Στα καλιαρντά είναι το κλάμα. Προκύπτει από το κουέλω που είναι εξελιγμένος τύπος του δικέλω που σημαίνει βλέπω (<dik (=κοίτα στη ρομανί) <dikhel =βλέπω, κοιτάζω, επιθεωρώ) και από τα φλόκια δηλαδή τα χύσια. Οπότε κουελοφλόκιασμα είναι σαν να λέμε τα χυσίδια των ματιών. Ποίηση!

Δε ξανάκλεψα τίποτα από τότε!!!!! Μούμεινε βλέπεις και σημάδι στο γόνατο να μου το θυμίζει. Τα ωραιότερα καλοκαίρια της ζωής μου ήτανε αυτά. Άραγε θάχω κανένα καλύτερο; Θα δείξει..... Πάω τώρα να πέσω για ύπνο γιατί που τα θυμάμαι θα με πιάσει κουελοφλόκιασμα και δε θέλω. (Μαρίνα Ζέας αποκατέ).

Coelhoejaculação που λέει κι ο Σφυρίζων

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που απασχολεί μια γκόμενα, την απ-α-σχολεί δηλαδή της καλύπτει την σχόλη, τον ελεύθερο χρόνο της, χωρίς να κάνει κάτι σεξουαλικό μαζί της. Με άλλα λόγια, η θλιβερότατη αυτή μορφή άνδρα ονείδους για τον ανδρισμό που περιγράφεται επίσης με τους χαρακτηρισμούς καληνυχτάκιας, καλημεράκιας, γκομενοβοσκός, μουνοβοσκός, φιλενάδος, φρεντζόουντ κ.τ.ό. Ετικέτες: Θλιβερά, Τραγικά, Μειωτικά, Εξουθενωτικά, Ευνουχιστικά, Όποιος λέει ότι δεν το έχει περάσει είναι ψεύτης.

- Ρε συ, ο Κώστας έτσι τόφαλος που είναι, απορώ και ξύστε με πώς κυκλοφορεί μια ζωή με τα καλύτερα νιαμού!
- Γιατί μήπως τρώει και τίποτα; Μια ζωή απασχολητής είναι.
- Τι φιλενάδος ο Κώστας; Που του τρέχει η βαρβατίλα απ' τα μπατζάκια;
- Ε μα ποιά θα του κάτσει του παιδοβούβαλου!
- Ε, ναι, αλλά να κάνει και λίγο στην άκρη να παίξουμε κι εμείς μπαλίτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη σεξοσλάνγκ σημαίνει γλείφω σχετικά επιφανειακά λ.χ. το αιδοίο, τον πρωκτό ή μια άλλη ερωτογενή ζώνη με κινήσεις της γλώσσας που με λίγη φαντασία θυμίζουν κινήσεις σπατουλαρίσματος.

  1. Η γλώσσα μου χάθηκε ανάμεσα στα μπουτάκια της και ακούμπησε το μουνάκι της. Τραντάχτηκε ολόκληρη και τα πόδια της ανοίξανε πιο πολύ. Συνέχισα απαλά με τη γλώσσα μου να σπατουλάρω το μουνάκι της και με τα χέρια μου έβαλα το ένα πόδι της στην πλάτη του καναπέ και το άλλο κάτω. Τώρα το μουνάκι της βρισκόταν μπροστά μου με τα μουνοχειλάκια λίγο ανοιγμένα και κατακόκκινα από γκαύλα. ("Μαθήματα στην άβγαλτη γειτόνισσα", από flock.gr).
  2. Ο ίδιος παραδέχθηκε, πριν την διείσδυση, αρέσκοταν να φιλάει με το στόμα, να αρμέγει το κογχύλι της γυναίκας. Να σπατουλάρει τη Σχισμούλα. (Η Λατρεμένη Στενή Ατραπός των Σοδόμων, όπου ο Ερεβοκτόνος παρουσιάζει και 40 αρχαιόκαυλες λέξεις για το αιδοίο).
  3. ελπίζω κάποια στιγμή να με αφήσει να της "σπατουλάρω" μουνί και πίσω τρύπα, έχω τεράστια ανάγκη να γλύψω [sick] αυτό το μωρό εδώ και πάρα πολύ καιρό,αλλά δεν αφήνει.. (Επίδοξος Πυγμαλίων- το γλείφω με ύψιλον!- από μπουρδελοσάη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα κλικ παραπάνω από το γλειφομούνι ή αιδοιολειχία, είναι η µουνοαποµύζησις κατά τον Ανδρέαν Εμπειρίκον, ήτοι το ρούφηγμα ή απομύζηση του αιδοίου. Έχει εξάλλου το πλεονέκτημα ότι κάνει λολοπαίγνιο με το μονορούφι, οπότε μπορούμε να φανταστούμε ένα μουνέτο τόσο θεσπέσιο, που το κάνεις μουνορούφι μονορούφι. Κατ' επέκταση, είναι και λολοπαίγνιο για ό,τι σεξουλιάρικο ρουφάς μονορούφι.

  1. Αλλά με σκέτο πλακομούνι ή τέσπα και εξαιρετικό μουνορούφι δεν νομίζω να πλούτισε και να ευημέρησε καμία. (Galadriel στα σχόλια του βδελλογαμιάς).
  2. Californication, μια σειρά που τη βλέπεις μουνορούφι. (Εδώ).
  3. Κύρια αιτία τριχόπτωσης είναι το μουνορούφι και το ρουφοκώλι σε εβένινα μαύρα μουνάκια. (Αστικός μύθος που κυκλοφορεί σε μπουρδελοσάη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξοσλάνγκ για τις περιπτώσεις απώλειας στύσης που είναι σαν να έχει πέσει η ασφάλεια στον ηλεκτρικό πίνακα.

- Και πάνω που το κάναμε με τη Μαρία χτυπάει το τηλέφωνο, δεν το σηκώνω βέβαια, βγαίνει ο τηλεφωνητής, και ποιος ήταν; Η Χριστίνα!
- Η μακαρίτισσα;
- Ναι. Αυτό ήταν! Έπεσε η ασφάλεια. Έφυγα με κατεβασμένα κεφάλια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δόκιμο είναι δικηγορώ. Δικηγορίζω είναι ένας όρος που έχει μάλλον κακή σημασία, δηλαδή συμπεριφερόμαι σαν δικηγόρος όχι με την καλή έννοια, αλλά λ.χ. είμαι εριστικός, προσπαθώ να αποδείξω ντε και καλά ότι έχω δίκιο, ακόμη και με σοφιστείες ή με επιχειρήματα που θα είχαν επιτυχία σε μια δικανική μόνο συνάφεια, μπαίνω στο τριπάκι να κάνω τον δικηγόρο του διαβόλου για να υποστηρίξω μια υπόθεση χαμένη, ή μια υπόθεση όπου κάποιος έχει προφανώς λάθος, αντλώ ηδονή από την έριδα, μεροληπτώ υπέρ κάποιου σαν να ήταν πελάτης μου κ.ά.

  1. Ούτε δικηγορίζω, αλλά εκθέτω επιχειρήματα που βασίζονται στην ουδετερότητα με τα οποία δε βλέπω να εκφράζετε κάποια συγκεκριμένη διαφωνία. (Εδώ).
  2. Αν πιστεύεις ότι «δικηγορίζω ποταπά» όπως αναφέρεις (που παρεμπιπτόντως μάθε πρώτα τι. σημαίνει για να το χρησιμοποιείς), τότε φρόντισε... (Εδώ).
  3. Επειδη μου αρεσει να δικηγοριζω με το μερος του διαβολου και αυτη η ιστορια με τα αεροπλανα και τα ψεκασματα μου μυριζει περιεργα, εχω μια υποθεση και μια απορια. Κατ'αρχας, ποιος λεει οτι αν ψεκαζουν τα αεροπλανα, δεν το κανουν ΚΑΙ την νυχτα; Και δευτερον εαν αυτο το θεμα με τους ψεκασμους ειναι οργανωμενο νομιμως και φανερως για τους οποιους λογικους λογους, βοηθεια στα καιρικα φαινομενα και τις καλλιεργεις πχ, υπο ποια υπηρεσια λειτουργει; (Πcέκαcον εδώ).

Το καταθέτω, επειδή έχω την εντύπωση ότι ισχύει γενικότερα με την κατάληξη -ιζω να φτιάχνουμε ένα κακόσημο ρήμα διακρινόμενο από το δόκιμο ρήμα ή άλλη δόκιμη λέξη. Προς εξέταση από "κομπογιαννίτες φιλόλογους" και "εκμεταλλεύτριες μελισσούλες" του σάιτ, δεκτοί και "χαβαλετζήδες".

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά σημαίνει κοιμάμαι εκ του κουέλω που σημαίνει βλέπω (εξελιγμένος τύπος του δικέλω < dik= κοίτα στη ρομανί <dikhel =βλέπω, κοιτάζω, επιθεωρώ), δηλαδή με λίγα λόγια σφαλίζω τα μάτια και κοιμάμαι.

έτσι γίνονται αυτά τα κόλπα

Κατ' επέκταση σημαίνει και ονειρεύομαι.

  1. Λούμπα γλίτσας κουελοσφαλάει στοά...καγκελοκερικεντέ και Lucky Strike....
  2. Τζασλή για το σουκρό μου,το χορχορότεκνο το πανθηράκι πανούθε γκούρμπαντος είναι ή θεοκάλιαρντος; ισάντες κουελοσφαλάετε για φακιροπίπιζες και φλοκαρίσματα ή μόνο ροσολιμαντέ; Αβέλω νάψες και δικέλω λούγκρες ολούθε... (Αμφότερα από διαφορετικά μπουρδελοσάη).

αυτό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά προέρχεται από το λουμπίνα, που, όπως παρατηρεί ο Αἷας, μάλλον προέρχεται από το κολομπίνα / κωλομπίνα (=περιστέρι και η κολομπίνα της Αποκριάς). Σημαίνει, επομένως, τον κίναιδο.

Λούμπα γλίτσας κουελοσφαλάει στοά...καγκελοκερικεντέ και Lucky Strike.... (Από μπουρδελοσάη).

Καγκελοκερικεντέ και Λάκι Στράικ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ένα κλικ λιγότερο μεταφορικά από τον άλλο ορισμό για τα γλειφτρόνια, είναι το κυριολεκτικό σπατουλάρισμα, δηλαδή το επιφανειακό γλείψιμο σε αιδοίο, πρωκτό ή άλλη ερωτογενή ζώνη με κινήσεις που με λίγη φαντασία θυμίζουν σπατουλάρισμα τοίχου ή άλλης επιφάνειας.
  1. Ξαναμμένο πουτανάκι γαμιέται στο μπάνιο, μετά από καλό σπατουλάρισμα! (Από σάη για ενήλικες).
  2. Τα θετικά της είναι οτι κάθεται χωρίς να βιάζεται, δέχεται σπατουλάρισμα πολύ καλό στο νινάκι της, αν είστε πεντακάθαροι και την έχετε καβλώσει καλά με το σπατουλάρισμα ίσως δεχτεί και δαχτυλάκι. (Από μπουρδελοσάη).
  3. Ρομαντικα γλωσσοφιλα κατευθειαν, και σιγα σιγα αρχισα να κατεβαινω μεχρι που εφτασα στο μουνακι της αλλα για καποιο ανεξηγητο λογο δεν ειχα αναγκη να το γλυψω [sick]. Δεν ξερω γιατι.. Αντιθετως την εβαλα να ξαπλωσει μπουμητα και επαιζα με την κωλαρα της και φυσικα αρχισα να τη γλυφω [sick].. Εκανα και ενα συντομο σπατουλαρισμα στο κωλοτρυπιδι της. (Ακόμη ένας Πυγμαλίων γλύπτης).

2.Επίσης το να χρησιμοποιείται μέικ απ και άλλα καλλυντικά μέσα ώστε να μη φαίνονται οι ρυτίδες και άλλες ατέλειες ενός προσώπου.

H Kαινούργιου είναι αντικειμενικά άσχημη γυναίκα. Εδώ με τόσο σπατουλάρισμα και δεν την συνεφέρνουν...(Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες άντρα (;) παντοφλάκια, αλληλοσυνδεόμενες εξάλλου:

  1. Αυτός που επειδή πέφτει παντόφλα στο σπίτι από τη γυναίκα του, έχει καταστεί μουνόδουλος και η γυναίκα του τον κάνει ό,τι θέλει. Γιατί άντρας είναι αυτός που έφαγε παντόφλα και δεν του άρεσε.
  2. Αυτός που είναι μονίμως με τις παντόφλες, επειδή είναι σπιτόγατος και άρα βαρετός, ανιαρός, καναπεδάκιας, χωρίς περιπέτεια, και που όλη η ζωή του μετά βίας θα έφτανε σε συναρπαγή μια νύχτα από τη ζωή του Βασίλη Τερλέγκα. Αγγλικανιστί couch potato.

1.α.Αυτός είναι ο ΑΠΟΛΥΤΟΣ ΠΑΝΤΟΦΛΑΚΙΑΣ! Δείτε τι μπλουζάκι τον ΥΠΟΧΡΕΩΣΕ να φορέσει η κοπέλα του!!!

Αυτό

β. «Παντοφλάκιας» ο Ομπάμα! Γιατί ο πλανητάρχης φοβάται τη γυναίκα του; Φόβος και τρόμος σου λέει τον έπιασε. Και έκοψε το τσιγάρο γιατί φοβόταν την γυναίκα του.. Μα τι θα σας κάνει τέλος πάντων… Να κουμαντάρεις ολόκληρη χώρα… για να μην πώ κόσμο.. και να μην μπορείς να κουμαντάρεις την γυναίκα σου, μην σου τύχει!!!. (Εδώ και εδώ).

γ. Ούτε δύο εβδομάδες δεν θα συμπληρώσει στον Ολυμπιακό Βόλου ο Ρόι Νταγιάν. Ο Ισραηλινός επιθετικός είχε αποκτηθεί από τους «ερυθρόλευκους» στις 20 Αυγούστου, όμως ξαφνικά ζήτησε να αποχωρήσει. Ο λόγος; Η γυναίκα του δεν επιθυμούσε να παραμείνει στην πόλη της Μαγνησίας, το πιθανότερο είναι ότι η... κρεβατομουρμούρα θα πήγε σύννεφο και ο 29χρονος επιθετικός αποδείχτηκε «παντοφλάκιας» και υπέκυψε. Έτσι, το βράδυ της Πέμπτης (29/8) συναντήθηκε με ανθρώπους του Ολυμπιακού Βόλου, ζήτησε να αποχωρήσει και μέσα στις επόμενες ώρες αναμένεται να περάσει από τα γραφεία της ΠΑΕ για να λύσει το συμβόλαιό του. (Εδώ).

2.Εγώ είμαι αυτός που πρώτος κάνω κριτική, αλλά εγώ ξέρω από ποδόσφαιρο, ξέρω από αποδυτήρια, δεν είμαι παντοφλάκιας. (Αλέφαντος σπήκινγκ).

Μπόνους

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified