Βασικά βρισιά, που μπορεί να έχει αποδέκτη και τα δύο φύλα, τις μάνες τους, και ό,τι επιθυμεί κάποιος να βρίσει, αλλά επίσης περιγράφει υβριστικώς και παρτόλα γυναίκα που είναι εντελώς τελείως ξέκωλο, ή ξεφτιλοπούτανο ή την βρίσκεις σε ξεφτιλάδικα, γενικά κοπέλα τελειωμένη, φτηνή πουτάνα και άλλα τέτοια που απέχουν παρασλάνγκας από την τρε κομιλφό κυριλογκόμενα και αρχοντομούνα.

1. Έχει και πολλές ξένες. Βασικά και οι γκόμενες εκεί για να φασωθούν πάνε. Από το τελευταίο ξεφτιλόμουνο μέχρι την πιο κυριλογκόμενα (που ψάχνεται όμως) έχει.

  1. Πολυ μέτριο ξεφτιλόμουνο το οποίο γαμούσα με ευχαρίστηση...... (Τα ξέκωλα του Φέισμπουκ).

  2. - Δεν παω τοσο για το γαμησι εκει αλλα για να αλλαξω περιβαλον και για το κλιμα που ειναι κατι το τελειο,χωρις να εχει τον καυτο ηλιο και την κωλοζεστη της Ελλαδας εχει ωραιες θερμοκρασιες και νιωθεις ευχάριστα.
    - ναι ρε για το κλίμα !!!!! δεν χρειαζότανε καν να το πεις αυτό...α και που σαι..μόλις σου κλείσει το πρώτο ξεφτιλόμουνο το ματάκι πας να την σκίσεις αλλά προς θεού...πάνω από όλα το ΚΛΊΜΑ !!! (Εύλογη αντίδραση σε τουκανιστή πορνομετανάστη στο μπουρντέλα ντοτ κομ)

  3. Εντυπωσιακη κοπελα...δεν μπορω να πω... αλλα ετσι οπως παρουσιαζεται.. δειχνει ενα ακομα ξευτιλομουνο που κουναει την κωλαρα της στα κλαμπ και απο κατω οι νεαροι αυνανες κοιταζουν με το στομα ανοιχτο... (Από μπουρδελοσάιτ)

  4. Το μουνόπανο γαμώ το ξεφτιλόμουνο που τονε γλίστρησε μου άναψε τα λαμπάκια βραδιάτικα.. (Από ιντερνετικό βρις-οφ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα πιο σπάνιο συνώνυμο για αυτό που συνήθως λέμε γκόμενα- γαρίδα, δηλαδή την γκόμενα με άσχημο πρόσωπο και καταπληκτικό σώμα, στη (σεξιστική) λογική «πετάς το κεφάλι και τρως το σώμα». Για ερμηνεία του φαινομένου βλ. 3ο παράδειγμα. Τηρουμένων των αναλογιών θα μπορούσαμε να πούμε ότι η γκόμενα καραβίδα είναι το αντίστοιχο ενός παίκτη τύπου Βασίλη Σπανούλη που επειδή είναι κοντός αναγκάστηκε να αναπτύξει υπέρμετρα όλα τα υπόλοιπα μπασκετικά ταλέντα του. Έτσι και η γαρίδα- καραβίδα αναπτύσσει τακαπληκτικό σώμα για να υπεραναπληρώσει το άσχημο πρόσωπό της.

Σχετικοάσχετο: Ήμαρτον Κύριε! Ου γαρίδασι τι γαμούσι

1. ....αν είσαι «γκόμενα - καραβίδα» και οκτώ μάστερ να αποκτήσεις , το πολύ πολύ να μεταλλαχθείς σε «παραμορφωμένη-καραβίδα» μαζί με όλες τις άλλες ... κι άντε μετά να πετάξεις από πάνω σου την ρετσινιά.

2. να σε χαιρεται ο μπαμπακας σου κοριτσι.... γκομενα καραβιδα...

3. Υπάρχουν πολλές γυναίκες εκεί έξω που έχουν υπέροχο σώμα αλλά άσχημο πρόσωπο. Και ναι, είμαστε μαλάκες, ρηχοί, μισογύνηδες και γελοίοι που τα γράφουμε αυτά αλλά είναι μία πικρή αλήθεια που πρέπει να ειπωθεί. Φυσικά και υπάρχουν αντίστοιχοι άντρες - καραβίδες. Αλλά δεν μας αφορούν.
Η άσχημη γκόμενα στα καλύτερά της
Είναι φυσιολογικό να υπάρχουν γκόμενες γαρίδες. Φυσιολογικότατο. Γιατί είναι το ανώτατο level για μία άσχημη κοπέλα το να καταφέρει τουλάχιστον να έχει ένα φανταστικό σώμα ώστε να τραβάει τα ανδρικά βλέμματα. Είναι δύο οι τρόποι να είσαι υπέροχη γκόμενα αν δεν έχεις ωραίο πρόσωπο. Α) Να είσαι γαμάτη, πανέξυπνη, mindblowing και ερωτεύσιμη και Β) να έχεις ένα πολύ ωραίο και γυμνασμένο σώμα. Κι επειδή το πρώτο είναι πάρα πολύ δύσκολο και δεν εξασφαλίζεται με μερικές ώρες στο γυμναστήριο καθημερινά, το πιο συχνό φαινόμενο είναι το δεύτερο.
Κάθε ασχημούτσικη γκόμενα προσπαθεί να βρει εκείνα τα στοιχεία που θα την αναδείξουν. Οι πιο πολλές επιλέγουν να κάνουν τα πάντα ώστε ο δικός τους κώλος ή το δικό τους σώμα εν γένει να είναι το πιο ωραίο. Για πολλούς άνδρες στην τελική αυτό είναι υπεραρκετό. Δεν είμαστε ούτε τόσο ρηχοί, ούτε τόσο μαλάκες. Απλά μας αρέσει μία γυναίκα να προσέχει το σώμα της.

(από Khan, 13/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published

βιλλόφατσα, βιλόφατσα

Στα κυπριακά είναι ο ψωλομούρης, ο dickhead ή dickface αγγλιστί, δηλαδή ο πολύ άσχημος, αλλά είναι και γενικότερα βρισιά. Εκ του βίλλα, βίλα (=πέος) και του -φατσα.

1. - apla enan kopeloui en tha asxolitun etsi skedio me tin kopeluaa! so men xonese piso p to daxtilo su r villofatsa je men nekatonese me tin kopeloua! [...]
- aman se gamisww en na doume pios en na i villofatsa [...]
-kalan r inta villa su mpennei esena pou katw j peripezeis tin kopellua;stile ksana j vale onoma na dume inta villofatsa eise esu

2. inda ahristiii isasten re pelee ! kanenas enene teleios je oson gia to pasha piene de tin vilofatsa sou je fkarton skasmo gamoto eginan mou ouloi krites

3. MEN KSANATOLMISIS NA PIS TIPOTA GIA TIS BELIEBERS RE VILOFATSA.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πουστράκι (άκα στράκι) στα ποδανά.

Πάσα: Σβέρκος.

1. Όλοι τους νομίζουν εκεί μέσα ότι έχουν πιάσει τον παπά απ' τα φρύδια κι εμείς είμαστε τα δουλικά τους. Νοοτροπία κοτζαμπάση και δεν συμμαζεύεται ! Καφεδάκι στο κολωνάκι, βόλτες στα πανάκριβα μαγαζιά τριγύρω και μούρη σε όλα τα «καθώς πρέπει» χαπενινγκς. Σταματάνε την κυκλοφορία και πήζει το σύμπαν για τα προσέλθουν με άνεση στις αυτοκινητάρες τους στην βουλή. Όποτε πατάνε βεβαια γιατί υπάρχουν μπουμπούκια που δεν έχουν ανέβει στο βήμα εδώ κι ενάμισι χρόνο (π.χ. το στρακιπου ο αρούλης... απαξιεί ο Λουι-βιτόν). Δεν έχουν πάρει μυρουδιά τι γίνεται τριγύρω. Ας όψονται τα γίδια που ψηφίζουν αυτούς τους λακαμάδες...
βρεμμένη σανίδα που θέλετε...

2. Καμίνη στρακιπου τα χειρότερα ρε αχρηστοανίκανε, τα χειρότερα.

3. ρε καταρα αυτο το επαγγελμα...σονι και ντε να εισαι στρακιπου για να κουρευεις τριχες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά εις -φατσα για το πρόσωπο ενός ανθρώπου και κατ' επέκταση για τον ψυχισμό του.

Μπορεί να σημάνει ένα μεγάλο φάσμα από διαφορετικές φάτσες, λ.χ. φάτσα κυριολεκτικά μουνί, άντρα άσχημο, με άγαρμπα χαρακτηριστικά, ατσούμπαλο, στραβοχυμένο, αλλά και θηλυπρεπή, γυναικωτό, ή μπιμπερόπουστα, ή κλαψομούνη που η κλαψομουνιά είναι μονίμως αποτυπωμένη στο πρόσωπό του, ή αγαθομούνη, ή πλαδαρό, σαρκώδη άντρα που φέρνει σε διαφθορά πατέρα Καραμάζοφ κ.ά. Έχω την εντύπωση ότι κυρίως για άντρες λέγεται η βρισιά.

1. ΑΥΤΗ Η ΜΟΥΝΟΦΑΤΣΑ ΗΤΑΝ Ο ΕΚΛΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΠΡΟΕΙΣΤΑΤΕ [sick] ΤΟΥ ΣΔΟΕ ΝΑ ΜΑΣ ΣΩΣΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΑΦΘΟΡΑ.
ΑΥΤΟ το μεταλαγμενο γυναικωτο ανδροειδες ηταν ενας απο τα μεγαλα αφεντικα της μαφιοζικης οργανωσης στην Θεσσαλονικη.

2. ΑΠΟ ΤΕΤΟΙΟ ΜΟΥΝΙ ΠΟΥ ΠΕΤΑΧΤΗΚΕ, ΤΕΤΟΙΑ ΜΟΥΝΟΦΑΤΣΑ ΒΓΗΚΕ... ΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΗΝ ΚΑΝΑΝΕ ΝΟΜΙΜΗ...

3. Εντελώς μουνόφατσα όταν χαμογελά. Θυμίζει αυτο το γαμίδι τον Τζάστιν Μπίμπερ.

4. Αλλο σοκαριστικό να σου πω; Η φθείρα του εφηβαίου μπορεί να μετοικήσει ακόμα και στις βλεφαρίδες! Ετσι, αν σου πουν ότι είσαι μουνόφατσα, θα έχουν δίκιο.

Αυτόν βγάζει το Γκουγκλ Ίματζιζ. (από Khan, 17/05/14)(από Khan, 17/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί να είναι και ένας σπάνιος δόκιμος όρος για να δηλώσει τον Προτεσταντισμό (βλ. 4ο παράδειγμα). Αλλά εδώ μας ενδιαφέρει ως ένα εθνικό φαυλιστικό (και ουχί αυτοφαυλιστικό, που λέει κι ο Νίκος Σαραντάκος), επίσης σπάνιο, αλλά το έχω πετύχει πού και πού στο Φέισμπουκ και σε πολιτικά σάιτ, του οποίου η χρήση γίνεται κατά παραδειγματική αντιδιαστολή με άλλους εθνικοφαυλιστικούς όρους, όπως η Σοβιετία και η Μπανανία.

Το νόημα είναι περίπου το εξής. Προβάλλονται συχνά ως δυστοπίες τα κράτη του πρώην ανατολικοευρωπαϊκού υπαρκτού σοσιαλισμού (Σοβιετίες) ή οι χώρες της Λατινικής Αμερικής (Μπανανίες, βλ. και Βενιζουέλα). Επειδή η Ελλάδα κινδυνεύει να έχει χαρακτηριστικά από τα παραπάνω, λ.χ. γραφειοκρατία, δημόσιο φορέβα, αγκυλώσεις, λαϊκισμό κ.ά., αυτοφαυλίζεται συχνά και η Ελλάδα με όρους όπως οι παραπάνω, ή κρούεται ο κίνδυνος μήπως καταστεί κάτι τέτοιο στο μέλλον.

Κατά αντίστιξη, λοιπόν, κάποιοι χρησιμοποιούν τον όρο Προτεσταντία για να χαρακτηρίσουν το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή χώρες του Προτεσταντικού Βορρά της Ευρώπης, όπως λ.χ. η Γερμανία, Σκανδιναβικές χώρες, η Ολλανδία, ή πιο κεντρικά η Ελβετία, όπου υποτίθεται ότι η προτεσταντική ηθική έχει δημιουργήσει εθισμούς, όπως λέει και ο Max ο Weber, οι οποίοι οδήγησαν σε μία εύρυθμη λειτουργία ενός ευνομούμενου και οριοθετημένου καπιταλισμού, και σε πολιτικές αρετές των πολιτών, όπως το αίσθημα ευθύνης, η ωριμότητα και άλλες προτεσταντιές, που συνηθίζονται στις χώρες του ενάρετου Βορρά. Αν τώρα η έκφραση ειπωθεί στο πλαίσιο celebrating and undermining, τότε δέον να την εκφέρουμε με έναν επιτονισμό αηδίας, όπως αντιστοίχως στα Σοβιετία και μπανανία, για να χαρακτηρίσουμε τις προτεσταντιές που συμβαίνουν σε ανέραστες χώρες, όπου οι κάτοικοί τους στερούνται την jouissance και την ζουζουνισάνς που προσφέρει το ελληνικό μπάχαλο και ωσεκτουτού είναι κουτόφραγκοι που μπορούν να πιαστούν κότσοι, δεν είναι ψημένοι στη ζωή, τρακάρουν στο ίσωμα, είναι εύπιστοι, πιστεύουν ό,τι τους λένε κ.τ.ό. Για μεγαλύτερο εφέ δέον να επιτονιστεί με τέτοια υποτίμηση σαν να λέμε ότι δεν πρόκειται για σοβαρές χώρες.

Πάσα: John Black.

  1. Φυσικά η πρόταση είναι ανεδαφική. Για όλους τους γνωστούς λόγους που έχουν αναλυθεί εκατομμύρια φορές και έχουν σχέση με την ατροφία της civil society στην Ελλάδα και κατ' επέκταση την δυσλειτουργικότητα της αυτορυθμιζόμενης αγοράς. Θα ήταν αφόρητη κοινοτοπία να ξαναπούμε ότι δεν είμαστε Γερμανία και Σκανδιναβία και όποια άλλη Προτεσταντία, όπου θάλλουν γεραρά καταναλωτικά κινήματα; (Από το Φέισμπουκ).

2. Αρκεί γάμος και χαρά να είναι στην ημερήσια διάταξη, τα μάτια κλειστά στην προσευχή, και πομπή πίσω από λείψανα αγίων για να βρέξει... Κι ας άκουγα από μικρός την παροιμία, ότι όταν τελειώσουν τα άλευρα τελειώνει και η Προτεσταντία...

3. Προτεσταντία με δόσεις.

4. ἐν πολλοῖς ἔχουν ἁλωθῆ ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν παπισμὸ καὶ τὴν προτεσταντία, ἀλλὰ δυστυχῶς καὶ ἀπὸ ἐνίους ὀρθοδόξους ταγούς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η θεά στα καλιαρντά, μάλλον εκ του αγγλικού God. Κυρίως με την σημασία του θεόλατσου, ήτοι του πάρα πολύ όμορφου.

1. Πάντως είναι γκόντα και μοιάζει και γατουλογαμούλης, παρά τα μούσκουλα και την κόντρα ξούρα στο στέρνι. Αχ, το καλύτερο τεκνό μας πήρε μέσα από τα χέρια.

2. Καλέ μια γκόντα είμαι!

(από Khan, 19/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πάρα πολύ όμορφος στα καλιαρντά, εκ του α΄ συστατικού θεο- και του λατσός (<lačho = καλός, όμορφος στη ρομανί).

  1. ΕΝΑΣ ΘΕΟΛΑΤΣΟΣ ΚΕΡΑΜΙΔΟΓΑΤΟΣ ΚΑΝΕΙ ΣΑΝ ΤΖΑΣΛΟΣ ΓΙΑ ΜΠΑΡΕΣ ΝΙΑΟΥΡΙΖΟΝΤΑΣ ΣΤΟ web. ΕΧΕΙ ΝΤΕΖΙ. (Από σάιτ για ενήλικες).

  2. ΕΜΕΝΑ ΜΕ ΠΟΝΑ ΚΑΙ Ο ΠΟΥΛΗΣ ΜΟΥ ΑΛΛΑ ΠΕΡΑΣΑ ΦΙΝΑ ΜΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ. ΗΤΑΝ ΜΑΖΙ ΚΑΙ ΕΝΑ ΓΑΡΓΑΡΟΤΕΚΝΟ ΠΟΥ ΠΗΡΕ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑΥΣΤΑΘΜΟ ΣΤΗ ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΙΔΑ ΣΤΟ FERRY ΒΟΑΤ. ΜΠΗΚΕ ΣΤΑ ΠΑΛΟΥΚΙΑ ΚΑΙ ΒΓΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΑΜΑ Ο ΘΕΟΛΑΤΣΟΣ. (Αποκατέ).

  3. Εισαι θεολατσος και μπεναβεις μεσικ. Τζασε την καθε καλιαρντω, λουγκρα, και ανεμιαρα και αβελε αποκατε να αβελουμε κοντροσολ. (Από το Νέτι)

(από Khan, 20/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Το φιλί στα καλιαρντά εκ του σολ που σημαίνει γλύκα, ηδονή και ο Ηλίας Πετρόπουλος το δίνει αγνώστου ετύμου. Το φιλάω λέγεται αβέλω κοντροσόλ ή κοντροσολάρω.

Trivium: Ένα πολύ ενδιαφέρον περιοδικό λεγόταν Κοντροσόλ στο Χάος. Κυκλοφόρησε από το 1986 ως το 1992, το έτρεχαν ο Αλέξης Μπίστικας, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου και ο Παύλος Αβούρης και έχει πλέον αποκτήσει καλτ αξία.

1. Μη μου στενοχωριέστε και πάθουμε καμία συμφορά (τουτέστιν ανοίξουν λίγο τα στραβά μας- άστε τους ατζινάβωτους να κουελοσφαλάνε!Μπενάβουν ανθυγιεινά). Αν δεν το καταλάβατε, μαθαίνω καλιαρντά. Πολύ χρήσιμη γλώσσα και μακράν καλύτερη από τις μαλακίες που μας μάθανε στο σχολείο. Αν μας είχαν μάθει τα σημαντικά τώρα δε θα μπουάβαμε αλλά θα αβέλαμε κοντροσόλ με κέντα και ντέζι. :P

  1. Summer in the city (κάποτε…)

Μύριζε ο κήπος γιασεμί
έκαιγε ο ήλιος το κορμί
κι έφτανε η πιο γλυκιά στιγμή ΕΒΓΑ παγωτό με μια δραχμή

Μύριζε η κουζίνα λαδερό
έπαιζε το ράδιο Κατσαρό
σε τραπεζομάντιλο καρό
πιάτα με καρπούζι δροσερό

Μύριζε το πάτωμα Κλινέξ
άκουγα μακριά τα βρεκεκέξ
έκλεινα κουρτίνες Γκρεκοτέξ
κι έψαχνα να βρω τι είναι σεξ

Μύριζε η βεράντα απ' το Κατόλ
άσπρα τα σεντόνια από το Rol είμαστε κρυμμένοι μες στο χολ κι είχαμε ριχτεί στα κοντροσόλ.
(Ο Γιώργος Παυριανός στιχώνει αποκατέ).

  1. Παρά τα πολλά ψεγάδια της, η ταινία του Καλογερόπουλου είναι μια χειμαρρώδης κινηματογραφική εξαίρεση με μεγάλη καρδιά, ένα grand folly για τα ελληνικά δεδομένα, μια άναρχη, ιδιότυπη οδύσσεια, μια κοντροσόλ στον παραλογισμό και το χάος της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας και μαζί μια αλληγορική καταγγελία με οικολογικούς και νοσταλγικούς τόνους, που δίνει την εντύπωση πως εκφράζει έντονα τον δημιουργό της. (Δώσε βάση στο νόημα αποκατέ).

  2. Εισαι θεόλατσος και μπενάβεις μεσίκ. Τζάσε την καθε καλιαρντω, λούγκρα, και ανεμιαρα και άβελε αποκατε να αβελουμε κοντροσολ και μπιεσμάν. Αβελω ροσολιμαντε σε καθε διαθεσιμη μπαροτατη σερμέλα και πούλη, κουραβέλτα, και να πισελουμε μεχρι πρωιας. Με ντέζι, ο τζασλός για εσενα και νταλκαρέτεκνο. (Καλιαρντοσύνες αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Προέρχεται από τα καλιαρντά, εκ του πουρό (< ρομανί phuro= γέρος, παππούς) και τεκνό, και σημαίνει κάποιον προχωρημένης ηλικίας, που φέρεται σαν νεαρός γκόμενος, προσέχει την εμφάνισή του, και ψάχνεται για ερωτικές περιπέτειες. Συνώνυμο: γεροντοτεκνό / γεροντότεκνο, πουροτινέιτζερ. Βλ. και πουρογκόμενα.

  1. Θα πάρω τηλέφωνο τον Γιώργο Παπανδρέου και θα του πω να ξαναφτιάξουμε το συγκρότημα που είχαμε στη Μασαχουσέτη. Για να μην ψάχνουμε για τα άλλα δύο μέλη, που μπορεί και να τα έχουν τινάξει, θα πάρουμε για μπασίστα τον Χρύσανθο Λαζαρίδη και για τραγουδιστή τον Σίμο Κεδίκογλου, που είναι πουροτεκνό και θα κάνει θραύση στις πενηντάρες. (Από το Κατὰ Πιτσιρίκον Ημερολόγιο του Αντώνη Σαμαρά στο Unfollow 29, Μάιος 2014, σ. 35-36).

2. Ουαουυυ, εγω με...πουροτεκνο;
Θα σκασω μουρη με το λαμε το πι το ξωπλατο κ θα στειλω τις γριες στο φαρμακειο με το καροτσι της λαικης...ασε που θα ριξω σ ολες τις λεμοναδες κατι χαπακια που βρηκα...σπασμενα...
Α, και να μην ξεχασω...να ξεχασω το χαπι για το παρκινσον, δεκαεφτα βαθμους εχω..

3. Kι όμως υπάρχει τοιούτος τύπος γκέουλα, που θυμίζει φαγιούμ, είναι πουροτεκνό, δεν τα έχει όλα τα μαλάκια του ,και ο δικός μας βγαίνει στο πιο ελληνοπρεπές του, όχι τόσο ευρωπαία φάση, έχει ......... μαυριδερό δέρμα, αλλά κάπως πιο αβρό, γενικά θυμίζει Μύρη κι έτσι, χαρακτηρίζεται και ως σιδώνιος νέος από το ποίημα του Καβάφη

(από Khan, 22/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified