1. Αναφέρεται σε υποβιβαστική κατηγοριοποίηση καταστάσεων-προσώπων-αντικειμένων-τόπων κλπ και παραπέμπει στην αξιολογική (δηλ. τιμολογιακή) ταξινόμηση προϊόντων (Α & Β διαλογής), δηλαδή πρώτο πράμα (που σαλεύει και το μουστερή γυρεύει) κι ο κατιμάς.

Για κάποιο λόγο έχει επιβιώσει η έκφραση στη γενική ως «διαλογής», με την έννοια αποκλειστικά της σκαρταδούρας (τα «καλάθια» που λέμε).

Όποιος θυμάται, στα 80’ς εύρισκε κανείς ορίτζιναλ Levi’s στο επίσημο πρατήριό της στην Καλαμάτα μισοτιμής (στη λιανική ήταν πανάκριβα), αφού είχαν ένα ελάχιστο ψεγάδι (π.χ. μια διπλή κλωστή, ένα αδιόρατο σημαδάκι κλπ) και διετίθεντο μπιρ-παρά διότι δεν «άγγιζε» τα ελάχιστα στάνταρ πωλήσεως της φίρμας.

2. Ως αυτοαναφορική έννοια του σάιτοστ, είναι τρέχον φαινόμενο απαξίωσης λημμάτων-ορισμών κλπ, είτε οίκοθεν λόγω ευθιξίας – είτε κατόπιν σπαζαρχιδόθεν παραινέσεως, οπότε τα λήμματα-ορισμοί που θα φέρουν εφεξής ένα κίτρινο άστρο στο μπράτσο, θα καταλήξουν στον κάλαθο των επιρρημάτων, διότι δεν «αγγίζουν» τα ελάχιστα στάνταρ της αργκό (ήμαρτον Κύριε)!

Κάτι σαν «Υπόλοιπο Αττικής» δηλαδή...

Σ.Σ. Ξέρετε τίποτα; Εγώ λέω, όταν με το καλό τυπωθεί σε χάρντ κόπυ το λεξικό του σάιτοστ, να κυκλοφορήσει σε δυο εκδόσεις, με ανάλογο περιεχόμενο: Την Α διαλογή (=ακριβό) και την Βου διαλογή (=φτηνατζούρα) κι ας αποφασίσει η Αγορά. Άν βέβαια υπάρξει και Γου διαλογή (=μάπα το καρπούζι), ε τότε να διανέμεται δωρεάν στις στάσεις του Μετρού (!)

Το παρόν λήμμα (ως προς το 1ο σκέλος τουλάχιστον) και υπάρχει και χρησιμοποιείται και θα υποστηριχθεί απο τον φέροντα με το ντουφέκι στη σκεπή, σαν μικρο-ιδιοκτήτης αυθαιρέτου.

Αφιερούται τω Χάνκυ-Πάνκυ.

  1. - Πάμε καμιά τσάρκα έξω;
    - Ναι αμέ; Να πάρω τη Μπέτη να φέρει καμιά φίλη της;
    - Είπαμε να βγούμε σαν άνθρωποι, πάλι με τα κάκαλα θα τη βγάλουμε;
    - Γιατί ρε τί έχουνε; Μια χαρά κοπέλες είναι...
    - Καλές είναι δε λέω, αλλά ξέρω γώ τώρα; Διαλογής μωρ’ αδερφέ μου, τί να σου πώ, πολύ Βου κατάσταση...
    - Καλά εγώ πάω κι εσύ κάτσε και πές το μουνί μουνάκι ψωνάρα! - Δεν κατάλαβα! Πειράζει που το σκέφτομαι δηλαδή;
    - Ως να σκεφτεί ο γνωστικός, ο τρελός πάει κι έρχεται βρεεεεε!

  2. «...Έβγαλα τα 20 χάνκεια λήμματα Β' διαλογής...» «...Αν δεν πρόκειται να γίνει η Β' διαλογή στο ορατό μέλλον, θα επιθυμούσα τα παρακάτω λήμματα απλά να διαγραφούν. Τα έχω διαλέξει έτσι ώστε να μην μετανιώσει κανείς, αν σβηστούν στη λήθη...»
    (Σχόλια απο ’δώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτοαναφορικό του σάιτοστ και σημαίνει την μεταγενέστερη της ανάρτησης πρόσθεση-αφαίρεση-τροποποίηση των ορισμών, σχολίων, λημμάτων και μηδίων του μόντουλα από τον ίδιο.

Δεν προέρχεται ετυμολογικά απο την κατίνα και τα παράγωγά της (καθ' όσον οι αλλαγές γίνονται in bonam fidem), αλλά απο τις γνωστές παραποιήσεις φωτογραφιών από την NKVD στην υπόθεση του Κατύν (Katyń) το 1943.

Ρωγμή στο Μάτριξ! Χάνονται σχόλια στο slang.gr! (Σχόλιο απο εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική έκφραση (κυρίως στο τάβλι), όπου ο λέγων περιπαίζει την απίστευτη κωλοφαρδία του αντιπάλου του, ο οποίος αν και βρισκόταν προ ολίγου σε δυσμενέστατη κατάσταση, βγήκε και «καβάλα» με το ζάρι που έφερε.

Η έκφραση ακολουθεί το σχήμα λιτότητας, δηλαδή πλήρως σημαίνει «είσαι τόσο τυχερός, σα να πέφτεις από το ύψος της Ακρόπολης – σαν το Μιμίκο και τη Μαίρη – και όχι μόνο να μην παθαίνεις τίποτα, αλλά να βρίσκεις και παρατημένο πορτοφόλι γεμάτο λεφτά»!

(Πλακωτό):
-Το αφήνεις διπλό;
-Όχι, άμα φέρω τις εξαιρετικές (εξάρες) μου, πώς θα τις παίξω;
-Κοίτα, σου ‘χω κλείσει με πόρτες όλο το σπίτι, έχεις δυο πούλια στη μαμά, τα’ χεις μαζέψει όλα στον άσσο, εξάρι δεν έχεις, σου το ‘χω αφήσει ανοιχτό να φέρεις εξάρι μονόβολο να πιάσω μάνα, έχεις φέρει πενήντα ζαριές κι ούτε ένα έξι, τι περιμένεις; Ούτε ο Ρωχάμης με το Σεχίδη δεν το παίζουνε!
-Εξάρια!!! Αλεού μπόιλερ! Θα μαζέψω και πρώτος που ‘μαι και ψημένος!
-Αγόρι μου, πέφτεις απ’ την Ακρόπολη και πιάνεις πορτοφόλι! Ρε, με ποιους παίζουμε και χάνουμε...

Ταβλαδόρικα και παραταβλαδόρικα: άνοιξε το τριώδιο, απλώνω τραχανά, ασσόδυο, αυτό πώς θα το παίξω;, γεννηθέντα και παθόντα και ταφέντα και πλακωθέντα, γκέλα, γκιουλ, δίνει πλάτη για τάβλι, δυόδυα, έλα στον θείο τον Ηλία πο' χει όλα τα εργαλεία, εξαίσιο, εξάπαντος, έξι δύο τα αλλότρια, έχω φέρει σήμερα;, θα σου βγάλω νεραντζάκι, θα σου πάρω την πίεση, και κουλούρι και τυρί, και σκατά, κατσίκι, κι ένας δάσκαλος αγάπησε μια φτωχιά και την πήρε, κοκορέτσι, μακαρόνι, μάνα, με ασσόδυο δε γάμησε κανείς, μπαρμπούτι, μπαρμπουτιέρα, ξίδι, ούτε στο Γεντί Κουλέ δεν το παίζουν / δεν το παίζει ούτε ο Ρωχάμης, παιδί, πάλι ντόρτια ήφερα, παραμάνα, παραπάνω από διπλό δεν πάει, πέφτεις απ’ την Ακρόπολη και πιάνεις πορτοφόλι, πλακωτό, ποδήλατο ξέρεις;, ποιος Θανάσης;, πολύ τα κουνάς, ρίχνω παχιές, ροντέο, σα δάσκαλος, σαν να τον χτύπησε η Παναγία με το τάβλι, σκακαδόρος, σουβλάκι, σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα, σώγαμπρος, τα ζάρια στον μάστορα, ταβλαδόροι, ταβλαριέμαι, ταβλιάρης, ταβλομάχος, τέντζερης, τετράδυο, τις έχεις, τούρκοι, τριήρεις / τριήρης, τσολιάς, φουνταριστός / μπάτσος / βατσιμάνης, χασσόδυο, χατζηπετρής, χύνομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάγκικη (άραγε όχι μεμψίμοιρη, αλλά ανεξίκακα πικροφιλοσοφημένη) έκφραση, που δηλώνει τη διαπίστωση ακραίας ατυχίας σε κίνηση φορσέ.

Δηλαδή στραπάτσο σε κατάσταση catch 22 (μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα).

Προέρχεται από την χαρτοπαικτική ορολογία του blackjack ή την παρ’ ημίν παραλλαγή της εικοσιμίας (ή μετωνυμικώς στούκι), όπου το ποθητό είναι να φτάσει ο παίκτης με συνδυασμό των «χεριών» (αγγλ. hand) που θα του τύχουν, κατά το δυνατόν εγγύτερα στον αριθμό 21 αλλά ως εκεί και μη παρέκει, αλλιώς «καίγεται» (=χάνει).
Τώρα, αν ο παίκτης έχει συγκεντρώσει αριθμό που αντιστοιχεί στον αριθμό 12 (π.χ. φιγούρα + διπλό), αναγκαστικά πρέπει να τραβήξει, αλλιώς το το τραπέζι (ή η μάνα) θα τον κερδίσει ευχερώς, αφού το νούμερό του είναι μικρό και οι πιθανότητες να φέρει το τραπέζι κοντινότερο ή ίσο συνδυασμό στο 21 είναι μεγαλύτερες.

Όταν λοιπόν τραβήξεις από 12 (φορσέ), το λιγότερο που ελπίζεις είναι να σου τύχει επόμενο χαρτί φιγούρα (αξία=10, άρα 12+10=22 συνεπώς καίγεσαι), αφού είναι το μόνο χαρτί (καίτοι δεν είναι λίγες οι πιθανότητες 3Χ4=12 φιγούρες + τέσσερα 10αρια=22 φύλλα) επί συνόλου 48 φύλλων (52-4 δηλ. 2 της μάνας + 2 του παίκτη) που καίει και μάλιστα οριακά, ένα τέτοιο μικρό νούμερο.

Όλα βέβαια εξαρτώνται από το τι φύλλο έχει ήδη πέσει στην τσόχα, διότι αν π.χ. υπάρχουν ήδη δεκάρια (ω νατυρέλ ή φιγούρες), μειώνονται τα ποσοστά να ξαναρθεί τσουρουφλίζον χαρτί (10άρι).

Παπάς (ή ρήγας βλ. παροιμία «οι παράδες χαλάνε και ρηγάδες») λέγεται κυρίως η φιγούρα του βασιλιά της τράπουλας (παπαδιά η βασίλισσα και τζές ο βαλές), αλλά χαρακτηρίζει συνεκδοχικά (λόγω κύρους!) συχνά όλες τις φιγούρες (αγγλ. face cards), εξ ου και το γνωστό κωλοπειραγμένο παίγνιο του δρόμου «ο παπάς», που παίζουνε οι παπατζήδες με τη φιγούρα του άνακτος (ή με μπιζέλια-στραγάλια σε καπάκια νερού – αγγλ. shell game), γδέρνοντας τα κορόιδα που ψήνονται από τους παριστάμενους αβανταδόρους (λαμόγια - γιατροί) ή που τους σουφρώνουνε το πράσο οι ψευτο-παίκτες λαχανάδες.

Ο πληθυντικός της έκφρασης χρησιμοποιείται ευρέως στη νεοελληνική, όπου ο λέγων επιθυμεί να υπαχθεί σε κατηγορία-σύνολο με παρόμοια χαρακτηριστικά, όπως και σε αντίστοιχες εκφράσεις του τζόγου και όχι μόνο (π.χ. «εμείς βγήκαμε με τα πόδια δεν βγήκαμε με το κεφάλι», «εμείς κατουρήσαμε στο πηγάδι», «για μας δεν έχει», «εμείς δεν μπορούμε», «δι’ ημάς δεν εγεννήθη εισέτι ο Κύριος» κλπ).

-Πώς πας από δουλειά;
-Τώρα περιμένουμε να δούμε αν θα μας ανανεώσει τις συμβάσεις η νέα κυβέρνηση, μέχρι τότε είμαστε στην αναμονή...
-Αφού είπανε ότι δεν θα ανανεώσουν τα «stage» λέει, γιατί ήταν παράνομα. Τι τα ‘θελες μωρ’ αδερφάκι μου κι εσύ αυτά, κι αφού ήξερες ότι πας στα σκοτάδια;
-Και τι ήθελες να κάνω, να κάθομαι; Αυτό βρήκα, αυτό έκανα, μπας και γίνει τίποτα και μ’ εμάς. Άμα τώρα μας διώξουν, τραβήξαμε παπά από δώδεκα, τι να κάνουμε δηλαδή;

Εδώ παπάς-εκεί παπάς! (από HODJAS, 10/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημείο των καιρών, παρατηρείται στη σόουμπιζ (κινηματογράφος-τηλεόραση-θέατρο).
Να μην συγχέεται με εν γένει πουστλέ εμφάνιση στα μήδια (π.χ. πρωινάδες, haute-κοπτοραπτούδες, κορδελλιάστρες κλπ) ή καφενόβιους αφορισμούς του τύπου «οι πούστηδοι κι οι οβραίοι έχουνε πιάσει τα πόστα», διότι είναι ειδικότερη έννοια. Εξ άλλου οι συνεπείς αδερφές είναι αξιότιμες.

Πρόκειται λοιπόν για σύχρονη κακέκτυπη έκδοση του πρωτότυπου στύλ του αξιολογώτατου Μαρίνου, που προβάλλει λουμπινίστικα απωθημένα, αποτυπωμένα σε χαριεντισμούς του τριπτύχου «λίγο σεξισμός, λίγο οτινανισμός και τ’ αγοριμού» δίκην χιούμορ, υποτιμώντας τη νοημοσύνη του κοινού για να τα κονομήσουμε.

Η δε πλάκα είναι οτι στη λούμπα της μίμησης-διάδοσης του πουστρομανιερίστικου ανθυποστύλ «it’s fun 2B gay» ξεπέφτουν τόσον οι γυναίκες (ας μην ξεχνάμε οτι γνωστή και ήδη εκλιπούσα παρουσιάστρια-τραγουδιάρα σημείωσε τεράστια επιτυχία ξεθάβοντας την καλιαρντή), όσο και άντρηδοι που ενσωματώνουν (απο άγνοια της αργκό) στην καθομιλουμένη τους, τα βαθειά λατινικά...

Κλασσικά παραδείγματα τα αστειάκια γνωστού αργυρώνητου τηλε-κήνσορα, η «θεατρική δουλειά» επιφανούς υπέρβαρου (ταλαντούχου ωστόσο) συνθέτη, η «φρεσκάδα» τηλεοπτικής σειράς της οποίας το σήμα έγινε ρίνγκ-τόνε λιπγκλοσσοφόρων πορτοκαλοκοκκινονύχων γκομενακίων προ ολίγων ετών, καθώς και γνωστό ζεύγος σκηνοθετών των μεγάλωνε κινηματογραφικώνε επιτυχιώνε, που διατυμπάνιζε εκδικητικά την ποσοτική υπεροχή των εισιτηρίων του έναντι της αδικομούνας της Υπολοχαγού Νατάσσας!

Αλλά κάτι τέτοιες συγκρίσεις έκανε κι ο Εθνικός μας Στάρ...

Ο Αλμοδόβαρ επεχείρησε απο τα 80’ς επισταμένως διά μέσου της (πραγματικής) ιβηρικής τρέλλας στα πλαίσια της πρωτοπορίας της λεγόμενης «Movida Madrileña», να απενοχοποιήσει την ομοσεξουαλική προτίμηση και καθημερινότητα, ενώ εν Ελλάδι μόλις και περί τα μέσα των 90’ς κατεβλήθη προσπάθεια να νομιμοποιηθεί αρπακολλατζήδικα (πουλώντας τρελλίτσα), η ετεροσεξουαλική συνεύρεση (!) λόγω της άκρατης συντήρησης της μπιρσιμόβιας-γιομπαζολίσιας τηλεόρασης των 80’ς και συν αυτή, όπως-όπως βρήκαν χώρο να ξετσουμίσουν τσόντα κι οι λούγκρες.

Ακολούθησε η λαίλαπα των φυλλάδων του γνωστού επαρχιώτη εστέτ (sic), που διαμόρφωσε «άποψη» συμμεριζόμενος το καλτ του σεξουαλικού τιραμισουρεαλισμού, κατά το δημώδες «στη μάπα πάρε τα ευθύς, που λέει και το Νίτρο - ο γιάπης δεν εμπόραγε και κάθησες στο Μήτρο».

Υπ’ αυτήν την σύγχυση, όντως η Αθήνα κατέστη η Μητρόπολη της Ελλάδας...

Καίτοι είναι συγκινητική μια κραυγή κοινωνικής αποδοχής, εν τούτοις τέτοιες μανιέρες ουσιαστικά αποτελούν το δούρειο ίππο της ψευτο-ανέμελης ταραντέλλας στην μίζερη καθημερινόπιτα της κυρα-Περμαθούλας (η οποία περιφρονείται εμμέσως αφού καταξιώνεται το μοντέλο του σταρχιδιστικού «να περνάμε καλά»).

Η δε «παρεΐστικη» ατμόσφαιρα καθηλώνει τον θεατή σε ρόλο οφθαλμοπόρνου, αφού οι πύλες του χαβαλέ παραμένουν ερμητικά κλειστές γι’ αυτόν.

Άσε που διαιωνίζουν διαδραστικά το μπανάλ πρότυπο του νεήλυδος, που εμφανίζεται ως «βασιλικότερος του βασιλέως», προκειμένου να ενταχθεί στις κοινωνικές δομές, όμοια όπως κάνουν σήμερα οι αλλοδαποί αλλά και οι κνίτες της μεταπολίτευσης, που αμιλλώντο τας κορασίδας της αστικής τάξεως, προκειμένου να ψ/πείσουν το κοινό της Αλλαγής, ότι δεν βαστούν πλέον κονσερβοκούτια, αλλά άνθη...

Κρύβουν υπεραναπληρωματικά έναν βαθύτατο συντηρητισμό, προσκομίζοντας εκπρόθεσμα πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων τύπου «δικαίωμα στον ομόφυλο γάμο» κλπ, ο οποίος αφ’ ενός είναι από μακρού παρωχημένος (δηλ. κλασμένος) θεσμός για την ίδια την «φυσιολογική κοινωνία», αφ’ ετέρου προσβάλλει τον ίδιο τον πυρήνα της κουλτούρας της διαφορετικότητας.

Είναι επίσης γνωστή η μούφα της πλαστής αυτοϋπονόμευσης (έστω και ως αυτοκριτική), η οποία σπεύδει να καλύψει όλα τα τυχόν κενά της επερχόμενης κριτικής, ώστε να την «εκμηδενίσει» a priori και να μην πληγωθεί ο ναρκισσισμός του απολογουμένου (άνευ κατηγορίας).

Τέτοια καμώματα όμως και ανέντιμα είναι και μεταβάλλουν άδικα εκόντες-άκοντες τους κοινωνούς της λοιπής ομόφυλης πραγματικότητας σε τζουτζέδες, όπως κατηγορήθηκε κι ο Ζαμπέτας για τα τερτίπια του, που κατέστησαν προσιτή στους νεόκοπους αστούς τη λαϊκή κουλτούρα για να βγάλει το ψωμάκι του, με την διαφορά ότι ο τελευταίος είχε μιαν ανεπαίσθητη ειρωνική λάμψη στο βλέμμα κι ένα κρυμμένο μαχαίρι στο λόγο...

Αφιερούται τη(ι) Χότζαινα(ι).

-Πάμε κανα θέατρο απόψε;
-Ναι αμέ! Παίζει τίποτα καλό;
-Να, έχει εδώ κοντά το «Σόι του Καστριώτη», μεγάλη επιτυχία. Τι λες;
-Πάλι στην πουστρομανιέρα θα τη βγάλουμε; Χαζογελάκια και ατάκες; Μπούχτισα μωρ’ αδερφάκι μου, τα ίδια και τα ίδια...

Αθάνατος ελληνικός κινηματογράφος! (από Khan, 08/02/10)Παράδειγμα μανιερισμοῦ (από aias.ath, 09/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως λέμε της πούτσας, παλικάρι της φακής κλπ.

Ειρωνική έκφραση, που περικλείει όλα τα εκατέρωθεν ad hominem ψευδο-επιχειρήματα μεταξύ των υπερμάχων Αθήνας – Θεσσαλονίκης, λόγω της γνωστής χαζο-διαμάχης περί του φύλλου/ζύμης κλπ του εν λόγω εδέσματος.

Δηλαδή μεταφορικώς σημαίνει: Μάταιος αγών του οποίου το πεδίον δόξης ενν είν’ λαμμπρόν...

Σχετικά: Διένεξη περί όνου σκιάς, καβγάς για το πάπλωμα, η μάχη για το κουραδόκαστρο, της κοντής ψωλής τα μαλλιά της φταίνε, δυο κίναιδοι μαλώνανε σε ξένο γαμιστρώνα κλπ.

Το εργάκι έχει ως εξής: Οι φερόμενοι Αθηναίοι περιπαίζουν πειραχτηριακά τους φερομένους Θεσσαλονικείς, οι οποίοι τσιμπάνε και τους «αντιμάχονται» (κολακευμένοι ωστόσο που τους επέλεξαν για τετ-α-τετ σύγκρουση οι πρωτευουσιάνοι).

Όμως, και στις δυο περιπτώσεις η ύπαρξη knot-dictionary υποβάθρου δεν λείπει, αφού ούτε οι πλείστοι από τους μεν κρατάνε από τον Κόδρο, ούτε κι οι πρόγονοι των δε έκαναν ποτέ Ανάσταση στη Ροτόντα.

Τα παιχνιδάκια αυτά θα ήσαν επικίνδυνα αν δεν ήσαν γελοία κι έτσι, ακόμα και ο συμπαθής γιαουρτοφάγος Νομάρχης, δεν αποτελεί απειλή για την εδαφική αρτιμέλεια της χώρας...

(Στο τυροπιτάδικο κάπου χάμω):

- Μια μερίδα μπουγάτσα με τυρί παρακαλώ...
- Ασφαλώς ο κύριος εννοεί τυρόπιτα να υποθέσω;
- Ρε φιλαράκι, σε λέω μπουγάτσα με τυρί λέγεται αφού! Τι τ’ αλλάζετε τώρα;
- Άσε ρε λάκη τώρα, που ήρθες να μας μάθεις εσύ πώς να λέμε την τυρόπιτα στα ελληνικά...

(Τσακώνονται και exeunt)

Σ.Σ. Έτσι, και ο ένας έχασε τον πελάτη και ο άλλος έμεινε νηστικός και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα...

Ζήτησε μερίδιο απο την μπουγάτσα της εξουσίας... (από HODJAS, 05/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχολική αργκό του ποδοσφαίρου ('80ς), παραφθορά του Πελέ. Απαντάται κατ' εξοχήν στη φράση «Ποιός είσαι; Ο Πελτέ;»

Σχετικά: ατομιστία (σημειωτέον οτι ως επίθετο επιβιώνει μόνο στον υπερθετικό «ατομιστ-αράς»!), ο περναμπουκάνο είσαι;, Μερεντόνας κλπ.

Λέγεται ειρωνικά ή/και εκνευρισμένα προς συμπαίκτη που προσπαθεί να περάσει «όλον τον κόσμο» (όπως μαϊμουδίζουν στερεότυπα οι σπορτκάστερς τις ατάκες του Διακογιάννη απο το ’70), αποφεύγοντας να δώσει πάσα – βγάλει σέντρα, διότι τους θεωρεί ανάξιους της κατοχής της μπάλας και πιστεύει οτι μόνον εκείνος είναι ο περιούσιος, εντεταλμένος του Θεού, παίκτης να βάλει το γκόλ. Όλοι οι άλλοι είναι παλτά...

Φυσικά, οι θέσεις του αμυντικού, του τερματοφίτσουλα και του διαιτητή (;;;) είναι αποδιοπομπαίες ως υποτιμητικές και, ούτω πως, στις αλάνες της Ελλάδας έχουμε ισάριθμους των παικτών επίδοξους πελτέδες (χώρια ο τερματζής στο μπακό).

Ο par excellence πελτές, ενώ διεκδικεί ηγετική θέση στην ομάδα (π.χ. διαλέγει την σύνθεση, δίνει φωναχτά εντολές στους συμπαίκτες του, απαιτεί άμεσα τη μπάλα κλπ), parole αυτά συνήθως παρουσιάζεται ως ευαίσθητος κράσις (π.χ. όλο τσακώνεται ζητώντας ανύπαρκτα φάουλ ή πέναλτι, κυλιέται κάνα μισάωρο στο χώμα σφαδάζοντας μετά απο τράβηγμα της μπλούζας κλπ) ιδίως αμέσως μόλις χάσει το γκόλ.

Διατηρώντας δε νοοτροπία κάτι μεταξύ ήρωος του ’21 («είναι λίγοι, μα τους πολλούς νικούν» και τέτοια) και Χατζηπαναγή, μόνον όταν κάνει καταφανή μαλακία (χάσει γκόλ μόνος σε κενή εστία), θα αναλάβει λεβέντικα την ευθύνη, σηκώνοντας το χέρι του ψηλά ότι «ντάξει παιδιά, mea culpa» (μωρ’ τί μας λές;)

[i][Παρενθετικά: Κάποιος μακρινός συγγενής που ζεί μόνιμα την Αυστραλία, έπαιζε μια φορά κι έναν καιρό στο εξωτερικό σε ημιεπίσημα τουρνουά σε θέση κυνηγού, προτιμώντας να συμμετάσχει σε αλλοδαπή εθνική ομάδα (που τον καλοδέχθηκε).

Μέχρι να συνηθίσει να λαμβάνει αναπάντεχα δίκαιες πάσες, τον μπινελίκωναν επειδή δεν εκμεταλλεύονταν την ευκαιρία, αντίστροφα απ’ ό,τι είχε μάθει ως τότε (η μπάλα κάνει τζιζ, άστηνε).

Παρατήρησε επίσης (στα διαλείμματα της ομάδας του), οτι καίτοι η ελληνική ομάδα ήταν φαβορί, εν τούτοις μάζευε σε κάθε αγώνα τα μπαλάκια τάληρο-τάληρο απ’ το πλεχτό και εν τέλει αποκλείστηκε, αφού το τήμ το’ παιζε κονκασέ-ζαναέ...

Μάλιστα, όταν σε κάποια φάση τραυματίστηκε ελαφρά (βασικά κουράστηκε να τρέχει πέρα-δώθε), είπε να κάτσει λίγο άμυνα και προσέφερε γενναιόδωρα (όπως νόμιζε) την θέση του στον γλαυκώπι αμυντικό συμπαίκτη του, που τον κοίταξε παραξενεμένα κι έπειτα του είπε, προκρίνοντας την ευδοκίμηση της ομάδας παρά την προσωπική του προβολή: «Εμένα η θέση μου είναι εδώ και τη δική σου την ξέρεις. Άσε τις μαλακίες και άντε τσακίδια μπροστά!»][/i]

Η ψυχοσύνθεση των νεοελλήνων δέον να αναζητηθεί ΚΑΙ στην παρατήρηση των παιδιών που παίζουν ομαδικά σπόρ. Δεν είναι τυχαίο, οτι ο Γκάλης αποθεώθηκε απο το πανελλήνιο, αφού έπαιρνε το παιχνίδι πάνω του...

- Ρε μαλάκα, μην κάνεις ατομιστίες λέμε! Αφού ήμουνα ξεμαρκάριστος, γιατί δε δίνεις μια πάσα; - Καλά σου λέει ρε χασογκόλη! Πού πας να τους περάσεις όλους μόνος σου, ο Πελτέ είσαι;
- Αφού δεν τον είδα ρε (ναι, καλά)...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παμπάλαια αθηναϊκή αργκό (19ος αιώνας, γενιά του ’30) που σήμαινε παιδιά της πιάτσας, τσίφτες, αλάνια, αγυιόπαιδες (εξ ου η μπαμπαδίστικη παραφθορά «αγιόπαιδο») κλπ.

Πιθανόν αρβανίτικης καταγωγής (λόγω κατάληξης;) δεν χρησιμοποιείται πλέον, αλλά παρατίθεται–καταχωρίζεται χάριν καταγραφής.

Η έκφραση σώζεται κυρίως στους:

Ι. Κονδυλάκη, «Οι Άθλιοι των Αθηνών», Αθήνα, εκδ. Ιωάννη Τσορώνη, 1914,
Πάνο Δ. Ταγκόπουλο, «Η ζωή που πέρασε… : Ιστορίες του πολέμου και της παλιάς Αθήνας», Αθήνα, Το Ελληνικό Βιβλίο, 1928.

Ήρθες εδώ χάμου να μας κάνης τον κάργα! Καστανάδες μας πέρασες; Εμείς ρε, είμαστε παιδιά της μπάτσικας και κάτι σαν και σένανε τους μασάμε!

Σ.Σ.: Κάργας= μάγκας, νταής, Καστανάς= Κώτσος, βλάχος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ή πληρέστερα «βάλε τα βαφτιστικά σου»).

Ειρωνική έκφραση που δηλώνει ότι ο λέγων δεν ορρωδεί προ του αντιπάλου και τον προτρέπει σε προετοιμασία – καλλωπισμό, ώστε να φάη την ψωλιά (π.χ. να ηττηθή εις τυχηρόν παίγνιον / να δαρή / να αγνοηθή επιδεικτικώς κλπ), όπως στις εκφράσεις εδώ θα κάτσεις, πάρε φόρα κι έλα με την όπισθεν, κάνε χωρίστρα κι έρχομαι, (δηλ. δε μασάω, σ’ έχω χεσμένο, τ' αρχίδια μου κουνιούνται, θα μου κλάσεις μια μάντρα ταξί κτλ).

Σχετικές εκφράσεις «ετοιμάσου» / «μην το καθυστερείς» / «μην ψήνεσαι» / «σκουπίσου κι απόφαγες» κ.α.

Ως γνωστόν, τα «καλά μας» ρούχα (αγγλ. Sunday best) μας έβαζαν οι μανάδες να φορέσουμε, προκειμένου να παραστούμε σε επίσημη οκκαζιόν (ιδίως Κυριακάς και εορτάς).

Ίσως η έκφραση έλκει την καταγωγή της από την συνήθεια των Σπαρτιατών (αλλά και των παλικαριών του ’21) που λούζονταν-χτενίζονταν και φορούσαν τα καλά τους προ μιας καθοριστικής μάχης, όπου ενδεχομένως να μην την έβγαζαν καθαρή

  1. - Είσαι για ένα ταβλάκι στα εφτά, να σου πάρω το γκρόβερ;
    - Βάλε τα καλά σου κι έλα!

  2. - Ο Τάκης είναι πυρ και μανία μαζί σου, που του’ φαγες λέει τη γκόμενα. Άμα σε βρεί θα σε σκίσει, έτσι λέει!
    - Πές του να βάλει τα καλά του και να’ ρθει με ανατρεπόμενο να τονε φορτώσω εγώ καλά. Έτσι πές του…

  3. - Τι θα γίνει με τα λεφτά που μου χρωστάς; Έξι μήνες πάνε απλήρωτοι!
    - Σου είπα, κάνε λίγο υπομονή, δεν έχω τώρα…
    - Αυτά αλλού! Θα πάω σε δικηγόρο και θα σου βγάλω διαταγή πληρωμής, κανόνισε!
    - Ναι, τώρα κονόμησες… Βάλε τα καλά σου και πήγαινε! Αν κάνεις τέτοια μαλακία, θα μπώ Τειρεσία, δεν θα με δανείζει κανένας και το πολύ-πολύ να μου πάρουν το μαγαζί οι τράπεζες που’ χουν υποθήκες! Εσύ μια φορά δε θα δείς φράγκο, ούτε τα έξοδά σου δε θα βγάλεις…

(από HODJAS, 31/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετο εκ των πόντος + έρανος.

Ή κατά το φαινόμενο της κράσης «ποντούρανος» (αλλά δεν έχω το πολυτονικό παραμύθι να βάλω κορωνίδα).
Θνησιγενής έννοια, αφού έχει προ πολλού εξαγγελθεί αρμοδίως ότι η βαθμολογία πρόκειται να καταργηθεί.

Ο έρανος βαθμολογικών πόντων εκ μέρους του σλανγκεπωνύμου πλήθους των χρηστών του σάιτοστ, υπέρ τυχόν αναξιοπαθούντος λημματοδότου, όταν υφίστανται βάσιμες υποψίες οτι κατωποντοδοτήθη υπο τινός μουλωχτού βαθμοφθόρου.

Αν ο λημματοδότης τυγχάνει φίλα προσκείμενος στην ποντερανική επιτροπή, τότε μπορεί ενδεχομένως να χρησιμοποιηθεί το περαιτέρω σύνθετο «μπαγαποντέρανος», όταν η πριμοδότηση υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο της αποκατάστασής του.

Το φαινόμενο έχει συνήθως ως εξής:

1) Ο λημματογράφος καταχωρίζει το κειμενάκι.
2) Η βαθμολογία του ορισμού – λήμματος κινείται σε φυσιολογικά και αναμενόμενα επίπεδα (αναλόγως π.χ. της φαιάς ουσίας που έχει δαπανήσει ο λημματοδότης, της πρωτοτυπίας του λήμματος, της πληροτητας του ορισμού κ.α.).
3) Εξ αίφνης, σκάνε κάνα-δυο κουλούρια απ’ το πουθενά (στα μουλωχτά με άνευ λόγο και αιτία) κι η βαθμολογία του λήμματος – ορισμού πιάνει πάτο.
4) Ο δύστυχος λημματοδότης ή διαμαρτύρεται κοσμίως ή αρχινάει την ποντοκλάψα (αν είναι λημμασμένος βαθμοθήρας) ή τις κατάρες (αν είναι τζαναμπέτης όπως ο υποφαινόμενος).
5) Εμφανίζεται τις, ρομαντικός ποντοσυνήγορος (αυτόκλητος, οσάκις ο λημματοδότης προτίμησε να σιωπήσει), ο οποίος επιτίθεται με πύρινους λόγους στους ανεμόμυλους που μειοδότησαν.
6) Ακολουθεί συζήτηση περί του «ποιοί και γιατί σκοτώσανε το Τζό» (τί θέλουν τα παιδιά μας στο Βιετνάμ;) κλπ.
7) Η σλανγκική κοινότης συγκινείται και αποθιστά το βαθμολογικό έλλειμμα με γενναιόδωρες προσφορές άστρων.

Parole αυτά, πολλές φορές ο ποντέρανος κρίνεται επιβεβλημένος, δεδομένου οτι αν ο ποντοκαζαντζίδης καταντά συχνά φαιδρή φιγούρα, ο ποντικός (που ροκανίζει πόντους στα μουγκά) είναι σίγουρα και πάντοτε ένα αηδές υποκείμενο.

  1. 12 Δεκεμβρίου 2009, ώρα Ελλάδος 14.38
    Μόλις με επισκέφθηκε ο φίλος μου και έβαλε 0 σε ορισμό και λήμμα. Για τον ορισμό, δεν πειράζει. Η εξήγηση ανήκει στην σφαίρα της ψυχοπαθολογίας. Αλλά το 0 στο λήμμα, πραγματικά είναι κρίμα. Δεν την έβγαλα εγώ τη φράση και, συνεπώς, ούτε καν με τη δική σου «λογική» έχει νόημα να την τιμωρείς. Και απορώ γνησίως τι δουλειά έχει σε αυτό το σάιτ κάποιος που εμφανώς μισεί τόσο πολύ τη γλώσσα. Μάστα και φύγε.

(Σχόλια απο ’δώ)

  1. Καρασπέκ σου εφεντίμ!
    Τίγκα στην χρησιμότατη πληροφορία (5Χ2).
    Ο κατωποντοδότης (εδώ και στην Ασπροβάλτα) να μη δεί χαρά στα σκέλια του...

(Σχόλια απο ’δώ)

  1. Πολύ καλός! γιατί μωρέ τέτοιο θάψιμοοοο;

(Σχόλια απο ’δώ)

  1. Λοιπόν, τώρα θα κάνω εν μέρει γαργάρα κάποιες πάγιες θέσεις μου και θα ξεκινήσω κουβέντα για την βαθμολόγηση του συγκεκριμένου ορισμού.
    Έχουμε τρία δαγκωτα (δηλωμένα στα σχόλια) πεντάρια και παίζει και ένα τέταρτο. Άρα δύο άνθρωποι ψήφισαν σχετικά αυστηρά (ή ένας πολύ αυστηρά). Γιατί ρε παιδιά;

(Σχόλια απο ’δώ)

Ούτε εμείς που τοὔχουμε το παραμύθι τη βάζουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified