Ρυπαρή δημόσια πισίνα ή παραλία. Εκ του γνωστού ιερού ποταμού των Ινδών, όπου μαζί με τους λουομένους επιπλέουν κατανυκτικώς, πτώματα ζώων, τοξικά λύματα, κουράδες κτλ υπό τα γαλήνια βλέμματα των πιστών.

Οι πάλαι ποτέ πανέμορφες ελληνικές παραλίες, όλο και γαγγοφέρνουν η μια μετά την άλλη απ' τη μπίχλα, το σκουπίδι και το απόβλητο, επαληθεύοντας τις θεωρίες των ιστορικών, περί ινδοευρωπαϊκής προελεύσεως των Ελλήνων, τουλάχιστον κατά το ήμισυ.

Συνώνυμα: χαβούζα, βούρκος, σκατόλακκος κτλ.

- Πάμε για μπάνιο στον Άλιμο ;
- Πού ρε, στον Γάγγη; Ξέχασέ το φίλε! Τώρα τελείωσα τη θεραπεία για μυκητίαση που κόλλησα πέρυσι ...

(από patsis, 06/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Σκωπτικό): Υπέρβαρος κοιλαράς τύπος, ο οποίος δίνει την εντύπωση πως θα σκάσει ώρα την ώρα. Οι πληθωρικές πρησμένες σάρκες του, που ξεχειλίζουν από παντού, δεν είναι προϊόν ασθενείας αλλά μάλλον έρωτος με το φαΐ. Λέγεται και μεταξύ παιδιών, που σχολιάζουν ανελέητα τυχόν σωματικά κουσούρια.

Κλασσικά κινηματογραφικά παραδείγματα είναι ο Μιχαλάκης (που τον έφαγε τελικά το αρνί στο «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα»), ο φαγανός monsieur Creosote, (στο «The meaning of life» των Monty Python) κ.α. Στην «Ωραία των Αθηνών», εμφανίζεται ο χοντρούλης μαίτρ (sic) της ταβέρνας και, αφού παίρνει παραγγελία, ο Σταυρίδης κάνει με νόημα στους Φωτόπουλο, Βρανά και Γιούλη, το λογοπαίγνιο: «Μπα! Ο φούσκας!»

Συνώνυμα: πεπόνιας, χλαπάτσας, κοιλαράς, σεκιουριτόπαιδο (= χοντρό παιδί που μοιάζει με φουσκωτό σεκιουριτά), φουσκωτός, μινιόν (ειρωνικά), απόψε κάνεις μπάμ! κτλ

Αγγλιστί: fatso, blob κ.α.

Παρήγορον για το είδος των, η ιταλική ρήσις: Uomo di panza = uomo di sostanza (δηλ. άνδρας με κοιλιά = άνδρας με υπόσταση, βλ. αντίστοιχο στην ελληνική: τα πάχη μου τα κάλλη μου), που απηχεί παλαιά εποχή, όταν χοντροί ήταν μόνον οι πλούσιοι και ισχυροί. Άλλωστε ο Edmond About και πλείστοι ευρωπαίοι περιηγητές, είχαν εκπλαγεί από τον αδύνατο, κοντό και μυώδη σωματότυπο των προεπαναστατικών Ελλήνων. Οι λιμασμένες έφοδοι στις μπριτζόλες είναι νεότατο φαινόμενο.

- Σιγά ρε μπαφούσκα, που τρως με σαράντα μασέλες, θα σκάσεις ρε ! Πες και κάνα «γεια μας», σε τραπέζι είσαι!
- Γιατί, ενοχλώ κανένανε; (μπουκωμένος)

(από Hank, 04/07/09)Παν-κάλος (από baznr, 04/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικώς, κακής ποιότητας τσιγάρο, του οποίου ο καπνός μοιάζει με τις ξασμένες ξερές ίνες που είχανε μια φορά τα σάρωθρα, που έπλεκαν οι οίκοι τυφλών.

Ο τρακαδόρος Ζήκος παραπονέθηκε εντόνως για τη μάρκα τσιγάρων του Κιτσάρα, διότι εκτός του γεγονότος ότι ο κοντός μάγκας άλλαζε συχνά μάρκα, ήταν προφανώς και σκούπα και του είχανε κάνει λέει, το λαιμό τσαρούχι.

Συνώνυμα: Σανός, στούκας, ταφόπλακα κ.α.
Αγγλιστί: coughing nails (= χλεπόκαρφα).

- Πάρε ένα τσιγαράκι, θέλεις ;
- Και δε βυζαίνω καλύτερα το δάχτυλό μου; Πώς την καπνίζεις αυτήν τη σκούπα, δε μπορώ να καταλάβω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χυδαία ύβρις, ακολουθούμενη από επίδειξη του ανδρικού μορίου, που προσκαλεί σε πεολειχία.

Αναφέρεται στην γνωστή έκφραση όχι μόνο προσωποποίησης, αλλά και αγιοποίησης (!) της τσαπούς (βλ. «του Αγίου Πούτσου ανήμερα» = ποτέ/πάρα πολύ αργά σε χρονικό ορίζοντα), ως δήθεν υπαρκτή ημέρα του εορτολογίου, κατά την οποίαν καλούνται οι πιστοί να προσκυνήσουν (και να φιλήσουν) γονυκλινείς την εικόνα του τιμωμένου αγίου. Αν θέλουν μπορούν και να σταυροκοπιούνται.

Χρησιμοποιείται και ως εριστικό, υποτιμητικό και εκδικητικό σκώμμα μετά από πλήρη και οριστική επικράτηση εις βάρος του αντιπάλου, δηλαδή: πάρ' τα μωρή άρρωστη, πάρτα Λίζα και κάντα κορνίζα, πάρ' τ' αρχίδια μου κ.ο.κ.

(Μπάλα) :
-Πιάσ' το Μήτσοοοοο ! Ωχ...
-Γκόοοοοοολ ! Του Αγίου Πούτσου σήμερα αγόρι μου, έλα να προσκυνήσεις, έλα !

Προσκυνητής του Καθολικού St. Peon (από Vrastaman, 08/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός παχουλού ή χοντροκέφαλου (εξωτερικώς ή εσωτερικώς) παιδιού από συμμαθητές του.

Εκ του γνωστού φρούτου: πεπόνι.

Συνώνυμα : Μπαφούσκας, μπουχέσας, κουφιοκεφαλάκης κτλ.

  1. -Πάμε στην εξέδρα για βουτιές ; -Εγώ θα πέσω μπόμπα !
    -Μαλάκα πεπόνια, πρόσεξε μην πέσεις πάλι πατσά στα ρηχά, γιατί θα σηκωθεί τσουνάμι...

  2. -Την έλυσες την άσκηση ;
    -Ναι αμέ !
    -Μου δίνεις να τη γράψω κι εγώ ;
    -Ρε, πέντε φορές μας την εξήγησε ο δάσκαλος. Τί πεπόνιας είσαι!

(από xalikoutis, 03/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικός χαρακτηρισμός πολιτικού, που υποθάλπει αυθαιρεσίες αστυνομικών.

Σύνθετο εκ του «μπάτσος» + «καρδιά» = Ο αρεσκόμενος εις την καταστολήν.

Πρόσφατα αξιωθήκαμε να δούμε τέτοια ρεζιλίκια, αλλά και στο εγγύς παρελθόν, υφίστατο πολιτικός τις, που, απευθυνόμενος στους μπάτσους, είπε το αμίμητο: «Εσείς είστε το Κράτος!»

Δεν είμαστε μακριά (καμιά 40αριά χρόνια μόνο), από την εποχή, που ένας γνωστότατος και αξιολογότατος (σκέψου!) κατά τα λοιπά πολιτικός, αποκάλεσε τη Μακρόνησο «Νέο Παρθενώνα»...

-Άκουσες τίποτα, ξήλωσε ο Παυλόπουλος τη Γ.Α.Δ.Α. μετά τη φάση στα Εξάρχεια;
-Το άλλο με τον Τοτό το ξέρεις; Μόνο που δεν τους έδωσε και συγχαρητήρια. Αφού ξέρεις τώρα τί μπατσόκαρδος είναι, τί μου συζητάς ;

Μακάριοι οι Μπάτσοι τη καρδία, ότι αυτοί τον Χριστόν Μπατσοκράτορα όψονται (αληθινή φωτό από Α.Τ., πηγή troMPAxtiko.blogspot (από xalikoutis, 03/05/14)"Ταῖς πρεσβείαις τοῦ ἁγίου Ἀρτεμίου, Κύριε μπατσοκράτορ σῶσον ἡμᾶς", βλ. διπλανό μήδι. (από Khan, 23/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά έκφραση των πρεζάκηδων για το σουτάρισμα ηρωίνης, δηλαδή, τη λήψη ηρωίνης με σύριγγα, ενδοφλεβίως ή (κατ' ανάγκην) ενδομυϊκώς.

Την τοξοβολία αρχίζουν οι (φτωχοί) πρεζάκηδες, συνήθως όταν έχουν πλέον για τα καλά εθιστεί και στερέψουν από λεφτά, οπότε η λήψη με κάπνισμα / γιουφ, κατάποση ή η εισπνοή δόση, είναι πλέον πολύ ακριβό σπορ, δεδομένου ότι μ' αυτούς τους τρόπους, ο οργανισμός τους προσλαμβάνει μικρότερο ποσοστό της ουσίας της ηρωίνης, απ' ότι με την ένεση / τόξο / γκανάκι (εκ του αγγλικού gun), η οποία κεντράρει όλη την ουσία στο σύστημα.

Την τοξοβολία συνήθως ξεκινά κανείς, βοηθούμενος από άλλον εμπειρότερο πρεζάκια, τον οποίον εμπιστεύεται, διότι φοβάται την όλη φάση. Είναι δηλαδή μια διαδικασία μύησης, εξ ου και η δυσαναλογία δυσκολίας στη συναισθηματική έναντι στη σωματική απεξάρτηση του πρεζάκια.

Βέβαια, υπάρχουνε κι αυτοί που ξεκινούν αμέσως ή πρόωρα την τοξοβολία από μαλακία. Η ποικιλία δεν βλάπτει.

Η τοξοβολία είναι συνήθως το τελευταίο στάδιο του πρεζάκια. Την ακολουθούν η κατάντια, το έγκλημα, η φυλακή, το HIV, η ηπατίτιδα και λοιπές ασθένειες και εν τέλει ο θάνατος (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, που ούτως ή άλλως αν και απεξαρτημένοι, η ουσία έχει προκαλέσει στον εγκέφαλο ανήκεστη βλάβη και είναι σα ζόμπι).

Χαρακτηριστικό ρεμπέτικο :

[i]«... Απ' τη μυτιά που τράβαγα, άρχισα και βελόνι
και το κορμί μου άρχισε
σιγά-σιγά να λιώνει ... »

(Ανέστος Δελιάς : «Ο πόνος του πρεζάκια»)[/i]

Σ.Σ. Ο Ανέστος Δελιάς ή «Μαύρη Γάτα» ή «Αρτέμης», της ξακουστής τετράδος του Πειραιώς (Μάρκος, Μπάτης, Αρτέμης & Στράτος), πρεζάκιας κι ο ίδιος, περιγράφει την κατάσταση με το νι και με το σίγμα. Πέθανε στο τρελλάδικο το '44, γιατί τότε τους πρεζάκηδες, δεν ξέρανε τί να τους κάνουνε.

Την είδες τη Σωτηρία, πώς έχει καταντήσει ; Πετσί και κόκκαλο. Το' χει ρίξει στην τοξοβολία και ρουχλιάζει μ' εναν άλλο πεθαμένο απ' τη γειτονιά, κάτω στα τραίνα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Έκφραση βαθμοφόρου (πιλαφιού), που σημαίνει: «Θα σου ρίξω / χώσω πειθαρχική ποινή (= φυλακή / στέρηση εξόδου / περιορισμό)».

Εικόνα, κατά την οποία, το πιλάφι αυτοπροσδιορίζεται ως «τοξότης», που μοιράζει βέλη (ποινές) εδώ κι εκεί. Συνήθως χρησιμοποιείται ως: «Σε πέτυχα (με τα βέλη)», δηλαδή «σε είχα από καιρό στο στόχαστρο και τώρα που έκανες τη μαλακία, θα πληρώσεις για όλες σου τις αμαρτίες».

Έχει είτε παροντική είτε μελλοντική έννοια κατάγνωσης πειθαρχικής ποινής. Κατά το σχήμα λόγου παροντικού ή παρελθοντικού χρόνου με έννοια μέλλοντα: «Σε γαμώ αν το ξανακάνεις» / «τη γάμησες!» (= Θα την γαμήσεις !) / «Σ' έχω γαμήσει αν το ξανακάνεις» (= θα σε γαμήσω) κτλ.

Βλ. και αρχαία ελληνικά: «Ωλούμην εί με λείψεις» = «Χάθηκα (δηλ. θα χαθώ) αν με εγκαταλείψεις».

Νέος, πάρε το χλωροκοπτικό και καθάρισε την αυλή και κοίτα κακομοίρη μου μη σου ξεφύγει κανάς θάμνος, γιατί σε πέτυχε ο οπλονόμος !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετωνυμική αναφορά στο πρόσωπο του γνωστού λαϊκού βάρδου, υπό την ιδιότητά του, ως κλαψομούνη εις πλείστους όσους στίχους του ρεπερτορίου του.

Για το λόγο αυτό, οι ακροαταί του Στελάρα, φύσει ή θέσει ντετερμινισταί, αδυνατούσι να αποδώσωσιν εις την ζωήν των την αληθήν επαγωγικήν σχέσιν αιτίου-αιτιατού στις παραδόξως αυξανόμενες με γεωμετρικήν πρόοδον συφορές τους. Μόνος τους σύμμαχος, (η έρμη) η μανούλα τους.

Για όλα φταίνε (κατά σειράν ιεραρχίας):

  • Η θέσις των ουρανίων σωμάτων (βλ. άκου θλιμμένε ουρανέ κτλ.)
  • Η σκρόφα η μοίρα (ποίο απ' όλα να πρωτοπιάσεις;)
  • Ο ψεύτικος ο ντουνιάς (βλ. μη ζητάς να δείς καλό, μπέσα μη ζητάς κτλ.)
  • Ο άδικος ο ξεριζωμός (βλ. πήγα στον Ερυθρό Σταυρό και στις αναζητήσεις κτλ.)
  • Η κακούργα η μετανάστευση (κακούργα ξενιτειά, που πήρες απ' τον τόπο μας τα πιο καλά παιδιά κτλ.)
  • Η καταραμένη η φυματίωση (βλ. στα πεύκα και στα έλατα κτλ.)
  • Το υπερβολικό το κιμπαριλίκι (βλ. απο την καλοσύνη του σ' ετούτο τον πλανήτη, τού πήραν όλα τα λεφτά του πήραν και το σπίτι κτλ.)
  • Η πλανεύτρα η γυναίκα (βλ. τώρα ο σκύλος έφυγε, από ντροπή και πόνο, πού 'βλεπε εμένα-στα προδομένα, τα χάδια σου να λιώνω κτλ.)
  • Το ξερό του το κεφάλι (βλ. Μα κανένας δε μου φταίει για το χάλι μου, σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου κτλ. - σ.ς. η μόνη ορθολογική εξήγησις).

    Ο Καρτέσιος ωχριά μπροστά στη δύναμη του στίχου και ο Τζων Λοκ αναγκάζεται ν' αναθεωρήσει τας απόψεις του, προϊούσης της φωνάρας του πολύπαθου Στέλιου.

Διότι, ο Στελάρας μας, αν και γκαντέμης, έκανε (εδώ που τα λέμε) θείες τσαλκάντζες με το λαρύγγι του, αλλά τί τα θες ; Τόνε πολεμάγανε οι Οβραίοι. Μπορείς να δεις προκοπή;

Βέβαια, ειρήσθω εν παρόδω, για τα ανωτέρω υπάρχει λογική εξήγηση: Ο Στελάρας τραγουδούσε όντως για πολύπαθους ανθρώπους με ελαχίστη εγκύκλιο παιδεία και ιδίως σε χρόνους ταραγμένους (50'ς, 60'ς κ.λπ.), που δε σηκώνανε ορθολογιστικές και άρα αναγκαστικώς πο-λι-τι-κές εξηγήσεις της ταλαιπώριας που τράβαγε ο κοσμάκης. Το 'ριξε λοιπόν κι αυτός σε, ερήμην, μουσικές μηνύσεις κατ' αγνώστων (π.χ. η μοίρα, η αδικία κ.λπ.) και μείνανε όλοι ευχαριστημένοι...

Ούτω πώς, ο τύπου «καζαντζίδη» (διότι Στέλιος είναι μόνον ένας!), παρά το γεγονός ότι παρήλθαν επιτέλους, τα δύσκολα και πονηρά εκείνα χρόνια κι ότι ο άνθρωπος έφτασε στο φεγγάρι, συνεχώς μεμψιμοιρεί, καταριέται τα στοιχεία της φύσεως και αποζητά τη μανούλα του, κάθε φορά που τυχαίνει σε αναποδιά.

Συνώνυμα: Στέλιος, Στελάρας, κλαψομούνης, ποιοτικός κτλ.

-Τώρα θα φέρω διπλές και θα ξεπλακώσεις !
-Ασσόδυο... Αφήνεις παραμαμά!
-Φτούουου! Πανάθεμα την τύχη μου τη ρημάδα! Dεν τα ξέρω εγώ; Τί τα θέλω και παίζω αφού δε με θέλει;
-Άσε την κλάψα ρε καζαντζίδη και παίζε κεί πέρα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμιώδης έκφραση, που αφενός απηχεί λαϊκή δοξασία, ερειδομένη σε προφητεία του Νοστράδαμου, ότι συν τω χρόνω, το γυναικείο αιδοίο θα περιέλθει σε αχρησία, αντικατασταθέν υπό του απηυθυσμένου (βλ. ο κώλος είναι το μουνί του μέλλοντος), αφετέρου διατυπώνει μια νοσταλγική απογοήτευση αλλά και αγανάκτηση για το γεγονός, ότι την σήμερον ημέραν, ορισμένες παλιές αξίες υποκαταστάθηκαν από αναντίστοιχες και σαφώς υποδεέστερες συνήθειες ή προτιμήσεις, οι οποίες καταλαμβάνουν ταχέως και θρασέως έδαφος.

Η έκφραση, χρησιμοποιείται στα βιβλία του Χρόνη Μίσιου και αλλαχού.

Δηλ. Κάθε πέρσι και καλύτερα, Κοίτα που πήρε φόρα η βαζελίνη και ζητάει μερτικό από το γαμήσι (Χάρρυ Κλύνν), δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται κ.α,

-Χτες το βράδυ, βγήκε ο κερατάς ο Κότσιρας και τραγούδησε πάλι το «χάρτινο το φεγγαράκι» πανάθεμάτονε !
-Τώρα βλέπεις, βγήκανε οι κώλοι και μπαταλιάρανε τα μουνιά! Άμα ζούσε ο συχωρεμένος ο Χατζηδάκις, δε θα τον άφηνε το τζιτζιμιτζιχότζιρα, ούτε τη μπαγκέτα να του κουβαλάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified