Η σεξομανής γυναίκα που αδειάζει από σπέρμα τους ανδρικούς όρχεις.
Η γυναίκα του Νίκου είναι μεγάλη αρχιδοστραγγίστρα. Δεν φτάνει για να την ικανοποιήσει και γαμιέται και με συναδέλφους από τη δουλειά.
Η σεξομανής γυναίκα που αδειάζει από σπέρμα τους ανδρικούς όρχεις.
Η γυναίκα του Νίκου είναι μεγάλη αρχιδοστραγγίστρα. Δεν φτάνει για να την ικανοποιήσει και γαμιέται και με συναδέλφους από τη δουλειά.
Got a better definition? Add it!
Μεγεθυντικό του αρχιδοστραγγίστρα, δηλαδή η σεξομανής γυναίκα που διά της υπερβολής των σεξουαλικών της απαιτήσεων όχι μόνο σου στραγγίζει τα αρχίδια, αλλά τα ξηλώνει εντελώς.
Κάνε αποχή και εγκράτεια για μια εβδομάδα πριν τη συναντήσεις γιατί η γυναίκα είναι αρχιδοξηλώστρα!
Got a better definition? Add it!
Αρχαιόκαυλη λέξη για το πέος (δες), σημαίνει επίσης το δοχείο.
Έθεσε το κοτίλιον στην οπή της.
Got a better definition? Add it!
Πρακτική και τακτική κατά τη σεξουαλική πράξη και τον αυνανισμό, κατά την οποία διακόπτεις τη διαδικασία αμέσως πριν φτάσεις στον οργασμό, δηλαδή στα όριά σου (edge αγγλιστί), με σκοπό να παραταθεί το σεξ ή ο αυνανισμός. Αυτά είναι κόλπα ζόρικα που κάνουν στην Ινδία! Τα κάνουν όμως πολύ και στον κόσμο του BDSM και του σαδομαζοχισμού, όπου η κατοχη αυτής της δεξιότητας και η κυριαρχία επί του πότε θα φτάσεις σε οργασμό εσύ ή ο παρτενέρ σου θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ.
Got a better definition? Add it!
Μεταφορά για το μεγάλο και σκληρό πέος. (Δες). Βλ. και λοσταρία.
Την κοπάναγα με το λοστάρι μου μέχρι που έχυσε.
Got a better definition? Add it!
Μεταφορά για το πέος.
Έχωνε τον πάσσαλό του στο μαλακό της χώμα.
Got a better definition? Add it!
Παλιά σλανγκιά για την οδό Σόλωνος στην Αθήνα, όταν ανθούσε εκεί ο αγοραίος έρωτας με πιατσόβιες.
Φόρτωσε μια τάνα από την Ψώλωνος.
Got a better definition? Add it!
Δοκίμως, σημαίνει τη σημαία. Ετυμολογία: μεσαιωνικό ελληνικό φλάμπουρον < φλάμπουλον (ανομοίωση υγρών [l-l > l-r] ) < *φλάμουλον (τροπή του μεσοφ. [m > mb] ) < ελληνιστικό φλάμμουλ(α) -ον < ύστερο λατινικό flammula = σημαία του ιππικού (επειδή απεικόνιζε μικρή φλόγα: λατινιστί flamma)]. Μεταφορικώς σημαίνει ό,τι και το κοντάρι, δηλαδή το πέος.
Μόλις την είδε να περνάει με τη στρινγκαδούρα, είχαμε έπαρση φλάμπουρου.
Got a better definition? Add it!
Αλλιώς ο μπιτχαβάς δηλαδή ο πουτσαράς. Σχετίζεται με την εβραϊκή κοινότητα των Ιωαννίνων. (Δες).
Είναι μεγάλος μπετιχαβάς.
Got a better definition? Add it!
Το πέος όταν κάνει στοματικό σεξ η/ο ερωμένη/ος, χρησιμοποιώντας και λίγο δοντάκι.
Μυθική οδοντόβουρτσα (σεξουαλιστί: οδοντόπουτσα) εις την οποία θεωρητικώς μετατρέπεται το ανδρικό μόριο και γυαλιζει-καθαρίζει-λευκαινει. (Greek BDSM community).
Got a better definition? Add it!