Στο φοιτητικό ιδίωμα, ο φοιτητής από πέμπτο έτος και πάνω, σε αντιδιαστολή με τον πρωτοετή που χαρακτηρίζεται ως μπουμπούκι.
Ε, θα 'τανε στο γραφείο κανά δυο δέντρα και τέσσερα-πέντε μπουμπούκια.
Στο φοιτητικό ιδίωμα, ο φοιτητής από πέμπτο έτος και πάνω, σε αντιδιαστολή με τον πρωτοετή που χαρακτηρίζεται ως μπουμπούκι.
Ε, θα 'τανε στο γραφείο κανά δυο δέντρα και τέσσερα-πέντε μπουμπούκια.
Got a better definition? Add it!
Ο «ανακατεμένος με Τούρκους», παρόμοιο με τα τουρκόσπορος και τουρκόπιασμα. Πρόκειται δηλαδή για βρισιά για κάποιον που έχει καταγωγή από τόπο, όπου πλειοψηφούν οι Τούρκοι ή είναι τουρκοκρατούμενος, και κατ' επέκταση, κατά την ρατσιστική- υβριστική εκδοχή όσων χρησιμοποιούν την έκφραση, είναι αμφίβολη η ελληνικότητα και το ήθος του. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κάποιον που υποστηρίζει τους Τούρκους. Η λέξη είναι παλιά και την βρίσκουμε μεταξύ άλλων και στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Φίλε αγανακτισμένε,
η είσαι Τουρκόπιασμα η είσαι Τουρκανάκατος.
Αντε να κάνεις κανένα DNA test μήπως χρειασθεί να φορέσεις κανένα φεσι. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Εις -πιασμα ρατσιστική βρισιά, παρόμοια με τα τουρκόσπορος και τουρκανάκατος. Αρχικά χρησιμοποιείτο κυρίως ως βρισιά εναντίον Ελλήνων που είχαν καταγωγή από τόπους τουρκοκρατούμενους, λ.χ. Μικρασία και Πόντο, ή με τουρκική πληθυσμιακή πλειοψηφία. Πλέον χρησιμοποιείται περισσότερο ως βρισιά για κάποιον θεωρούμενο ως «Τουρκόφρονα», δηλαδή για κάποιον που υποστηρίζει τα συμφέροντα των Τούρκων και εν γένει δεν είναι (κατά την άποψη των χρησιμοποιούντων την έκφραση) αρκετά Έλληνας- ελληνόφρων.
Αλλά η Ερυθρόμαυρη Συμμαχία είχε στο Ανώτατο Δικαστήριο τον πρόεδρο της τον Σπαχίου, που αυτός είναι τουρκόπιασμα, είναι άνθρωπος των Τούρκων στην Αλβανία και τον κάνουν ότι θέλουν. (Εδώ).
Τη λες βρε υποκειμενο ΤΟΥΡΚΟΠΙΑΣΜΑ..Να σε χαιρονται οι μαλακες που σε ψηφυσανε.Θα δεις στον επομενο γυρω που θα πατε εσύ κι ο κυρ-Φώτης σου παλιοπουτάνα! (Από διαδικτυακές βρισιές).
ΠΑΛΙΟ ΤΟΥΡΚΟΠΙΑΣΜΑ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙς ΝΑ ΜΙΛΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ,ΑΝΤΕ ΒΡΕΣ ΕΝΑ ΤΑΓΜΑ ΑΠΟ ΑΡΑΠΑΔΕΣ ΝΑ ΓΑΜΙΕΣΕ ΠΡΩΙ ΚΑΙ ΒΡΑΔΥ ΚΑΙ ΑΣΕ ΥΣΗΧΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ,ΞΕΦΤΙΛΑ ΓΥΝΑΙΚΑ (από διαδικτυακές βρισιές).
Got a better definition? Add it!
Μέρος από σύνθημα οπαδών του Ολυμπιακού («όσο νυχτώνει η πούτσα μεγαλώνει, γαμιέται το σπίτι του κάθε Ενωσίτη» ή «και μπαίνει στο σπίτι του κάθε Ενωσίτη»), το οποίο τείνει να αυτονομηθεί και να λάβει διάφορες τροποποιήσεις. Λ.χ.
Συνδέεται με το κλασικό μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι (βλ. παράδειγμα 3).
Χρησιμοποιείται από εθνικιστές ως σύνθημα εναντίον θεωρουμένων ως μη Ελλήνων σε ομοιοκαταληξία με το «Κολοκοτρώνη» σε ρίμες τ. «όσο νυχτώνει, η πούτσα μεγαλώνει, γλείψτε τα αρχίδια του Κολοκοτρώνη/ πάρτε τσιμπούκι απ' τον Κολοκοτρώνη» κ.τ.ό., με σκοπό να καταδειχθεί πώς οι «μη Έλληνες» ταπεινώνονται και καλά από τους «Έλληνες».
Γενικά, δηλώνει μια κατάσταση που όσο περνάει ο καιρός εκτραχύνεται και βαίνει προς το χειρότερο. Αλλά μπορεί και να δηλώσει, αντιστρόφως, την σταδιακή ανάδυση επαναστατικής προοπτικής (βλ. παράδειγμα 7).
Πάσα (Δ.Π.): allivegp
Quizz από το Cosmopolitan:
όσο νυχτώνει :
1) η πούτσα μεγαλώνει
2) ρούφα το τρομπόνι
3) share and watch KONY
4) μη κοιμάσαι άλλο μόνη
5) υπάρχουνε και τα πόνυ
OSO NYXTWNEI,I PUTSA MEGALWNEI K MPAINEI ST SPITI T KA8E ENWSITI! K GAMISTE XANA TUS PELATES,OI OPADOI TUS EINAI AIWNIOI ORIVATES! (Το σύνθημα του Ολυμπιακού, στο youtube).
Όσο νυχτώνει, η πούτσα μεγαλώνει. μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι! (Εδώ)
Αντε γαμή-, άντε γαμήσου Πάγκαλε. Οσο νυχτώνει η πούτσα μεγαλώνει, η υπομονή του Ελληνα αρχίζει και τελειώνει. (Από μπλογκ)
ΟΣΟ ΝΥΧΤΩΝΕΙ Η ΠΟΥΤΣΑ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΣΕ ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ ΚΥΡΙΑΚΟ ΠΑΠΑΧΡΟΝΗ (Εδώ).
Βασικά όσο νυχτώνει η πούτσα μεγαλώνει. Ο Καρατζφέρης δε φαίνεται να μπαίνει, άρα παίζει να ξαναπάμε σε δεύτερο γύρο. Λογικά τα ποσοστά των δύο θα πέσουν και άλλο. (Εδώ).
ΟΛΕ ΟΛΕ ΟΛΕ ΣΤΑ ΣΚΑΤΑ ΝΔ ΠΑΣΟΚ ΛΑΟΣ ΣΤΑ ΣΚΑΤΑ..ΟΣΟ ΝΥΧΤΩΝΕΙ Η ΠΟΥΤΣΑ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ ΛΑΜΟΓΙΑ ΠΡΑΣΙΝΑ ΜΠΛΕ ΚΡΥΦΤΕΙΤΕ. (Εδώ).
Oσο περνάει ο καιρός, τόσο μας γαμάνε και περισσότερο! Κατι σαν το όσο νυχτώνει, η πούτσα μεγαλώνει! (Εδώ)
Got a better definition? Add it!
«Μια υποθετική τοπολογική ιδιότητα του χωροχρόνου που σχηματίζει ένα τούνελ που συνδέει δύο απομακρυσμένα σημεία του. Θα μπορούσε να αποτελεί ένα «κόψιμο δρόμου» δια μέσου του χωροχρόνου» (δες εδώ και εδώ για περισσότερα). Πας δηλαδή στο εξοχικό σου στη Λούτσα, κι άμα είσαι τυχερός να πέσεις πάνω σε σκουληκότρυπα, βρίσκεσαι αίφνης στην επιφάνεια του πλανήτη Άρη.
Και μιλώντας για Άρη, σκουληκότρυπα ονομάζεται το γήπεδο Κλεάνθης Βικελίδης ή Χαριλάου λόγω του ότι οι οπαδοί και μέλη της ομάδας του Άρη (σκουληκι-άρη) αποκαλούνται σκουλήκια. Σχετικά συνώνυμα για το γήπεδο: σκουληκοφωλιά, σάπιο μήλο (ή σκέτο μήλο), αλλά και νταχάου
β. Διαστημική σκουληκότρυπα-εξπρές. Μελέτη Eλληνίδας ερευνήτριας εξετάζει τη δυνατότητα ταξιδιών στο σύμπαν μέσα από χωροχρονικά τούνελ. (Εδώ).
β. Δεν το φοβηθήκαμε το ματς. Αυτό θα έλειπε δηλαδή, ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ είμαστε! Και όταν βρεθήκαμε πίσω
δείξαμε χαρακτήρα και... πάθος, ώστε να γυρίσουμε το ματς και να φύγουμε από την σκουληκότρυπα όπως
πρέπει. Νικητές! (Εδώ).
γ. το ματς το πήγε στο Χ ο Novito που ήθελε πρόκριση στην σκουληκότρυπα. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Το μέλος ή οπαδός της ομάδας του Άρη. Συγγενές σημασιολογικά στον κύριο (μειωτικό) χαρακτηρισμό τους που είναι σκουλήκια.
Φαλακρη καμπια. Ολοι ξερουμε τις μαλακιες και το κομπλεξ του για τον Αρη. (Από το Φέισμπουκ).
σκουληκια ησασταν και καμπιες θα μεινετε (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Λέξη που διασώζει και χρησιμοποιεί αρκετά στο ιδίωμά του ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, πλην ψιλολέγεται και μέχρι σήμερα. Σημαίνει το γύφτικο εικόνισμα, και κατ' επέκταση (σύμφωνα με τα ρατσιστικά στερεότυπα) άνθρωπο (στον Παπαδιαμάντη κυρίως κοπέλα) μαυριδερό και άσχημο, ή οποιονδήποτε άνθρωπο ή πράγμα περιφέρουν εν είδει λιτανείας ως κάτι σημαντικό, ενώ πρόκειται για κάτι εξαιρετικά ευτελές.
Σε μια σύγχρονη εποχή, που το λιγότερο όλοι γυρίζουν με ένα κινητό στην κωλότσεπη, που η τοπική τηλεόραση εκπέμπει ζωντανά, μέσω διαδικτύου, σε όλη τη γη, που τα Bluetooth και τα delivery είναι σε ημερήσια διάταξη, που η αντιπαράθεση λέγεται debate και είναι προσιτή για σύγκριση σε κάθε πολίτη, κάποιοι επιμένουν να τρέχουν από σπίτι σε σπίτι και να σταυρώνουν τον κόσμο για το σταυρό. Γιατί μη μου πει κανείς, ότι πάνε να πείσουν οικογένειες να ψηφίσουν από εδώ και όχι από εκεί; Άλλωστε δεν θα διέθεταν το χρόνο για να φέρουν ψηφοδέλτια παρά μόνο, κοιτάνε την πάρτη τους… Είναι όμως εντελώς γελοίο, να μην ξέρεις που πέφτει το σπίτι του τάδε συμπολίτη και να σε κουβαλάνε σα γυφτοκόνισμα, οι επιτήδειοι που κάνουν βεραμέντε ψυχικό γιατί έχουν γνωριμίες και άκρες… (Εδώ).
Έβγαιναν, μάνα και κόρη, έξω στο επάνω το λιακωτό τους, το παλαιόν και ετοιμόρροπον, η γραία Κακαβάραινα κ' η κόρη της το Μελαγχρώ, μεσημέρι και βράδυ και μεσάνυχτα, κ' έλυναν τα κλώνια της μανδήλας τους, κ' εξεσκουφώνοντο, κ' ετραβούσαν τα μαλλιά τους, και κατηρώντο «να πέση ξεπατωμός» στην γειτονιά. Κ' έβγαζαν της καθεμιάς και το παραγκώμι της. Την μίαν την ωνόμαζον. . .. ποδαρούσα, την άλλην εφταλουτρού, την άλλην γυφτοκόνισμα, την άλλην αναρούσα, [ξωτικό] την άλλην μαυροτσούκαλο, παλαβομανίτα. Είχον πλούσιον ονοματολόγιον. (Από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Μάνα και Κόρη» (1914 η μετά θάνατον πρώτη δημοσίευση) εδώ).
-Κείνο το γυφτοκόνισμα, το κουνέτο, το ξόγανο... κείνο το ανείδεο, το ξωθικό, παιδάκι μου... τον έκαμε το γυιό μου μπε κί ο... Ακουσ' εμένα που σ' λέω... τον έκαμε μπε κί ο! (Από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Τα δυο κούτσουρα» (1904) εδώ).
Ήτο η Μαρούσα, η ψυχοκόρη της Σταματούλας, δεκατεσσάρων ετών κορασίς, μελαγχροινή, νόστιμη, με μάυρα όμματα, με λευκόν μανδήλιον περί την κεφαλήν, την οποίαν προ δύο ετών, όταν ήτο μαθητής του γυμνασίου και κατώκει εις γειτονικόν δωμάτιον, ενθυμείτο μικράν άσχημην παιδίσκην, μαύρην, ζαρωμένην, αληθές «γυφτοκόνισμα», και ήτις τώρα είχε «ξετρίψει» κι εγίνετο ωραία. (Από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Αποκριάτικη Νύχτα» (1892) εδώ).
Κ' εγώ σ' έχασα τόσον καιρόν, και δεν σ' έβλεπα; Να χαθή το χνάρι σου, να μη σε βλέπω! Τι έγεινες τόσον καιρόν και δεν εφάνης πουθενά, γυφτοκόνισμα; (Από το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Η Γυφτοπούλα»εδώ).
Got a better definition? Add it!
Ειρωνική τροπή του Γκαλάκτικος, που σημαίνει την τακτική να παίρνει μια αθλητική ομάδα πανάκριβους παίκτες σούπερσταρ έχοντας ως σκοπό κυρίως το γόητρο, τη διαφήμιση και την επίδειξη, και μόνο δευτερευόντως αγωνιστικούς λόγους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της τακτικής αυτής υπήρξε η ποδοσφαιρική ομάδα της Ρεάλ Μαδρίτης, που κυρίως φέρει το όνομα Γκαλάκτικος, αυτή καθώς και οι υπεραστέρες της.
Στα καθ' ημάς, η συνήθεια δημοσιογαύρων να αποκαλούν την ομάδα του Ολυμπιακού ως Γκαλάκτικος, λόγω κάποιων εντυπωσιακών μεταγραφικών κινήσεων, όπως αυτή του Βίτορ Μπόρμπα Φερέιρα τουπίκλην Ριβάλντο, έφερε από το αιώνιο αντίπαλον πέος, τους οπαδούς του Παναθηναϊκού, το αποτέλεσμα να αποκαλείται ο Ολυμπιακός γελάκτικος , επειδή και καλά προκαλεί το γέλιο με τα καμώματα και τις αποτυχίες του, παρά τις ψευδαισθήσεις μεγαλείου.
Είναι να γελάει ο κόσμος μαζί σας. Καλά σας κάνουν και σας γράφουν ΓΕΛΑΚΤΙΚΟΣ... Από μια ομάδα η οποία είναι στα πρόθυρα να διαλυθεί και με αέρα απο τις 14 νεές μεταγραφές, πετώντας φωτιές σε όλες τις γραμμές του γηπέδου πέσατε πάνω στα παλικάρια του Ηρακλή και σας έκαναν τέτοιο κλίσμα που δεν είχατε ξανα δεί στην ζωή σας! (Εδώ).
Γελούν από τώρα στο “Εmirates” με τους… Γελάκτικος! Το κράξιμο του σκάουτερ της Άρσεναλ για τα όσα αντίκρισε στο ματς των λιμανίσιων με τον Εργοτέλη, δεν είχε προηγούμενο! (Εδώ).
Τη (Μ)παρτσα(κλή) της Ελλάδας, aka Γελάκτικος, που τους έκαμε γαύρο μπουρδέ(λ)το η αντί προτελευταία Μπανανία (του μπανανά). (Εδώ).
Ο λούτσος ήταν μεγάλος, πολύ μεγάλος για τους γελάκτικος που για ακόμα μια φορά προσέφεραν στιγμές άφθονου γέλιου ανά την Ευρώπη. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Αυτός που προσπαθεί να την βγάλει τζάμπα, και κατ' επέκταση ο φτηνός, αλλά και ο ευτελούς ποιότητας.
Καλά εσύ είσαι γνωστός τσάμπαμαν και καβατζόπουστ@ς . =ρ. Σε ότι διακοπές πας, τη βγάζεις με τράκα. (Εδώ)
έχει ένα κομπρεσέρ με μεγάλες δυνατότητες σε τιμή τσάμπαμαν !!! (Εδώ).
Δεν θέλω την τσάμπαμαν συσκευή που μου έφερες τράβα πάρε κάνα Samsung; (Εδώ).
Δες και -μαν.
Got a better definition? Add it!
Ψευδογαλλική λέξη για τον νταλικέρη, χρησιμοποιείται στα καλιαρντά, αλλά και εκτός αυτών. Ψευδοαγγλικά αντίστοιχα τα νταλίκερμαν, νταλίκαμαν. Μπορεί να δηλώσει και φαινόμενα τ. νταλικέρης, νταλίκα, χοτέλ νταλικέρ κ.τ.ό.
Πρώτη βραδιά, δέκα πελάτες, καλή κονόμα. Μπουτ λατσά. Με πήγε σε μια πιάτσα όχι πολύ γνωστή, που συχνάζανε, ας πούμε, οι μυημένοι. Το ψωνιστήρι γινότανε στην αλάνα, απέναντι απ’ το γήπεδο του ΠΑΟΚ. Μόλις σουρούπωνε άλλαζε το σκηνικό και μεταμορφωνόταν. Παρκάρανε εκεί μεγάλα φορτηγά πολλών κυβικών, νταλίκες. Οι νταλικέρ πολύ επιρρεπείς στο κοκό. Κι όχι πάντοτε ενεργητικοί, πολλοί ήτανε μερακλαντάν, απ’ όλα κάνανε. (Από το βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη «Ο Γύρος του Θανάτου», 2010, εκδ. Άγρα, δες εδώ).
Το ένα τρίτο του Βραβείου Οδικής Ασφάλειας προτείνεται να απονεμηθεί στον ΟΑΣΘ για τις ...ασφαλείς και εξυπηρετικές Στάσεις Λεωφορείων που έχει εγκαταστήσει στον Δήμο.
Χαρακτηριστικές των νέου τύπου Στάσεις στις φωτογραφίες
(αν δεν σε φάνε τα ...φίδια, όλο και κάποιος καλός οδηγός, σαν τον κύριο νταλικέρ που ανεβαίνει με 90 χλμ την ώρα την ανηφόρα του Τριλόφου, θα σε παρασύρει). (Εδώ).
Έξω από το καμπινγκ περιμένουμε κάποιον να ανοίξει. Xτυπάμε κουδούνι. Tίποτα. Στα παπάρια τους. Προφανώς άλλο ένα bikers friendly camping. Λίγο πριν υπήρχε χοτελ νταλικέρ στο κυριλέ του. Πόσο; 65. H κούραση αρκετή. Oι αντιστάσι στα βλέμματα των άλλων μικρές. Πάμε δε γαμιέ. Tελικά πέσαμε στα 60. Kαι μετά πέσαμε στα κρεβάτια. (Εδώ).
Ναι, και καλά, πήγαν στην παραλία, έτσι-γιουβέτσι και στο ξεκαύλωτο οι γερμανίδες νταλικέρ τους άρχισαν στα πετραδάκια... (Ο ΜΧΣ διηγείται από δεύτερο χέρι ιστορία που διεδραματίσθη στα ένδοξα Τζιβιτζιλοχώρια)
Got a better definition? Add it!