Ζαγοραίου διασκευή του ρεμπέτικου «Είμαι Μαγκιόρος», που ο στιχουργός καταγράφει με καμάρι τη φιλομάθειά του στα μπουντρούμια που σεργιανούσε για «ανώτερες σπουδές», όπως λέει!)
Άλλωστε, ο Αστυνομικός Διευθυντής ή Διοικητής, στον οποίον τους κουβαλούσανε απ' τ' αφτί (βλ. Μ. Βαμβακάρης «Χτες το βράδυ στο σκοτάδι»), λεγόταν «δάσκαλος»...

(Με ύφος):
-Μεγαλύτερα σχολιά απ' τη φυλακή και το πεζοδρόμιο δεν υπάρχουν... -Ε, τότε να φτιάξουμε και ιδιωτικά, να υπάρχει υγιής ανταγωνισμός και να μη φεύγουνε τα παιδιά μας έξω για σπουδές! (Του το χάλασε)

(από dryhammer, 27/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά στρατιωτική έκφραση για το εγγλέζικου τύπου (!) χακί φανταρίστικο μπερέ, που στόλιζε τα κεφάλια των ανδρών του στρατού ξηράς (1944-1952).

Σήμερα, τέτοιου χρώματος μπερεδάκι, φορούν οι άνδρες του στρατού ξηράς, που υπηρετούν στο Σώμα Αποδόσεως Τιμών (ταρατατζούμ - κόλπα με τα λιανοντούφεκα κ.λπ.), ενώ ραφ φορούν οι αντίστοιχοι της Αεροπορίας και οι μπατζήδες, βαθυκόκκινο η Αεροπορία Στρατού, άλικο η νεοσύστατη Αερομεταφερόμενη Ταξιαρχία, κυπαρισσί οι Ειδικές Δυνάμεις του στρατού ξηράς (Λ.Ο.Κ. / Χιονοδρόμοι / αλεξίπτωτοι κ.λπ.), βαθυγάλαζο οι πεζοναύτες, σιέλ η Προεδρική Φρουρά, μαύρο οι τεθωρακισμένοι (που παλιά ανήκαν στις ειδικές δυνάμεις) και μπλε-μαρέν πλέον όλοι οι οπλίτες του στρατού ξηράς, που πετάξανε το σκωτσέζικο δίκωχο απο το 2004.

Τα μαγκάκια απαξιούσαν να φορέσουν το μπερέ σα σκούφο μέχρι τ’ αυτιά (όπως δει) και προτιμούσαν να το ισορροπούν στο κεφάλι τους σα να κουβαλάνε ταψί απ’ το φούρνο.

Το δίκωχο, οι μάγκες το έλεγαν «βάρκα» (προσφάτως: μουνί ή τυρόπιτα) και το φορούσαν πατημένο σαν πηλίκιο, κατεβασμένο μέχρι τα μάτια -ε νώ υποτίθεται ότι ο προβλεπέ τρόπος είναι το φρύδι να απέχει δυο οριζόντια δάχτυλα απ' το εθνόσημο (βλ. φωτογραφίες του Παπαϊωάννου κ.α.).

Οι ναύτες έβαζαν ασίκικα την ασπιρίνη ανάριχτα στο κούτελο και με το φιόγκο μπρος, (όπερ απαγορευμένο) να φαίνονται οι αφέλειες, όμοια όπως οι κουτσαβοι προ αιώνος, ενώ σήμερα εκτός αυτού, κακοποιούν το εσωτερικό κυκλικό χαρτόνι-έλασμα και τη φορούν τσακισμένη σαν κακοτορνεμένη τάπα.

Δεν είναι περιττό ν’ αναφερθούν σχετικά:

  1. Η εσκεμμένη παραποίηση στολής (στρατιωτικό πειθαρχικό αδίκημα) όπως π.χ. μπλάνκο στο τζόκεϊ με τους μήνες (και τηλεκάρτα από μέσα για να στέκεται το εθνόσημο) ή σκίσιμο στο πίσω μέρος του = παλιός / διακόσμηση αρβύλων στο πίσω μέρος / ξηλώματα τσέπης - κουμπιών / στολισμός των γκετόζωνων με δίστιχα - χουλιγκάνικα - τόπους καταγωγής κ.λπ. / πλύσιμο με χλωρίνη της στολής αγγαρείας (για να «παλιώσει») / αλλοπρόσαλλη ένδυση (π.χ. αγγαρείας με σαγιονάρες / χειμερινή μπελαμάνα με άσπρο παντελόνι / γκετόζωνο με αγγαρείας / τζόκεϊ με στολάρα κ.λπ.).

  2. Η επιδεικτική και πολλές φορές (αυτοκαταστροφική) αψήφηση των κανόνων πειθαρχίας π.χ. λούφα / κοπάνες / γκραφίτι / αξουρισιά / κλάσιμο εντολών / τσαμπουκάς / χάραγμα διστίχων - ύβρεων στα σκεύη - όπλα / τσούρνεμα στρατιωτικού υλικού κ.λπ. και

  3. Η «μετάφραση» των επισήμων ψευτο-καθαρευουσιάνικων στρατιωτικών όρων σε αργκό, (π.χ. λουκάνικο αντί για «ναυτικός σάκκος» ή «σάκκος εκστρατείας», τηλεόραση=τσάντα ώμου στο ναυτικό-αεροπορία, αρχιπιστολέρο αντί Αρχιεπιστολέας, παρφέ αντί Α.Φ.Ε.=Αξιωματικός Φυλακής Επιτελείου, κουφές αντί Κ/Φ=Κανονιοφόροι, παντόφλα αντί αποβατικό κ.λπ.).

Άπαντα στα οποία υποπίπτουν τα φανταράκια, από τότε που φτιάχτηκε ο (τακτικός) στρατός (δηλ. τουλάχιστον από τους Σουμέριους!), πράγμα που φανερώνει τη γνώμη τους για την ομοιομορφία του στρατεύματος...

(Γιαγιά):
-Φάει παιδάκι μ’ το φαΐ σ’, να μεγαλώεις, να γένεις άντρας, να πας φαντάρους, να φουράς του ταψί, να συ καμαρώνου...
(Παιδί):
-Πάλι μπάμιες;

(από Desperado, 02/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική επισήμανση τυρώδους μπίχλας που ενδημεί στην κάρα προσφιλούς (κατά τα λοιπά) προσώπου. Προέρχεται από την αλήστου μνήμης διαφήμιση της ογδοηκονταετίας: «Πέτρο έχεις πιτυρίδα το ξέρεις; Άσε, έχω δοκιμάσει τα πάντα, δε γίνεται τίποτα... Δοκίμασες το Ούλτρεξ; Λούσου με Ούλτρεξ και θα δεις»!

Την διαφήμιση αυτή έθαψε μέσα σε χάχανα η σάτιρα «Τηλεκανίβαλοι» (1987), όπου έλαβε χώρα η κατωτέρω στιχομυθία:

- Μπουλάς: Πέτρο έχεις πιτυρίδα το ξέρεις;
- Γιοκαρίνης: Άντε ρε, αλήθεια; (τινάζει τα κατσαρά μακριά μαλλιά του θάβεται μέχρι τον αφαλό μέσα σε χοντρές νιφάδες πιτυρίδας) ...Έχω δοκιμάσει τα πάντα, δε γίνεται τίποτα!
- Μπουλάς: Δοκίμασες να λουστείς; (φτυαρίζοντας το σωρό πιτυρίδας) Λούσου με λούστρεξ και θα δεις!

Παρόμοια: Τυροκώμος / κωμοτύριο / στίβεις τα μαλλιά του και βγάζεις το λάδι της χρονιάς / τυρί για μακαρονάδα / κρέας / ψόφια έντομα, κλπ.

- Πέτρο έχεις πιτυρίδα το ξέρεις;
- Γιάννη με λένε κι έχω ξηροδερμία, τί να κάνω;
- Δοκίμασες να λουστείς;
- Τι λες ρε; Κάθε μέρα λούζομαι!
- Ε, τότε ν’ αλλάζεις το νερό...

(από HODJAS, 30/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λακωνική αλλά αόριστη απάντηση στην ερώτηση «τί κάνεις-καλά είσαι;», η οποία θα ήταν τουλάχιστον συντακτικά ορθότερη αν η ερώτηση είχε ως: «Πού' σαι ρε;» με την αυτή έννοια.

Δηλώνει, είτε μεμψιμοιρία που οφείλεται σε ακινησία και τέλμα (τα δίφλαγκα) στην ζωή του απαντώντος (ή το αντίστροφο), είτε βαρεμάρα, ή αποφυγή του τελευταίου να επεκταθεί σε σχόλια περί της τρέχουσας (προσωπικής, επαγγελματικής κλπ) καταστάσής του.

Ο δε απαντών χαριτολογώντας «και εδώ» (κατά τα: Και θα δούμε / και μάλλον / και μπορεί / και μπορέλι κ.λπ.), μάλλον παρουσιάζει χωρο-χρονική σύγχυση και παράκρουση θέωσης ως πανταχού παρών...

Παρόμοια: Τα ίδια / όπως τα 'ξερες / δε βαριέσαι / πώς να 'μαι / τί να κάνουμε κ.λπ.

Υφίσταται πανομοιότυπη έκφραση στην ισπανική:
-Que tal; (Τί κάνεις;)
-Aqui estoy / por aqui (Εδώ)...

-Χαθήκαμε ρε σύ! Τί κάνεις;
-Εδώ...
-Κι εγώ εδώ είμαι!
-Ε, κλείσ’ το τότε να μην πληρώνεις τσάμπα...

(από patsis, 25/03/15)

Δες και έλα (κλισέ σλανγκ χαιρετούρες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναυτικός όρος που σημαίνει το αγκάθι ασφαλείας της άγκυρας ή γάντζου ή αγκιστρίου πετονιάς, που άπαξ και χωθεί, εμποδίζει την αποδέσμευση του - σκοπούμενου να σταθεροποιηθεί - στόχου (π.χ. πέτρες βυθού, βράχια ή αλίευμα αντίστοιχα) από το σταθερό σημείο (π.χ. εργάτης πλοίου ή καλούμπα ψαρά).

-Ωχ! Μου χώθηκε το αγκίστρι στο δάχτυλο!
-Χαλάρωσε και πάρε κανα-δυο βαθιές αναπνοές! Ο μόνος τρόπος να βγεί τώρα, είναι να το σπρώξουμε παραμέσα, ώστε να βγεί απ' την άλλη μαζί με τη δελφινιέρα. Μετά την κόβουμε με πένσα και το τραβάμε να βγεί!
-Τί λέ ρε φίλε! Χλωροφόρμιο έχεις;
-Ούζο σου κάνει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιά έκφρασις, (μάλλον ακόμα εν ισχύι), που σημαίνει σπαταλώ μανιωδώς (δηλ. μαλακωδώς) το υστέρημά μου στα μηχανάκια (βλ. Μένης Κουμανταρέας) / φλιπεράκια / ούφο (βλ. και «ουφάδικο») / μπιμπλίκια (ηχοποίητον) / φρουτάκια (ενήλικος τηλε-αυνανισμός δίκην τζόγου βλ. γνωστόν σκάνδαλον με πατρινόν πασόκον βουλευτήν) κ.ά.

Το ρήμα «ταΐζω», προκειμένου δια χρηματοδότησιν-θρέψιν της χίμαιρας του τζόγου δεν είναι άγνωστον και εις έτερα τυχηρά παίγνια (π.χ. οι αλογομούρηδες λένε: «Πάμε να ταΐσουμε τ' αλόγατα» βλ. και Κ. Μπουγάς «Το άλογο το φαβορί»), ενώ παλαιά εις το μπαρμπούτι, οι κουμαρτζήδες έλεγον «πάμε να τον χώσουμε» = ν' ακουμπήσουμε / στάξουμε / πέσουμε το παραδάκι).

Εις τα συνοικιακά μπιλιαρδάδικα / φλιπεράδικα και λοιπά κρίμα-κι-άδικα (προ ίντερνετ και πλέι-στέισον), όπου η πάλαι ποτέ μητρική ιαχή «Τάκηηηηηη! Μακριά απ' τον κηπουρόοοοο!», απηχούσεν αλήστου μνήμης εποχάς ανησυχίας περί του ανιούλου απηθυσμένου, δεδομένου ότι οι μετ' εφήβων συγχρωτιζόμενοι επαγγελματίαι (π.χ. ψιλικατζείς, πλανόδιοι πωληταί ερίου γραίας, κηπουροί, καραγκιοζοπαίκται, στραγαλάδαι, επιδιορθωταί ποδηλάτων κλπ), αρέσκοντο εις την λακέρδαν και οι πιτσιρίκοι έβγαιναν με τον κώλο φινιστρίνι, συνηγελάζοντο λαϊκοί νεανίαι, οίτινες σκορπούσανε το πενιχρόν χαρτζηλίκι των στα μηχανήματα του διαόλου, ίνα ξεκαβλώσωσιν, ελλείψει ετέρων ενδιαφερόντων (π.χ. ποιος έγραφε τον γιο του ωδείον; = Τί; Πούστης θα γίνει;) ή γκόμινας (για να γαμήσεις έπρεπε να πας στα μπουρδέλα ή να παντρευτείς)...

Εις τον αυτόν χώρον, ενδημούσεν υπό τα αδιάφορα όμματα των κερδοσκόπων τέως καφετζήδων, κάθε καρυδιάς δικοτυλήδονον: Παπατζήδες, μικροκλέφτες, πρεζάκηδες, χασικλήδες, βαραόντα, όλα τα μαχαιρώνω, λόμπες, άνεργοι, αργόσχολοι, μπανιστηριτζήδες, βαπόρια και άλλαι συμπαθείς κοινωνικαί τάξεις, ώστε άν το μειράκιον εξέμενε από ψιλή και είχεν αποκτήσει την έξιν του παιγνίου, δεν είχε παρά να διαλέξη...

Ούτω πως, μεταξύ άλλων αγορίστικων συγκριτικών διακριτικών ισχύος, προσετέθη (ήδη από της πουτάνας δεκαετίας του '50) και η ικανότης τερματίσεως-μηδενισμού του φλιπερακίου, με τον ολιγώτερον κατά τον δυνατόν οβολόν.

Άλλωστε, η ποικιλία και η εναλλαγή των εικόνων και των άθλων που καλείτο να καταγάγη ο παίκτης εις έκαστον επίπεδον («πίσταν»), εξήπτεν την φαντασίαν των παρισταμένων και συνεπώς, ο δυνατός παίκτης ήτο εκείνος «που τους πήγαινε μακρύτερα»...

Μάλιστα, παλαιά ηδύνατο ο τερματίσας το παίγνιον να ξαναπαίξη αυτομάτως από την αρχήν δίχως αντίτιμον ή προσφυγήν εις τα μεγάλα μέσα: Π.χ. Στράβωμα κέρματος ή Ρίψιν του αυτού νομίσματος δεμένου με πετονιά ώστε να ξανατραβιέται επ' άπειρον ή ακόμα και (από τους τολμηρότερους) αναποδογύρισμα του μηχανήματος προς άγραν ψιλών(!)

Τότε, παρενέβαινε αντίζηλος τις, (ιδίως οσάκις παρίσταντο έκθαμβαι κορασίδες αμφιβόλων ηθικών φραγμών), ίνα μετριάση τον θρίαμβον του ικανού παίκτου και έλεγεν δηλητηριωδώς: «Το 'χεις ταΐσει καλά βλέπω!» ήτοι, έχεις σπαταλήσει μια περιουσίαν, ώστε να δύνασαι να γνωρίζης όλα τα κόλπα του συγκεκριμένου παιγνίου και να φθάνεις αλωβήτως εις το τέλος = Δεν είσαι μάγκας, αλλά τα χώνεις γερά... Δηλαδή, ακόμη και το άψυχον τηλε-παίγνιον είχε κοινωνικόν τινά χαρακτήρα, αφού παρίσταντο κι άλλοι και συμμετείχον παντοιοτρόπως εις αυτό, πλησίον του παίκτου ιστάμενοι, ενώ σήμερον προτιμάται η κατά μόνας αποβλάκωσις ανηλίκων τε και ενηλίκων(!)

Αλλά ήδη το νοσταλγικόν «μάμε» (Multiple Arcade Machine Emulator) σηματοδοτεί ότι η ανωτέρω εποχή μας έχει αφήσει γεια, βγάζοντας την γλώσσαν τρόπον τινά εις τους παλαιοτέρους με το ηχητικόν σήμα των (δωρεάν πλέον) credit, ωσάν να πίπτωσιν αι μετρημέναι δραχμαί μας...

Μαλάκα, μου 'δωσε κανονάκι! Τελευταία πίστα και το μηδενίζω!
— Εμ, αφού κάθε μέρα εδώ είσαι! Το 'χεις ταΐσει το μηχάνημα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά έκφραση, που δηλώνει προσποιητή άγνοια του λέγοντος, σε ερώτηση που η απάντησή της συνεπάγεται κίνδυνο ή που θίγονται τα συμφέροντά του (βλ. κάνω την κορόιδα / πέφτω να κάνω τη μπάμια τη γιαχνιστή).

Σύμφωνα με την καταγραφή των στρατιωτικών ψυχιάτρων Α. Δαβαρούκα – Γ. Σουρέτη («Τοξικομανία» 1981), προέρχεται από το αργκοτικό συνώνυμο του ναργιλέ «Θανάσης» ή «Θανάσης με το τρύπιο κεφάλι» ή «μάπας» κλπ.

Είναι γνωστό, ότι οι αυτοσχέδιοι ναργιλέδες στη φυλακή και στον τεκέ γίνονταν από ψωμί ή πατάτα κ.α. λόγω ελλείψεως υλικών, αλλά κυρίως ώστε να κρύβεται ή να αχρηστεύεται ταχύτατα το πειστήριον της χασισοποσίας και να αποφεύγεται η σύλληψη, οπότε σε έφοδο της αστυνομίας, που έψαχνε μπας κι είν’ εδώ-μπας κι είν’ εκεί (βλ. και εκδοχή μπασκίνας του poniroskylou), οι μάγκες ερωτώμενοι απαντούσαν δήθεν αθώα: Ποιος Θανάσης;

Εσφαλμένως συγχέεται με ομώνυμη ταινία του Θανάση Βέγγου (ο οποίος επανέλαβε λόγω ονόματος την ατάκα και σε πολλές άλλες), όπου ο ήρωας, κατόπιν μαζεμένων κατραπακιών, απαρνήθηκε τον παλιό φιλόστοργο εαυτό του και προσπάθησε να φανεί ανάλγητος και χοντρόπετσος, ώστε να μην τον εκμεταλλεύονται -κι απαντούσε «Ποιος Θανάσης;» όταν έκανε έκκληση στο φιλότιμό του τυχόν επίδοξος δωρεολήπτης.

Στο τάβλι έχει ειδική σημασία, διότι όταν ο αντίπαλος απειλήσει απρόσφορα να πλήξει κάποιο πούλι του παίκτη και ο τελευταίος ανατρέψει την εις βάρος του κατάσταση και περάσει δυναμικά στην αντεπίθεση (π.χ. φέρει εξάρες), τότε αρχίζει να λέει «Ποιος Θανάσης;» όσες φορές τον βρει εκτεθειμένο, ταυτόχρονα κοπανώντας ανηλεώς τα πούλια του αντιπάλου του, εν είδει τιμωρίας (π.χ. «ποιο χέρι ήτανε;» που βαράγανε μια φορά οι μαμάδες)…

  1. - Λοιπόν, πού θα πάμε το καλοκαίρι;
    - Θα πάμε Κρήτη, να τη γυρίσουμε όλη!
    - Μα καλά, η Κρήτη είναι μεγάλη, πώς θα τη γυρίσουμε χωρίς αυτοκίνητο;
    - Θα μου πάρει φέτος αυτοκίνητο ο μπαμπάς μου!
    - (Μπαμπάς): Ποιος Θανάσης;

  2. (Εξετάσεις):
    - Δε μου λες εσύ εκεί πίσω, για φέρε την κόλλα σου να τη δω…
    - Ποιος Θανάσης;

Μερικές φορές η άγνοια δεν είναι προσποιητή!... (από Khan, 28/08/09)

Βλ. και ποιος ήταν; / ποιος ήρθε;, τι έκανε, λέει;.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified